Τρίτη 14 Ιουλίου 2015

«Στα χνάρια του Αποστόλου Βαρνάβα»


«Αυτή είναι η πόλη μου, η Αμμόχωστός μου. 
Τη θέλω πίσω. Δεν τους την χαρίζω… » Όλγα Χριστοδουλίδου


Γράφει η
Στρατούλα Τραμουντάνη- Γκόγκα
Δημοσιογράφος-Σύμβουλος Επικοινωνίας



Με τα λόγια αυτά τελείωσε την ξενάγησή της η Γραμματέας του Συνδέσμου Γυναικών Αμμοχώστου Λάρνακας κυρία Όλγα Χρυστοδουλίδου. 
11 Ιουνίου 2015.
Σαράντα ένα (41) χρόνια μετά την Τουρκική Εισβολή, με αφορμή την 100η επέτειο εγκαινίων του καθολικού της Ιεράς Βασιλικής και Σταυροπηγιακής Μονής Αποστόλου Βαρνάβα, γιορτή της μνήμης του Αποστόλου Βαρνάβα, άνθρωποι κάθε ηλικίας από όλα τα μέρη της Κύπρου, μετέβησαν στο ομώνυμο Μοναστήρι προκειμένου να αποδώσουν τις δέουσες τιμές στον ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρου. 
Εγώ και ο σύζηγός μου, αποδεχόμενοι την πρόσκληση της Προέδρου του Συνδέσμου κυρίας Τούλα Χριστοδουλίδου… ξεκινήσαμε παρέα το ταξίδι μας!!!
Στο σύνολό μας, άτομα κάθε ηλικίας. Άλλοι βασανισμένοι από την μοίρα της προσφυγιάς, από τις μνήμες που δεν λένε να καταλαγιάσουν την ψυχή που ζητά να λυτρωθεί, να ξαποστάσει να ξαναγυρίσει πίσω στους δρόμους και τις μεθυστικές από αρώματα αυλές της τουρκοκρατούμενης πόλης κι άλλοι… απλά οι άλλοι!!! Όλοι εμείς που δεν γεννηθήκαμε εδώ αλλά αγαπήσαμε αυτόν τον τόπο. Όλοι εμείς που διψάσαμε να μάθουμε για την ιστορία του, που κάναμε τάμα την ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ, όλοι εμείς που νιώσαμε τον πόνο ενός ολόκληρου έθνους να θυσιάζεται στο βωμό συμφερόντων. Όλοι εμείς που υποκλιθήκαμε στην προσφυγιά και στον πόνο του αποχαιρετισμού!!!

Στο σημείο συνάντησης στη Λάρνακα, από τη μια απαριθμούσες χαρούμενα πρόσωπα, ένδειξη ικανοποίησης για την ολιγόωρη επιστροφή στα πάτρια εδάφη και από την άλλη πρόσωπα σκυθρωπά γεμάτα πόνο και λύπη, γιατί αυτός ο νόστος δεν θα διαρκούσε παρά λίγο, ίσαμε να χορτάσει το μάτι κι ύστερα να γιομίσει με δάκρυα, να πλημυρίσει και να πνίξει μέσα στα βάθη της καρδιάς ότι αγάπησε. Χώμα, Νερό, Ουρανό!!! Και μια προσευχή!!! Ναι και μια ευχή!!! ΝΑ ΒΡΕΘΟΥΜΕ ΠΑΛΙ ΠΙΣΩ ΕΛΕΥΘΕΡΟΙ!!!
Το «καραβάνι» μας αποτελούμενο από δύο γεμάτα λεωφορεία, πέρασε την Ορόκλινη, κινήθηκε στους δρόμους της ελεύθερης Αμμοχώστου, πέρασε δίπλα από τη Κοινότητα της Άχνας που εγκαταλειμμένη και έρημη θόλωσε τα μάτια, μέχρι να φτάσει στο Οδόφραγμα. Εκεί και μέχρι να ολοκληρωθούν οι καθιερωμένες πλέον τυπικές διαδικασίες από τους τελωνειακούς υπαλλήλους του ψευδοκράτους, είχαμε τη δυνατότητα να ενημερωθούμε από τα χείλη της Όλγας για τον Απόστολο Βαρνάβα. 
«Ο Απόστολος και Ευαγγελιστής Βαρνάβας γεννήθηκε στην Μεγαλόνησο τον 1ο μ.Χ. αιώνα και θεωρείται ο ιδρυτής και θεμελιωτής της Εκκλησίας της Κύπρου. Στο μέρος, όπου βρέθηκε το λείψανο του Αποστόλου Βαρνάβα, κοντά στη πόλη της Σαλαμίνας, κτίστηκε το μοναστήρι αφιερωμένο στον Απόστολο και ιδρυτή της Εκκλησίας της Κύπρο».

