Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

[Την Ελλάδα αγαπώ αλλά και σένα ] / Παλληκαρίδης Ευαγόρας

Ρώτησα τα μάτια που δακρύζουν
κάποια αλήθεια να μου πουν
κλαίνε πικρά να σ' αντικρύσουν
γιατί μπορεί να σ' αγαπούν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Ρώτησε εκείνη υπνωτισμένος
μη σε δουν γιατί σιωπούν
το συνιστούν κι' αυτά θλιμμένα
για να σου πουν πως σ' αγαπουν.

Την Ελλάδα αγαπώ αλλά κι' εσένα
με έναν έρωτα μεγάλο αληθινό,
τα γαλάζια σου τα μάτια τα θλιμμένα
τον καθάριο της θυμίζουν ουρανό.

Αχιλλέας Λυμπουρίδης


αναδημοσίευση από την Βικιπαίδεια

Ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης ήταν κύπριος μουσικοσυνθέτης.
Γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1917. Μετά το Παγκύπριο Γυμνάσιο Λευκωσίας, σπούδασε μουσική και βιολί στο Ελληνικό Ωδείο Κύπρου. Ως μουσικοσυνθέτης επικεντρώθηκε κυρίως στο έντεχνο λαϊκό τραγούδι και επηρέασε αρκετά τα μουσικά δρώμενα της εποχής του. Τα τραγούδια του τα «Μαύρα Μάδκια», το «Αερούδι», η «Αππωμένη», η «Δροσούλα», το «Γιασεμί», άντεξαν στο χρόνο επιδεικνύοντας αξιοσημείωτη διαχρονικότητα.
Το 1964 συνεργάστηκε με τη Λυρική Σκηνή και την Συμφωνική Ορχήστρα Αθηνών και έδωσε συναυλίες με τραγούδια και χοροδράματά του στην Αθήνα και στον Πειραιά. Το 1969, στα πλαίσια της Β΄ Ολυμπιάδας Διεθνούς Τραγουδιού, εκτελέστηκαν στο Παναθηναϊκό Στάδιο έργα του που αφορούσαν την Κύπρο. Εκεί ακούστηκε για πρώτη φορά το τραγούδι του «Μαύρα Μάδκια», που σημείωσε πανελλήνια επιτυχία.
Ο Λυμπουρίδης αγαπούσε πολύ και το θέατρο και ασχολήθηκε και με αυτό. Το 1942 ίδρυσε, μαζί με τον Φοίβο Μουσουλίδη, το πρώτο μόνιμο επαγγελματικό θέατρο στην Κύπρο, το «Λυρικό Θέατρο». Παράλληλα, έγραψε και θεατρικά έργα, ηθογραφικές κωμωδίες όπως «Ο Ττοουλής ο Ξενοχωρίτης», ενώ μετέφρασε ξένες θεατρικές επιτυχίες.
Το 1952 ίδρυσε το μηνιαίο περιοδικό έρευνας και τέχνης «Ο Φακός», ενώ παρουσίασε και συγγραφικό έργο. Έργα του η «Ιστορία της Κυπριακής Δημοσιογραφίας» (1878-1960), «Κυπριακές Θεατρικές Σελίδες» (1971), «Η Θέμις επί Αγγλοκρατίας στην Κύπρο» (1980), «Η Αγγλοκρατία στην Κύπρο» σε δύο τόμους (1985 και 1987), «Ο Τεχνολογικός Πολιτισμός στη Ζωή των Κυπρίων» (1988), και «Εξέχουσες Μορφές της Κυπριακής Ιστορίας» (1989).
Για την πολύπλευρη πολιτιστική προσφορά του, ο Αχιλλέας Λυμπουρίδης έτυχε πολλών τιμητικών διακρίσεων. Βραβεύτηκε, μεταξύ άλλων, από το Δήμο Λευκωσίας, από το Πανεπιστήμιο Κύπρου και από πολλούς άλλους οργανισμούς και φορείς. Το 1997 η Κυπριακή Δημοκρατία τον τίμησε με το Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, την ανώτατη διάκριση για το έργο και την προσφορά του στον πολιτισμό της Κύπρου. Υπηρέτησε άξια την «κυπριακή ντοπιολαλιά», αφού «πάντρεψε» κυρίως στίχους της κυπριακής διαλέκτου με την κατάλληλη μουσική σύνθεση. Το παραδοσιακό ηχόχρωμα που έδινε ο Λυμπουρίδης στις συνθέσεις του του έδωσε τον τίτλο του «πρωτοπόρου της κυπριακής έντεχνης λαϊκής μουσικής».
Πέθανε στις 20 Αυγούστου 2008 σε ηλικία 91 ετών.