Εν τω μεταξύ ο έλεγχος των ταυτοτήτων και των διαβατηρίων είχε ολοκληρωθεί και μπήκαμε στην σκλαβωμένη, τουρκοκρατούμενη περιοχή της Αμμοχώστου. Αυθόρμητα, άρχισαν οι μνήμες να ξετυλίγονται σαν κουβάρι ανέμης. Όλοι προσπαθούσανε να θυμηθούνε ονόματα οδών, καταστημάτων, πλατειών.
«Να εδώ μαζευόμασταν και παίζαμε…» ακούστηκε να λέει κάποια συνοδοιπόρος. «… και ο δρόμος αυτός πρέπει να ήταν η οδός Μαραθώνος» συμπλήρωσε κάποιος άλλος.
Τα μάτια καρφωμένα στις εικόνες που εναλλάσονταν έξω από το λεωφορείο. Λες και όλοι έψαχναν να δούνε μέσα στο πολύχρωμο σκηνικό, τους μικρούς τους εαυτούς, τα παιδικά τους όνειρα που κάρπισαν μακριά από τη γεννέτηρά τους, να μυρίσουνε ότι χάθηκε, αναζητώντας τις οσμές στο αεράκι της Αμμοχώστου, του Βαρωσίου, της Σαλαμίνας. Έξω όμως… σκηνικό ανάπτυξης, με ξενοδοχεία, πολυτελή καταστήματα, σύγχρονο πανεπιστήμιο, προάστια και ένας τόπος να σφύζει από ζωή πάνω στις χαμένες ζωές κάποιων άλλων.

Δεν πέρασε ούτε μία ώρα και το Μοναστήρι του Απόστολου Βαρνάβα, φάνηκε στον ορίζοντα. Χτισμένο σε μια επίπεδη περιοχή, ανάμεσα στα χωριά Έγκωμη, Άγιος Σέργιος, Λιμνιά και Στύλλοι, περίπου ένα χιλιόμετρο από την ιστορική Σαλαμίνα, φαντάζει ως προπύργιο Χριστιανοσύνης. Η Λειτουργία για τον εορτασμό της μνήμης του Αγίου είχε ήδη αρχίσει. Κατευθυνθήκαμε με ενθουσιασμό προς την είσοδο, που είχε κλείσει ασφυκτικά από το πλήθος των προσκυνητών. Τούρκοι αστυνομικοί επέβλεπαν διακριτικά την είσοδο και έξοδο των πιστών, ενώ στο προαύλιο χώρο ελάχιστοι πλανόδιοι διαλαλούσαν το εμπόρευμά τους. Κυρίως ξηρούς καρπούς, είδη χειροτεχνίας και οικιακής χρήσης.
Εκεί ακούγονταν από τα χείλη προσφύγων ότι «… το μοναστήρι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα προσκυνήματα της Κύπρου. Μετά την Τουρκική κατοχή, λειτουργεί ως μουσείο εικόνων. Οι τουρκικές αρχές το διατηρούν σε σχετικά καλή κατάσταση, αφού αποτελεί και σημαντικό τουριστικό σημείο, πόλο έλξης των χριστιανών. Σήμερα η εξορισμένη αδελφότητα της Μονής φιλοξενείτε προσωρινά στο Μετόχι της Ιεράς Μονής Κύκκου. Αποτελείτε από τον Ηγούμενο Γέροντα Γαβριήλ και τον Ιερομόναχο πατέρα Χρίστο».
Κόσμος πολύς. Φορτισμένη συναισθηματικά ατμόσφαιρα. Οι πιστοί με τα κεράκια στο χέρι εισέρχονταν στον κυρίως ναό όπου τελούνταν η δοξολογία για να ασπαστούν τον Απόστολο. «Ήσυχες φωνές», φασαρία, αναμονή!!! Ορισμένοι δεν αντέχουν, κάνουν αναστροφή και κατευθύνονται προς τον τάφο του Απόστολου Βαρνάβα, εκατό μέτρα περίπου από το Μοναστήρι. 
Ρωτώ ένα πλανόδιο εάν επισκέπτεται συχνά το Μοναστήρι για να πουλάει τη πραμάτεια του. « Όταν γίνονται λειτουργίες γεμίζει από Κύπριους και ξένους. Τώρα μάλιστα που η περιοχή έγινε οικόπεδα θα γεμίσει ο τόπος από ξενοδοχεία και πολυτελή σπίτια». Μια ματιά τριγύρω επιβεβαίωνε τα λόγια του.

Κινούμαστε αργά, κανείς δεν μας βιάζει, ο χρόνος κυλάει αντάμα με τα βήματά μας. Κατευθυνόμαστε προς τον τάφο του Απόστολου Βαρνάβα. Δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένας λαξευτός μέσα σε πέτρα, τάφος της ρωμαϊκής περιόδου. Με την βοήθεια μιας σκάλας κατεβήκαμε τα επικίνδυνα κάθετα σκαλοπάτια και βρεθήκαμε μέσα στον τάφο. Πληροφορίες λένε ότι είχε ανοιχτεί πηγή για να λαμβάνουν οι προσκυνητές αγίασμα. Εμείς τουλάχιστον εκεί δεν είδαμε κάτι τέτοιο. Όλος ο χώρος όμως, απόπνεε μια θρησκευτική μεγαλοπρέπεια. 
Είχανε περάσει ήδη τρεις ώρες από τη στιγμή που ξεκινήσαμε. Πήραμε το αντίδωρο στο χέρι, ασπαστήκαμε γνωστούς και φίλους που συναντήσαμε εκεί και δώσαμε πάλι υπόσχεση για του χρόνου. Ανεβήκαμε στα λεωφορεία ιδιαίτερα συγκινημένοι. Μια μικρή στάση στη παραλία της Σαλαμίνας, καταγάλανα νερά απλώνονταν μπροστά μας, ένας καφές που γέμιζε πικράδα τα ήδη πικρά χείλη, ένα απαλό αεράκι που θύμιζε Ελλάδα, Κύπρο και προπολεμική, προκατοχική ατμόσφαιρα, ήταν και πάλι η αφορμή να ανοίξουν συζητήσεις για «… να θυμούνται οι μεγαλύτεροι και να μαθαίνουν οι νεότεροι».
Λες και τίποτα δεν έχει αλλάξει, μα όλα είναι διαφορετικά. Όλα είναι ξένα!!!
«41 χρόνια…» μου λέει χαρακτηριστικά η κυρία Κατερίνα Φ. Η φωνή της έχει ένα περίεργο τρέμουλο και ένα κρότο σαν ήχο από μια μικρή σφαίρα όπλου που διαπερνά τη μνήμη και χαράζει ξανά τις φρικτές εικόνες της εισβολής. Ξανά και ξανά. «41 χρόνια, πίκρα και πόνος. Γιατί να συμβεί; Θέλω να έρθω πίσω. Η ψυχή μου είναι εδώ».
Πώς να ηρεμήσεις αυτή τη ψυχή, πώς να την καθαγιάσεις, πρόσφυγας στην ίδια της την πατρίδα, μια ανάσα δρόμος κι ύστερα ανάσα και πάλι ανάσα, μέχρι να πέσει το δάκρυ στη γη και να σκουπιστεί με το μαντήλι του αποχωρισμού.

«Θα επισκεφτούμε τώρα την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου του Εξορινού , την πόλη της Αμμοχώστου» ακούστηκε να λέει η Όλγα. «Η ιερή εικόνα του Αγίου Νικολάου που θα δείτε εντός του Ναού, είναι δωρεά του Συλλόγου μας» συμπλήρωσε σεμνά. Καθώς κυλούσε το λεωφορείο ανάμεσα στους δρόμους της πόλης, μια αδιόρατη σιωπή πλάκωσε το εσωτερικό του. Μάτια παγωμένα, στόματα μουδιασμένα, μέχρι ότου ξανά η ελπίδα της επιστροφής να πάρει τη σκυτάλη και να αρχίσουν οι λέξεις να τρέχουν σαν νερό και να πλημυρρίζουν το χώρο. Τα λόγια τους σου έδιναν την εντύπωση, ότι δεν είχαν φύγει ποτέ, ότι εάν τους έδινες την ευκαιρία, θα γύριζαν το χρόνο πίσω και θα έστηναν τη ζωή τους από εκεί που σταμάτησε, από την αποφράδα εκείνη μέρα, που όπως – όπως άφησαν τα υποστατικά τους και κίνησαν για… αλλού!!!
Στο τραπέζι γεμάτα τα πιάτα για το μεσημεριανό, οι γάτες στις αυλές τρομαγμένες, ο κόσμος ανάστατος στα μονοπάτια προς δυσμάς, η ελπίδα γαντζωμένη σ΄ έναν άνεμο που δεν έλεγε να κοπάσει.

Μέσα σε ένα προαύλιο ήταν χτισμένη η Εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Εξορινού, άλλοτε γνωστή ως εκκλησία των Νεστοριανών. « Χτίστηκε το 1359 και ως κτήτορας αναφέρεται ο Φράνσις Λάχνας, έμπορας στο επάγγελμα, το 1905, όταν ο ελληνοκύπριος Μιχαλάκης Λοϊζίδης ζήτησε από τον Άγγλο Κυβερνήτη King- Harman να μετατρέψει το κτίριο, μόνιμα, σε εκκλησία».
Μπήκαμε μέσα στην Εκκλησία. Η μυρωδιά της, μια μυρωδιά εγκατάλειψης και συννάμμα επιβλητικότητας. Το σύνολο των τοιχωμάτων της χωρίς αγιογραφίες, αφού τόσο ο χρόνος όσο και η αγριότητα των εισβολέων ήταν καταλύτες στην εξαφάνισή τους.
Δεν καθίσαμε πολύ. Ίσα – ίσα να ανάψουμε ένα κερί, να δηλώσουμε την παρουσία μας και να αφήσουμε μια ευχή στον υγρό της αέρα. Ίσα- ίσα να αγγίξουμε με τα χέρια μας, ότι απόμεινε από τις εικόνες των αγίων μας, ότι μπορεί να μας θυμίσει κάποιο κομμάτι από το παζλ που αφήσαμε ατελείωτο σαρανταένα χρόνια τώρα.
«Νομίζω ότι ζω ένα όνειρο. Αγώνας για την επιστροφή. Το μόνο που μπορώ να πω είναι ότι αισθάνομαι ένα διαρκή θυμό. Μιλώ των παιδιού μου συνέχεια. Όμως και να γυρίσουμε πίσω, τίποτα μα τίποτα δεν θάναι όπως και πρώτα» μου λέει ο κύριος Βασίλης σκουπίζοντας ένα κρυφό δάκρυ, που άθελά του κύλησε στο ρυτιδωμένο του πρόσωπο.
Τα δύο λεωφορεία με τους προσκυνητές να φέρουν βαριά την εικόνα της προσφυγιάς στη ζωή τους, περνούσαν μέσα από τους ασφαλτοστρωμένους δρόμους της Αμμοχώστου. Όλοι είχαν να θυμηθούν και κάτι. Τραγικές φιγούρες εκείνοι που είχαν τη δυνατότητα να αντικρύσουν μισό αιώνα μετά τα σπίτια τους να κατοικούνται από κάποιους άλλους. Έποικους, εισβολείς, δεν γνωρίζανε, από κάποιους άλλους όμως.
«Να! εκεί ήταν το σπίτι μου, να εκεί το σχολείο μας, εκεί το κουρείο του κυρ Ανδρέα, εκεί, εκεί…». Αστυνομικοί Σταθμοί, Σχολεία, Εκκλησίες, Πυροσβεστική Υπηρεσία, Μουσείο, όλα είχαν τη δύναμη να φέρνουν τις θύμησες τόσο γρήγορα που δεν προλάβαινες να ακούς τις ιστορίες τους, ιστορίες καθημερινότητας ποτισμένες με αγάπη, περικυκλωμένες από μυστήριο και τώρα να καταντούν ιστορίες θρύλων, όπως και η ιστορία της αγαπημένης τους πόλης, της Αμμοχώστου!!! 
Μην ξεχνάμε ότι έχει λεχτεί πως η Αμμόχωστος « είναι η πλουσιότερη όλων των πόλεων και οι πολίτες της οι πλουσιότεροι των ανθρώπων».