H Δροσούλα του Κώστα Μόντη

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλάψουν τα γρουσά σου τα ματούδκια
τζι' ας βκαίνουσιν μισά που τον καμόν
τα παραπονεμένα σου λοούδκια

Εσούσαι τα χαράματα του φου
που μολοούσιν μέραν τζιαι ξυφώτιν
τζι' εγιώνι το σουρούπιασμα λαλώ
μα όπου τζιαι ναν' η νύχτα καρτερώ την

Εσού ξεπεταρούϊν που πετά
τζι' όσα θωρεί ομπρός του αγαπά τα
εν τζιαι δικλά ποττέ πίσω να δει
φιλιά με λοαρκάζει με μετρά τα

Εγιώ μως λοαρκάζω το φιλί
γιατ' εν τζι είμαι τζιαι γιω ξεπεταρούϊν
τζιαι μεν παραπονιέσαι τζιαι κανεί
μεν τρέμει τ' όμορφο σου το σιηλούϊν

Εσούσαι' νας αθθός της λεμονιάς
τζι' εγώνι τ' ολοτζιήτρινο λεμόνιν
εσούσαι παναϊριν π' αρκινά
τζι' εγιώνι παναϊριν που τελειώνει

Έθθα σου πω Δροσούλα σ' αγαπώ
τζι' ας κλαίσιν τα ματούδκια σου μπροστά μου
κάλλιον να κλάψουν τώρα φανερά
παρά να κλαίσιν ύστερις κρυφά μου



το ακούτε: https://www.youtube.com/watch?v=G0WLt1TlHqo

Η βρύση, Μουσική/Στίχοι: Λυμπουρίδης Αχιλλέας,

Ο λαογράφος Δρ Κυριάκος Π. Χατζηιωάννου

του κ. ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ ΣΤ. ΚΥΠΡΙΑΝΟΥ 
Φιλολόγου Επιθεωρητού Μέσης Εκπαιδεύσεως

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

Η ΑΝΑΣΣΑ ΚΑΙ ΟΙ ΞΗΡΟΙ ΚΑΡΠΟΙ / Αργυρού Χρήστος


Εγκύκλιο σε ύφος αυστηρό τους έστειλε η άνασσα
να μην απλώνουν τάχα χέρι στους ξηρούς καρπούς της.
Μολύβι πήρε, τράβηξε γραμμή
τη στάθμη τους σημείωσε στα μπολ του Μπάκιγχαμ.
Καιρό υποψιαζόταν πως τους καρπούς αφάνιζαν
και σαν η στάθμη έπεσε και φλούδες έμειναν στον πάτο
-είναι δύσκολο να αντισταθείς, άλλωστε
στην αλμυρή τους γλύκα και στην ανία του παλατιού -
αυτή θριαμβευτικά τους τσάκωσε τους ληστές ξηρών καρπών.
Μα η χαμηλή στάθμη τους στις κούπες,
δεν κατάλαβε;
τη δική της στάθμη τώρα θα μετρούσε.
Γερόντισσα παλιμπαιδίζει η αυτού μεγαλειότης
και τους αστυνομικούς της διατάζει
τα κουλά τους να μην ξαναπλώσουν μες στα μπολ
όπως κι αυτής η αυτοκρατορία εξάλλου
δεν άπλωσε τα χέρια της ποτέ σε ξένης γης καρπό.