Γλιστρήσαμε ανάμεσα στο σωζόμενο φρούριο της Αμμοχώστου, γνωστότερο με την ονομασία «Πύργος του Οθέλλου». Είδαμε τα ισχυρότατα Μεσαιωνικά Τείχη της πόλης και τα ερείπια πολλών άλλων μνημείων. Τις ερημωμένες παραλίες και τα συρματοπλέγματα που χωρίζουν το σώμα από τη ψυχή μας!!!
Ο κύριος Ανδρέας Γ. από την Λάρνακα και η κυρία Ανδρούλα Γ. από το Κίτι, αδέρφια, με το χαμόγελο στα χείλη μου ψυθιρίζουν: « Αισθανόμαστε χαρά και λύπη. Φύγαμε το 1960 για Αγγλία. Τώρα όλα είναι παραμελημένα. Τίποτα δεν είναι όπως πριν. Καλύτερα βέβαια να βρεθεί μια λύση».
Και συμπληρώνει ο κύριος Γιώργος: «Είχα πει δεν θα ξανάρθω. Και 120 χρόνια να περάσουν δεν θα έρθω ξανά. Μπορείς όμως, δεν μπορείς. Νιώθω αγανάκτηση, πότε- πότε πονάω πολύ. Τα παιδιά μου μου το έχουνε πει, δεν θέλουνε να έρθουνε ποτέ εδώ».

Ούτε που καταλάβαμε πως φτάσαμε και πάλι πίσω στο οδόφραγμα. Και πάλι ο έλεγχος και πάλι μια πικρία να ελέγχεσαι στο ίδιο σου τον τόπο. Κάποιες φωνές ακούστηκαν «δεν τους την χαρίζουμε», κάποιες επικρότησαν. Κάποια μάτια συνέχιζαν να είναι βουρκωμένα. Δάκρυα στόλιζαν την ελπίδα. Την ελπίδα της επιστροφής! Έτσι λένε και έτσι το έχουν σίγουρο. «Οι περισσότεροι μπορεί να μην ζούνε, μα ο πόθος αυτός ο άσβεστος πόθος είναι μέσα στην καρδιά όλων μας. Στην καρδιά των κατοίκων της Αμμοχώστου!!!»
ΑΠΟΣΤΟΛΕ ΒΑΡΝΑΒΑ, ΚΑΝΕ ΤΗΝ ΕΠΛΙΔΑ ΘΑΥΜΑ!!! ΚΙ ΕΜΕΙΣ… ΘΑ ΠΕΡΠΑΤΗΣΟΥΜΕ ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΣΤΑ ΧΝΑΡΙΑ ΣΟΥ ΠΡΟΣΚΥΝΟΝΤΑΣ ΤΗ ΧΑΡΗ ΣΟΥ!!!
Ευχαριστώ το Σύλλογο Γυναικών Αμμοχώστου στη Λάρνακα, για το υπέροχο ταξίδι και τη φιλοξενία στο προσκύνημά μας στον Απόστολο Βαρνάβα!!! 
Ευχαριστώ όλους όσοι άνοιξαν την καρδιά τους και μοιράστηκαν συναισθήματα και αναμνήσεις στο Οδοιπορικό που καταγράψαμε!!!
"Το μέγα κλέος της Κύπρου, της Οικουμένης τον κήρυκα...
πάντες συνελθόντες σεπτώς οι πιστοί, τον Βαρνάβαν άσμασι στέψωμεν,
πρεσβεύει γαρ Κυρίω, ελεηθήναι τάς ψυχάς ημών".