ΕΠ' ΩΜΟΥ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΤΕ ΑΡΜ / Αργυρού Χρήστος


Οι Εύζωνες
μες στο λιοπύρι του καλοκαιριού
φόρο τιμής στον άγνωστο στρατιώτη αποτίουν
Πιο πέρα γέροντας σακάτης
με απλωμένη την παλάμη
τους διαβάτες επαιτεί.
Άγνωστος στους περαστικούς
άγνωστα και τα πάθη κι οι καημοί του
Ίσως και να πολέμησε
Ίσως και όχι
Ίσως ο πόλεμός του να 'τανε σε μια φάμπρικα
χαράκωμά του ένα καταγώγι σκοτεινό
κι οχτρός του η κακοριζικιά του
Επ' ώμου
Παρουσιάστε
Άρμ
Τους πεθαμένους πιότερο
τούτος ο τόπος γνοιάζεται
παρά τους ζωντανούς 

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

[Την Κυριακή συνηθίζαμε ...]

Την Κυριακή συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στην Εκκλησία
Δεν μιλούσαμε
Αν μιλούσαμε στη διαδρομή γράφαμε εκατό φορές δεν θα ξαναμιλήσουμε
Την Κυριακή μας οδηγούσε στην Εκκλησία ο Δάσκαλος
Μετά τη πέτρινα χρόνια ο Δάσκαλος βαρέθηκε
Βγάλαμε τις ποδιές 
Και δεν πήγαμε ποτέ ξανά στην εκκλησία 
Τώρα ο Δάσκαλος έχει τατουάζ στα χέρια 
Σταυρούς, άγκυρες και διαόλους
Πως συνδυάζονται τούτα δεν ξέρω
Εξάλλου μεγάλωσα μόνο στα χαρτιά
Το ξέρουν οι ζωγράφοι του σώματος
Οι ζωγράφοι της ψυχής σωπάσανε

ΣΥΝΟΙΚΙΕΣ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου

Β΄Βραβείο στους Πανελλήνιους Δελφικούς Αγώνες Ποίησης Δελφοί , 2009


Στις συνοικίες σβήνουνε σιγά σιγά τα φώτα
Απλώνουν οι γυναίκες μια κουρασμένη μέρα να στεγνώσει
Περνούν οι σκέψεις στα μικρά τα καλντερίμια ακροβατώντας
Mισάνοιχτα παντζούρια βρίσκουν , ψυχές ανήσυχες π’ αρνήθηκαν τον ύπνο
Γλιστρούν με δόσεις μιας χαμένης ευτυχίας
Στα προσκεφάλια με κεντίδια μιας προίκας ξεχασμένης
Κιτρινισμένης απ’ του καιρού τη φλυαρία
Τότε ανοίγουν τα μισόκλειστά τους βλέφαρα οι ίσκιοι
Χαμογελούν ηδονικά μες στου καθρέφτη την απάθεια
Παραμορφώνοντας τα είδωλα μιας άλλης λογικής
Στο πορτατίφ μια τύψη περιφέρεται
Σαν πεταλούδα που γυρεύει να καεί μέσα στον κύκλο
΄Εξω σκυλιά ποδοπατούν τα ίχνη της συνήθειας
Στα υπολείμματα της μέρας αναζητούνε τη συνέχεια
Σιγά σιγά στις συνοικίες σβήνουν οι αποδράσεις
Και μια παράφρονη σελήνη χορεύει μες στην έλλειψή της
Αύριο θα ΄ναι μια μέρα βροχερή
Το είπε το δελτίο της βαθιάς υποταγής
Στα σπίτια θα κλειστούν τα μαραμένα κρίνα
Τα ξεθωριασμένα γιούλια και τα γιασεμιά
Θα βγάλουν απ’ τα μπαούλα οι κυράδες
Να στρώσουν χράμια και κιλίμια στην ανία τους
Θα βγουν κι οι νοικοκύρηδες για το βραχνά του μεροκάματου
Με τα κασκέτα τους κρυψώνες της αζήτητής τους μοίρας
Σβήνουν σιγά σιγά της μέρας ημιτελείς διαδρομές
Στις συνοικίες προβάλλει διαβατάρης ο Μορφέας με το γαλάζιο του μανδύα
Αύριο , λέει , γι’ αυτούς που ακούνε τη σιωπή των κεραυνών
Ο ήλιος απ’ τη Δύση θα προβάλει με τις ατίθασες , ξανθές του μπούκλες
Μ’ ένα ροδόχρωμο μαντίλι θ’ απλώσει νέους ορίζοντες στα πέλαγα
Ταξίδια νέα θ’ ακουμπήσει μες στις καρδιές που δε λησμόνησαν να φλέγονται.....
.