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2015

Ποιητικη Βραδια - αφιέρωμα στην ποίηση του κύπριου εθνομάρτυρα Ευαγόρα Παλληκαρίδη με το Φωνητικό Σύνολο του Πολιτιστικού Ομίλου «Διάσταση»

Εισηγητής: Παντελής Βουτουρής Τραγούδι: Κώστας Χατζηχριστοδούλου Απαγγελίες: Μάριος Παπαδόπουλος, Ανδρέας Μελέκης Πιάνο: Βάσος Αργυρίδης. Οι ποιητικές βραδιές, μέσα στα πλαίσια του Φεστιβάλ Λάρνακας, δίνουν το ξεχωριστό δικό τους στίγμα, προσφέροντας την ευκαιρία στους φίλους του είδους να αφεθούν στην απόλαυση της λογοτεχνικής πλοκής των ρημάτων του δημιουργού. Ο Δήμος Λάρνακας επέλεξε φέτος να παρουσιάσει το έργο ενός ξεχωριστού ανθρώπου, που το πολύ σύντομο διάβα του από τη ζωή, σφράγισε τα πολιτικο-κοινωνικά δρώμενα, τόσο του στενού χώρου του νησιού μας, όσο και του ευρύτερου Ελληνισμού γενικότερα. Μας προσέφερε με τη θυσία του ό,τι καλύτερο μπορεί να προσφέρει κάποιος στην πατρίδα του. Μάς δώρισε το πρότυπο του νέου, μάς άφησε τον ποιητή, μάς κληροδότησε τον ήρωα. Έγινε με τη θυσία του ο ίδιος τάμα και νάμα για τις επόμενες γενεές ενός ολάκερου Έθνους. Με τα ποιήματά του μας έκανε συγκοινωνούς των εθνικών του ανησυχιών και οραμάτων. Γεννήθηκε στην Τσάδα της Πάφου στις 27 Φεβρουαρίου 1938 και 18 μόλις χρόνια αργότερα συλλαμβάνεται, ως μέλος της νεολαίας της Ε.Ο.Κ.Α. με την κατηγορία ότι συμμετείχε σε πορεία. Αργότερα συλλαμβάνεται εκ νέου με την κατηγορία ότι κατείχε και διακινούσε παράνομα οπλισμό. Δικάζεται σε μια δίκη παρωδία και καταδικάζεται σε απαγχονισμό. Ο ίδιος δηλώνει στο τελευταίο γράμμα του: «Θ’ ακολουθήσω με θάρρος τη μοίρα μου. Ίσως αυτό να ‘ναι το τελευταίο μου γράμμα. Μα πάλι δεν πειράζει. Δεν λυπάμαι για τίποτα. Ας χάσω το καθετί. Μια φορά κανείς πεθαίνει. Θα βαδίσω χαρούμενος στην τελευταία μου κατοικία. Τι σήμερα, τι αύριο; Όλοι πεθαίνουν μια μέρα. Είναι καλό πράγμα να πεθαίνει κανείς για την Ελλάδα. Ώρα 7:30. Η πιο όμορφη μέρα της ζωής μου. Η πιο όμορφη ώρα. Μη ρωτάτε γιατί.»Τα μεσάνυχτα της 13ης προς 14ης Μαρτίου 1957, απαγγέλλοντας τον Εθνικό Ύμνο, ανεβαίνει τα σκαλοπάτια του ικριώματος, η αγχόνη του οποίου σε λίγα λεπτά τον παρέδωσε στην αθανασία.

Τετάρτη 8 Ιουλίου 2015

[Τίτλοι έργων] του Νίκου Πενταρά

Τίτλοι έργων
λογοτεχνικών
θεατρικών
κινηματογραφικών
τίτλοι εφημερίδων
και περιοδικών
τίτλοι τιμής
τίτλοι και υπότιτλοι
στην τρισδιάστατη οθόνη
της μοναξιάς
μα τίτλοι τέλους
πουθενά.

Κυριακή 5 Ιουλίου 2015

Πενήντα παρά μία ανατροπές (απόσπασμα)

Εκείνη τη μέρα

Εκείνη τη μέρα
ο σαλπιγκτής θα καταθέσει τη σάλπιγγά του
ο  πυροσβέστης την αντλία του
η  καλόγρια το ράσο της
ο  πιανίστας τις νότες του
ο  Ρόμπιν Χουντ το τόξο του
ο Ηρακλής το ρόπαλό του
η ξαδέρφη του τα κοτσιδάκια της
ο γιατρός το νυστέρι του
και εγώ τη δεξιά κοιλία της καρδιάς μου.
Εκείνη τη μέρα.

Μόνα Λίζα
(18/12/2005 είδηση από εφημερίδα)

Ωραία, λοιπόν,
οι επιστήμονες αποκρυπτογράφησαν
το αινιγματικό χαμόγελό της:
83% ευτυχία, 9% υπεροψία,
6% φόβος και 2% οργή.
Το δάκρυ της για τον Λεονάρντο
πως δεν το είδαν;

Ελπίδα

Σου είπα
η ελπίδα πεθαίνει
πάντα τελευταία
και εσύ μου είπες
το θέμα είναι
να μην πεθαίνει ποτέ.

Οι κανόνες

Οι κανόνες του παιχνιδιού
είναι οριζόντιοι,
κάθετοι και διαγώνιοι.
Ο έρωτας
είναι όλα τούτα μαζί.
Ίσως, όμως, και κανένα. 

Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ



Πολύ θα το ’θελες να ’σουν ο επόμενος
μα δεν λογάριασες καλά.