ΠΙΡΟΓΑ


Περιπλέω τη σκέψη σου 
με μια μικρή πιρόγα 
καμωμένη από δέρμα ηλιοκαμένης νύχτας
Ξάπλωνε ώρες κάτω από το φως σου
κι αφηνότανε σε έναν απρόσμενα καλό καιρό
Προχωρώ με χτύπο παράξενο
από ανυπόμονη καρδιά
Τραβάω όρθια κουπί
να βλέπω όλο και μακρύτερα
στο πυκνό δάσος της αγάπης που σε κρύβει
Ακουμπώ για λίγο στις ακτές
αδειάζω το εμπόρευμα του έρωτα
το ανταλλάζω με εξωτικούς καρπούς από τα μάτια σου
και φεύγω πάλι για τη θάλασσά μου
γεμάτη από τη γη και το ύδωρ που παρέδωσες

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ της Ελένης Αρτεμίου Φωτιάδου



O χειμώνας έμπαινε με τα βαριά λευκά του βήματα μέσα στους δρόμους και μέσα στις ψυχές. Χτυπούσε κάνα δυο φορές την πόρτα τους κι άμα δεν έπαιρνε απάντηση, σαν διαρρήκτης παραβίαζε τον κόσμο τους κι αλώνιζε μέσα στα τελευταία ψίχουλα των αντιστάσεών τους. Καθότανε, ίδιος μουσαφίρης, δίχως πρόσκληση στα όνειρά τους και πεινασμένος καταβρόχθιζε ό, τι απέμεινε από την τελευταία επέλαση της λύπης. 

Η πτήση του προσγειωνόταν από λεπτό σε λεπτό. Ο γαλάζιος ουρανός της πατρίδας είχε αρχίσει ήδη, δειλά δειλά , να γαργαλάει τις αισθήσεις του. Κι εκείνος , με ένα δισάκι μνήμες φορτωμένος στον ανήφορο του κόσμου, ετοιμάστηκε να εισπνεύσει ξανά το λυτρωτικό οξυγόνο της πατρίδας. Κοίταξε τις ουλές του χρόνου στα δυο , αποστεωμένα του χέρια και θάρρεψε πως κοίταξε μαζί και τα τραύματα που άφησε επάνω του ένας ακήρυχτος πόλεμος θανάτου και ζωής. Είχε φύγει παλικαράκι από την πατρίδα, ήρθε μετά μια δυο φορές να αποχαιρετίσει μάνα και πατέρα στο στερνό ταξίδι κι ύστερα τον κατάπιε η βιοπάλη της ξενιτιάς . Τώρα, στα εβδομήντα πέντε του πια, γύρναγε σαν Οδυσσέας σε μιαν Ιθάκη δίχως Πηνελόπες και μνηστήρες. Καλύτερα έτσι. Είχε κουραστεί με τις αναμετρήσεις. Καιρός να αράξει σε ένα απάνεμο λιμάνι και να ξεχαστεί μέσα στην απραξία, μέχρι του ΄Αγγελου η ρομφαία να σηκώσει ψηλά την ύπαρξή του ως την αιωνιότητα. 
Πέρασε σχετικά γρήγορα τις διατυπώσεις του αεροδρομίου, πήρε τις λιγοστές αποσκευές του, κάλεσε ένα ταξί, χάθηκε στον ορυμαγδό του δρόμου και της μεγαλούπολης. Από το παράθυρό του περνούσε ένας κόσμος γνώριμος, μα αλαργινός. Πολλά τα χρόνια που έζησε στα ξένα. Το ταξί διάβηκε μέσα από παλιά κτίρια νοσταλγικά, μέσα από νεόδμητες οικοδομές , αδιάφορες για τις μικρές και μεγάλες μνήμες του και ξεχύθηκε στην επαρχία, διασχίζοντας σε λίγο μεγάλα και μικρά χωριουδάκια. ΄Ένα οικείο χρώμα, μια γνώριμη μουσική έφτανε ολοένα στα αυτιά του, σαν νανούρισμα μάνας, που ξύπναγε αντί να κοιμίζει τα όνειρά του. 
Το αυτοκίνητο σταμάτησε σε λίγο σε μια μικρή αυλή με κληματαριά στην πρόσοψη, γέρικη, γυμνή, σαν τη ζωή του. Κατέβηκε, πλήρωσε, κοίταξε το μικρό σπίτι απέναντί του, που κράταγε μέσα του χρόνια παιδικά, βήματα εφηβικά, νεανικά πετάγματα σε ψέματα και αλήθειες . Του φάνηκε πως είδε μια μαντίλα όμοια με της μάνας του, σκουρόχρωμη, να ανεμίζει στο παραθύρι. Και πως βαριά τα βήματα από τις μπότες του πατέρα χαράκτηκαν επάνω στο λιθόστρωτο δρομάκι της εισόδου.
Κι άκουσε τα γέλια του Κωστή και του Αργύρη στην αλάνα, να κυνηγάνε με αλαλαγμούς και παιδιάστικα γέλια ένα πάνινο τόπι . Κι εκείνος, σαν μεγαλύτερος αδερφός, που όφειλε να κουμαντάρει τα μικρότερα τα ατίθασα, να πασκίζει άτσαλα μα επίμονα να επιβάλει την τάξη. Κι ύστερα θάρρεψε πως βγήκε η μάνα στο κατώφλι, με τα χέρια ακόμα να μοσχομυρίζουν από το δείπνο της Αγάπης, Να ανοίγει την αγκαλιά της και να χάνεται μέσα όλη η ζωηράδα των παιδιών. ΄Υστερα τίποτα! Σιωπή! Και μια μοναξιά, που κρυφογέλαγε μέσα στα ξερά φύλλα, το άκαρπο χώμα, τις πένθιμες ανάσες του αγέρα , έτσι καθώς περνούσε ανάμεσα στην έλλειψη.
Εδώ, λοιπόν, στη ζήση του την πρώτη, είχε έρθει για να έβρει το στερνό σταθμό του; Ρίγησε, μα δεν πτοήθηκε. ΄Εσπρωξε ελαφρά την πόρτα κι εκείνη άνοιξε διάπλατα λες και τον καλωσόριζε. Τα βήματά του αντήχησαν στο κενό του δωματίου. Αράχνες υποδέχτηκαν τη συγκίνησή του και ένα θλιμμένο ημίφως γλίστρησε από τα ξεχαρβαλωμένα παντζούρια. Εκεί στόλιζε κάποτε η μάνα τα γεράνια της. Εκεί ακουμπούσε κάποτε κι ο κύρης τα σύνεργα της ψαρικής. Εκεί κάποτε στεκότανε κι εκείνος έφηβος, σαν ονειρευότανε μια θάλασσα να τον περιμένει, να του ανοίγει όλους τους δρόμους 
Κι ύστερα ήρθε να τον ανταμώσει ένας φλοίσβος παιχνιδιάρης, νοσταλγικός. Κι ένα πέλαγο γεμάτο άμμο και στιχάκια μιας ανέμελης ζωής. ΄Ενιωσε τις γερασμένες αρτηρίες του να κοκκινίζουν πάλι με αίμα . Και τη ζωή να κυλάει ξέφρενα σε όλες τις αισθήσεις που κοίμιζε χρόνια η ξενιτιά. ΄Ένα ανοιξιάτικο χάδι , όμοιο με σκίρτημα ερωτικό, ήρθε να τον ακουμπήσει χειμωνιάτικα, σαν φιλί ζωής σε ετοιμοθάνατη θέληση. 
Τάχυνε το βήμα, άδραξε το χτες και το έριξε μαγιά στη ζύμη για το σήμερα. Ετούτο το σπίτι άξιζε μια ανάσταση. Και η μοναξιασμένη για καιρό ζωή του άξιζε μια επιστροφή στα όνειρα. Ανασκουμπώθηκε. Το σπίτι ήθελε καθάρισμα, η κληματαριά κλάδεμα. Και τα πεζούλια, σιωπηλά εκλιπαρούσαν για δυο πολύχρωμα γεράνια. 
Κόντευε σούρουπο, σαν τέλεψε και κάθισε για λίγο στο κατώφλι. Είχε δουλέψει ώρες, μα καμιά κούραση δεν ήρθε να ακουμπήσει βαριά στα μέλη του. Από μακριά η καμπάνα της εκκλησίας του Aϊ- Γιώργη, κάλεσε μες στο βάδισμα της νύχτας τις αγνές ψυχές. Σταυροκοπήθηκε, σήκωσε τα μάτια στον ουρανό, άφησε μια προσευχή να βγει και να σεργιανίσει επάνω στη φροντισμένη πια κληματαριά, τα καθαρά τα σκαλοπάτια, τα ορθάνοιχτα παράθυρα, που αψηφούσανε το κρύο του χειμώνα. Και χύθηκε τότε έξω η φωνή του σαν ψίθυρος ηχηρός. 
«Σταμάτα, ΄Αγγελε, με τη χρυσή ρομφαία, που ανοίγει δρόμους στην αιωνιότητα. Βρήκα ακόμα ένα μονοπάτι, εκεί που νόμιζα πως όλα είχαν κλείσει…΄Οχι, δεν είναι τώρα ο καιρός. Με τρέφει πάλι τούτος ο ήλιος της πατρίδας και βγαίνει , δειλά , άλλο ένα φύλλο μου, μία ακόμα ρίζα. Βλέπεις, δε γερνάω! Μονάχα μεγαλώνω, ωριμάζω…θέλω!»