Οι λεπτοδείχτες στάζουν αίμα
πού χάθηκαν οι καθαρίστριες
ποιος θ’ απολυμάνει τους τοίχους;
Όλοι κοιτάμε τα ρολόγια στους διάστικτους τοίχους
τις αποξηραμένες κηλίδες στο πάτωμα
λες και χαθήκαν οι φανοί και τα κράνη
λες και χάθηκε διά παντός η φωνή μας.
Δείχνουμε τα ρολόγια και κινούμε τα χείλη
δείχνουμε τις ουρές αναμονής και υψώνουμε τα χέρια.

Πώς βρεθήκαμε στον προθάλαμο
τι γυρεύουμε
πού πήγαν οι προηγούμενοι και χάθηκαν
ποιος ξέρει τι απέγιναν
αν όντως υπάρχουν.

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ / Γαλάζης Λεωνίδας



Λωρίδες ύπνου στα κλαδιά των νευρώνων
Φωνές από τα βάθη των σκοτεινών σπηλιών
Της ύπουλης ελπίδας υποσχέσεις
Ζοφερές εξατμίσεις της λογικής
Στις πολυσύχναστες παροικίες του εγκεφάλου
Τριγμοί στα έγκατα της εντεταλμένης εγκαρτερήσεως
Λαμπάδες και τάματα
Υποκλοπές
Ισολογισμοί
Παραισθήσεις.
Νωπές ουλές
Σκοτάδι του μυαλού
Λωρίδες άγκυρες ανέλπιστες
Στο σαπιοκάραβο των υποδίκων.

ΚΑΓΚΕΛΑ / Γαλάζης Λεωνίδας


Σκύψε και φίλησε τα κάγκελα
Κομψοτεχνήματα μιας εποχής
Οριστικά καταχωρημένης
Στις αμετάκλητες απώλειες
Των ημετέρων δυνάμεων
Των δικών μας ρητορικών επικλήσεων
Σχημάτων λόγου, υπεκφυγών
Αορίστων υποσχέσεων
Επιστολών παραιτήσεως.

Γράψε ξανά τις λέξεις που καίνε κι άσε τα κούφια λόγια για τους εμπόρους
Τους εντολοδόχους της νενομισμένης τάξεως
Τους επαγγελματίες λογογράφους
Τους υμνητές των ερμητικά κλειστών ασκών
Τους κουστωδούς των ανέμων.

[Σε φιλώ] / Πενταράς Νίκος

Σε φιλώ
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
με τη σειρά Βορράς, Νότος, Ανατολή, Δύση
και πάλι απ’ την αρχή
τέσσερις εποχές το χρόνο
σε ταξιδεύω
πάνω σε τέσσερις ρόδες για ευστάθεια
τέθριππο καλοτάξιδο
ν’ αποτυπώνει τις στιγμές σου
σε τετραχρωμία
σου γράφω
κουαρτέτα και για τα τέσσερα είδη εγχόρδων
της συμφωνικής ορχήστρας
βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κόντρα-μπάσο
σου προσφέρω
τα τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία
νερό, αέρα, γη, φωτιά
να φτιάχνεις το δικό σου κόσμο
όχι γιατί είμαι προληπτικός
με τον αριθμό τέσσερα,
αλλά γιατί σε γνοιάζομαι
και θα μπορούσα
για ’σένα
να τετραγωνίσω ακόμα
και τον κύκλο.


Ν.Π. (από την "ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ")

[Εδώ τα γκρεμισμένα σπίτια] του Νίκου Πενταρά

Εδώ τα γκρεμισμένα σπίτια
εκεί το κοιμητήρι των αγαπημένων
και πέρα η θάλασσα
που καθρεφτίζει
τον συρρικνωμένο ουρανό

της αναχώρησης τους
κάτω απ’ τ’ ανέκφραστο βλέμμα
τεράστιων αρχαϊκών αγαλμάτων
μ’ έναν ομφάλιο δολοφόνο καημό
.
 ΑΠΟΥΣΙΑ

Το κοραλλί της φόρεμα

Κρατούσα στα χέρια μου ένα αντίγραφο της καρφίτσας της Ελεονόρας του Τολέδου, δούκισσας της Φλωρεντίας τον 16ο αιώνα. Βέβαια, όταν την αγόραζα απ’ την πινακοθήκη, δεν είχα ιδέα για τη δούκισσα, με συγκινούσε όμως το πορτρέτο με το γιο της Τζιοβάνι που εικονιζόταν να φοράει τη καρφίτσα στο κέντρο του στήθους της. Έπειτα, επρόκειτο για ένα κόσμημα μοναδικής ομορφιάς που ήξερα πως θ’ αγαπούσε η γιαγιά.
Ήταν Απρίλιος, η γιατρός μας είχε ανακοινώσει πως η επιδείνωση και το τέλος ήταν θέμα ημερών. Η γιαγιά βέβαια ζούσε την κάθε στιγμή  με ένα τρόπο που σ’ έκανε να πιστεύεις πως πάντα θα είναι εδώ, πως παρά τις προειδοποιήσεις της γιατρού θα τα κατάφερνε. Περίμενε τον Ιούνιο με μεγάλη αγωνία, θα αποφοιτούσα απ’ το πανεπιστήμιο κι αυτό της έδινε μια τεράστια χαρά, σχεδόν ανεξήγητη. Είχαμε περάσει ένα Πάσχα με πολλές ανησυχίες, μα το πρόσωπο της γιαγιάς μαρτυρούσε ζωή κι αυτό μας έδινε ελπίδα. Καθόμασταν μαζί ένα απόγευμα Κυριακής, όταν μου ζήτησε να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε φόρεμα, για την τελετή του Ιουνίου. Χαμογέλασα με τη χαρά της και έγινε αυτό που ήθελε. Επέλεξε ένα κοραλλί φόρεμα, ίδιο με την πέτρα που έφερε η καρφίτσα. Το δοκίμασε αφού το φέραμε σπίτι, δυσανασχέτησε λίγο για τα μαλλιά της που δεν θα μεγάλωναν μέχρι τότε μιας και είχαν τελειώσει οι χημειοθεραπείες και μετά πήρε με μια ελαφρά δυσανασχέτηση την περούκα της και την τοποθέτησε με προσοχή.  Παρέμεινε στον καθρέφτη να κοιτάζει πόσο όμορφο ήταν αυτό που φορούσε και έγινε τόσο χαρούμενη, τόσο όμορφη. Πήρα την καρφίτσα της Ελεονόρας απ’ το βελούδινο κουτάκι και την τοποθέτησα στο κέντρο του στήθους της γιαγιάς, πήρε μια σειρά λευκές πέρλες και τη βοήθησα με το λαιμό. Η εικόνα είχε πια ολοκληρωθεί και την ικανοποιούσε, φωτίστηκε το πρόσωπό της. Πήραμε το φόρεμα και το τοποθετήσαμε προσεκτικά στο ερμάρι με την καρφίτσα αφημένη στο κέντρο, μιας και είχαμε βρει την τέλεια θέση. Δεν είχε παρά να περιμένει τις μέρες να περάσουν για να ζήσει τη στιγμή που τόσο περίμενε…
Και πράγματι οι μέρες πέρασαν και η γιαγιά πάλευε να είναι μαζί μου, πιάστηκε από εκείνη τη στιγμή για να κάνει τις μερικές μέρες του γιατρού δυο ολόκληρους μήνες. Τρεις μέρες πριν την ορκωμοσία το σώμα της είχε εξαντληθεί και το καταλάβαινε. Μου ψιθύρισε ένα απόγευμα  με απογοήτευση, πως μάλλον θα ήταν δύσκολο να ’ρθει.  Την διέψευσα σχεδόν κλαίγοντας. Το είχαμε καταλάβει και οι δυο… Παραδόθηκε μες στην εξάντληση για τρεις μέρες  και όταν κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να είναι μαζί μου εκείνο το βράδυ, έφυγε ξημερώματα της ίδιας μέρας. Η ψυχή της ταξίδεψε μαζί μου και ντύθηκε με την αγάπη της καρδιάς μου, δεν χρειαζόταν το όμορφο κοραλλί της φόρεμα. Έστεκα μετέωρος εκείνο το βράδυ, παλεύοντας σε δυο κόσμους… σαν το κοραλλί φόρεμα της γιαγιάς, στεκόταν μετέωρο κι αυτό μέσα σ’ ένα ερμάρι γεμάτο με τα αρώματά της. Από τη μια είχε κρύψει μέσα του τόση επιθυμία για μια στιγμή, τόση ελπίδα για ζωή κι απ’ την άλλη ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη θανατικού. Η γιαγιά δεν ήταν εκεί να το φορέσει και εγώ έμελλε να μείνω για πάντα μετέωρος μες στα αρώματα της αγάπης μας, που τώρα πια θα έχανε την αφή της.  Είχα μια ζωή που μόλις ξεκινούσε και μια αγάπη που μόλις πέθανε, όχι γιατί θα έπαυα να την αγαπώ μα γιατί έπρεπε να μάθω ν’ αγαπώ πια χωρίς παραλήπτη… έπρεπε να υπομένω ένα αδειανό κοραλλί φόρεμα χωρίς τα σημάδια της.

[Αν μ’ αγαπάς πολύ]

Αν μ’ αγαπάς πολύ
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα έχεις παρατηρήσει
τα ασυνήθιστα μεγάλα βλέφαρά μου.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα αναγνωρίζεις
το γέλιο μου μέσα σε άλλα χιλιάδες.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα νιώθεις
τι δηλώνουν τα υγρά μου μάτια.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα σιωπάς
όταν βλέπω το ηλιοβασίλεμα.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ξέρεις
πως και τις μέρες που χάνομαι σ’ αγαπώ.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα υπομένεις
τις ώρες που γράφω ακούγοντας Σοπέν στο σκοτάδι.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ανέχεσαι
τις φωτογραφίες σου δίπλα στα πορτρέτα της Κάλλας.
Μα κάτεχε, πως αν σ’ αγαπώ πολύ,
θα είναι εντάξει κι αν τίποτα απ’ αυτά
δεν κάνεις.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ


Ο Στυλλής του Αναστάση ήρτεν που την ξενηδκιά
που λειπεν 25 γρόνια τζιαι τωρά πρώτη βολά .

Ηρτεν πίσω στο χωρκον του τους γονιους του για να δει.
Που γεράσαν στον καμόν του τόσα γρόνια κούκκουφοί.

Παλληκάρκα ως τζιει πάνω τζιαι τα τρία τους τ' αγγόνια
τζιαι που την χαράν οι γέροι σαν να τζιαι νεώσαν γρόνια.

'Ανοιξεν ξανά το σπίτιν με χαράν εμ μπόν γεμάτο
Ούλλον το χωρκόν σιέσταν ,πάνω γειτονιά τζιαι κάτω.