Ενα διήγημά από τη συλλογή διηγημάτων " Αφύπνιση 800 mg", Eκδόσεις Μανδραγόρας, Αθήνα 2012.

Δύο Ποιήματα του Ντίνου Κυπριανού

ΔΩΔΕΚΑ ΜΕ ΜΙΑ 
Δώδεκα με μία
βρίσκομαι στα κάτω μου
στην αμφιβολία μέσα στα γιατί ,
τέσσερις με πέντε
πάω στα παρακάτω μου
πάει να ξημερώσει , δέν εχει φανεί ..
Με πιάνουν κλάματα όταν χάνονται τ'αστέρια
χάνονται όλα σάν ζυγώσει το πρωί
στο φώς της μέρας γίνονται νυστέρια
μου ξετρυπάνε καθε λογική ''''
Δώδεκα με δύο
'μαργαρίτες' τέσσερις
πίνω στην υγειά μου για να ξεχαστώ ,
τέσσερις με έξι
μπίρες δεκατέσσερις
δυό διπλά ουίσκι για να ζαλιστώ ..


***
 ΦΥΛΛΟ ΞΕΡΟ 
Μές στην βροχή , μόνος θρηνώ
στην πλάτη γολγοθά τραβώ
και τον σταυρό που κουβαλώ 
μαύρη ζωή , φύλλο ξερό ...
Μές στην βροχή , φωτιά σβηστή
ψυχή που έχει σωριαστεί
που να πιαστώ να κρατηθώ
λίγο και γώ , ν'αναστηθώ ''''''''
Ζωή δέν έχω και παλμό χάνομαι μέσα στον καπνό
φύλλο ξερό χωρίς πνοή , κι'αυτό μαζί μου θα χαθεί ,
Μές στην βροχή , μόνος θρηνώ
στην πλάτη γολγοθά κρατώ
φύλλα ξερά για συντροφιά
ίσως κι'αρπάξουνε φωτιά .


Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2015

Αγάπουν την τζι΄ενόμιζα,

Αγάπουν την τζι΄ενόμιζα,
ο κόσμος εν δικός μου,
μ΄άμα μου είπεν καθαρά,
ο τζιύρης της ομπρός μου,
πως εν με θέλει για γαμπρόν,

εσκούλλησεμμε ναν λαμπρόν,
που θόλωσεν το φώς μου,
τζι’είεν με τζιαι κατάλαβεν,
ποιος είναι ο σκοπός μου,
τζιαι φώναξε μου μονομιάς,
γιέ μου να μεν γινείς φονιάς,
τζι΄έν να γινείς γαμπρός μο
υ.
Χαμπής Αχνιώτης