Αμμά ,,,,μόνον που τ'αγγόνια τίποτες εμ μπόν λαλούν
Στα Ρωμαίκα ενι ξέρουν του παππού "Γειά σου “να πούν

Εν καμός τούτος τζιαι πίκρα στ' Αναστάση την καρκιάν
Τον Στυλλήν ομπρός τον βάλλει ,πως ο νούς του εφ φελά.

-Ηντ' αξίζουσιν τα πλούτη ,γιέ μου άμαν ν'αρνηθείς
Την ταυτότηταν ,την γλώσσαν ,πού ' μαθες εσού μιτσής

Τα μωρά στέκουν θωρούν μας ,μηκακόν σαν ναν χαντά
Εν είσιεν γιέ μου σκολείο να τα μάθει ΕΛΛΗΝΙΚΑΑΑΑΑ ;

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΙΘΑΚΗ.


Στα εικοσάχρονα όνειρά μας
βάλαμε φτερά
Να πεταξουν για πιό πράσινους κάμπους
Ν'αντικρύσουν άλλες πατρίδες
Σαν έφθασε ή ώρα
ν,αφήσουμε πίσω μας την Ιθάκη
και μια υπόσχεση για γυρισμό .

Απόμεινε αιώνια να περιμένει εκπλήρωση ,
Μια ζωή αναβολή ,
παρά τον πόθο
και τέλος δεν φαίνεται

Εμείς φτωχοί μετανάστες ,
Να μην ανήκουμε στο πουθενά
Δένδρο μ'αλλού τις ρίζες
κι αλλού τραβάνε τα κλαδιά.
Παρά τα πλούσια ελέη
'τα πληρωμένα με νιάτα
και μια οικογένεια διχασμένη .

Διαφορά ιδεολογίας
που αδιαφορεί
Για το τί πραγματικά
είναι για μας
Η δικιά μας Ιθάκη.




(3το βραβειο ποιησης Γιοχαννεσπερκ 2007 )

Τρία (3) Ποιήματα της Μαρούλλας Πανάγου



ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Η αμαρτία εκεί να επιμένει
Ο πειρασμός
να ζητά την ψυχή μου
κι όμως Κύριε τόσες φορές
με προστάτεψες από μένα
Τώρα η αδυναμία μου
πέφτει στα γόνατα
Σώσε με και τούτη την φορά
Δώσε την δύναμη
και την επιμονή
στο δικό μου όχι .
Σώσε με από εμένα .



Μαύρα μάτια αγαπημένα

Αν θαρρείς ότι σου λείπω
στείλε μου μία σου σκέψη
Θα σου στειλω πρώτος , λέξη
τριαντάφυλλο στον κήπο
Αν θαρρείς ότι σου λείπω
μύνησέ μου να ξανάρθω
τρέχοντας εγώ θε ναρθω
στείλε μου μόνο τον μίτο
Για να μη χάσω τη στράτα
κι άνοιξε ξανά την πόρτα
όλα να γενούν σαν πρώτα
μην μ'αφήνεις μαυρομμάτα
Έρημη η καρδιά μου τώρα
απο τότε που 'χεις φύγει
με την θλίψη να τυλίγει
καθε μου στιγμή και ώρα.
Συνεχίζει η ελπίδα
πως ακόμα μ'αγαπάς
πόσο ακόμα να κρατάς
κι η καρδιά στην καταιγίδα
Πως αντέχουν μακριά μου
μαύρα μάτια αγαπημένα
γύρισε ξανά σε μένα
για να ανοίξει η καρδιά μου .
Η χαρά στο σπιτικό μου
να μπει με τον ερχομό σας
μαυρά μάτια στον καημό σας
έχω χάσει το μυαλό μου .


Στέλνω την καλημέρα μου για να σας ανταμώσει
μαζί με το χαμόγελο λίγη χαρά να δώσει
Σ' όσους πονάνε εύχομαι περαστικό να γίνει
αιώνιος δεν γίνεται ο πόνος για να μείνει
Προσπάθεια χρειάζεται γιαυτό χαμογελάστε
στείλετε πίσω την ευχή όσο μακριά και να' στε
Όταν εβγαίνει απ' την καρδιά δεν θα χαθεί στον δρόμο
τον υπογράφει η ψυχή της καλοσύνης νόμο
Ας τον ακολουθήσουμε χαμένοι δεν θα βγούμε
αγάπη όταν δίνουμε γαλήνη θε να βρούμε
Όση κι αν δίνει η καρδιά πάντοτε περισσεύει
σκορπά το ρόδο ευωδιά δίχως να λιγοστεύει

ΑΠΟΦΑΣΗ


Πριν λίγο ήμουν τα πάντα
τώρα δεν είμαι τίποτα.
Αυτό μου λέει η σιωπή σου
κι η κάθε σιωπηλή στιγμή
μαχαιριά σε ότι πίστεψα.
Η αφέλειά μου τιμωρός
σε αποχαιρετά.
Δεν θα γονατίσω
Θα βρω την δύναμη
όρθια ξανά να με δεις .
Ο πίνακας θα ξαναγίνει
πάλι λευκός
και τα λευκά μου όνειρα
λευκά περιστέρια
στο ίσιο βλέμμα που ατενίζει
την δική μου αλήθεια.