Πέμπτη 2 Ιουλίου 2015

ΠΡΟΘΑΛΑΜΟΣ



Πολύ θα το ’θελες να ’σουν ο επόμενος
μα δεν λογάριασες καλά.

Οι λεπτοδείχτες στάζουν αίμα
πού χάθηκαν οι καθαρίστριες
ποιος θ’ απολυμάνει τους τοίχους;
Όλοι κοιτάμε τα ρολόγια στους διάστικτους τοίχους
τις αποξηραμένες κηλίδες στο πάτωμα
λες και χαθήκαν οι φανοί και τα κράνη
λες και χάθηκε διά παντός η φωνή μας.
Δείχνουμε τα ρολόγια και κινούμε τα χείλη
δείχνουμε τις ουρές αναμονής και υψώνουμε τα χέρια.

Πώς βρεθήκαμε στον προθάλαμο
τι γυρεύουμε
πού πήγαν οι προηγούμενοι και χάθηκαν
ποιος ξέρει τι απέγιναν
αν όντως υπάρχουν.

ΕΓΚΑΡΤΕΡΗΣΗ / Γαλάζης Λεωνίδας



Λωρίδες ύπνου στα κλαδιά των νευρώνων
Φωνές από τα βάθη των σκοτεινών σπηλιών
Της ύπουλης ελπίδας υποσχέσεις
Ζοφερές εξατμίσεις της λογικής
Στις πολυσύχναστες παροικίες του εγκεφάλου
Τριγμοί στα έγκατα της εντεταλμένης εγκαρτερήσεως
Λαμπάδες και τάματα
Υποκλοπές
Ισολογισμοί
Παραισθήσεις.
Νωπές ουλές
Σκοτάδι του μυαλού
Λωρίδες άγκυρες ανέλπιστες
Στο σαπιοκάραβο των υποδίκων.

ΚΑΓΚΕΛΑ / Γαλάζης Λεωνίδας


Σκύψε και φίλησε τα κάγκελα
Κομψοτεχνήματα μιας εποχής
Οριστικά καταχωρημένης
Στις αμετάκλητες απώλειες
Των ημετέρων δυνάμεων
Των δικών μας ρητορικών επικλήσεων
Σχημάτων λόγου, υπεκφυγών
Αορίστων υποσχέσεων
Επιστολών παραιτήσεως.

Γράψε ξανά τις λέξεις που καίνε κι άσε τα κούφια λόγια για τους εμπόρους
Τους εντολοδόχους της νενομισμένης τάξεως
Τους επαγγελματίες λογογράφους
Τους υμνητές των ερμητικά κλειστών ασκών
Τους κουστωδούς των ανέμων.

[Σε φιλώ] / Πενταράς Νίκος

Σε φιλώ
στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα
με τη σειρά Βορράς, Νότος, Ανατολή, Δύση
και πάλι απ’ την αρχή
τέσσερις εποχές το χρόνο
σε ταξιδεύω
πάνω σε τέσσερις ρόδες για ευστάθεια
τέθριππο καλοτάξιδο
ν’ αποτυπώνει τις στιγμές σου
σε τετραχρωμία
σου γράφω
κουαρτέτα και για τα τέσσερα είδη εγχόρδων
της συμφωνικής ορχήστρας
βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κόντρα-μπάσο
σου προσφέρω
τα τέσσερα πρωταρχικά στοιχεία
νερό, αέρα, γη, φωτιά
να φτιάχνεις το δικό σου κόσμο
όχι γιατί είμαι προληπτικός
με τον αριθμό τέσσερα,
αλλά γιατί σε γνοιάζομαι
και θα μπορούσα
για ’σένα
να τετραγωνίσω ακόμα
και τον κύκλο.


Ν.Π. (από την "ΑΡΙΘΜΗΤΙΚΗ ΑΝΑΜΟΝΗΣ")

[Εδώ τα γκρεμισμένα σπίτια] του Νίκου Πενταρά

Εδώ τα γκρεμισμένα σπίτια
εκεί το κοιμητήρι των αγαπημένων
και πέρα η θάλασσα
που καθρεφτίζει
τον συρρικνωμένο ουρανό

της αναχώρησης τους
κάτω απ’ τ’ ανέκφραστο βλέμμα
τεράστιων αρχαϊκών αγαλμάτων
μ’ έναν ομφάλιο δολοφόνο καημό
.
 ΑΠΟΥΣΙΑ

Το κοραλλί της φόρεμα

Κρατούσα στα χέρια μου ένα αντίγραφο της καρφίτσας της Ελεονόρας του Τολέδου, δούκισσας της Φλωρεντίας τον 16ο αιώνα. Βέβαια, όταν την αγόραζα απ’ την πινακοθήκη, δεν είχα ιδέα για τη δούκισσα, με συγκινούσε όμως το πορτρέτο με το γιο της Τζιοβάνι που εικονιζόταν να φοράει τη καρφίτσα στο κέντρο του στήθους της. Έπειτα, επρόκειτο για ένα κόσμημα μοναδικής ομορφιάς που ήξερα πως θ’ αγαπούσε η γιαγιά.
Ήταν Απρίλιος, η γιατρός μας είχε ανακοινώσει πως η επιδείνωση και το τέλος ήταν θέμα ημερών. Η γιαγιά βέβαια ζούσε την κάθε στιγμή  με ένα τρόπο που σ’ έκανε να πιστεύεις πως πάντα θα είναι εδώ, πως παρά τις προειδοποιήσεις της γιατρού θα τα κατάφερνε. Περίμενε τον Ιούνιο με μεγάλη αγωνία, θα αποφοιτούσα απ’ το πανεπιστήμιο κι αυτό της έδινε μια τεράστια χαρά, σχεδόν ανεξήγητη. Είχαμε περάσει ένα Πάσχα με πολλές ανησυχίες, μα το πρόσωπο της γιαγιάς μαρτυρούσε ζωή κι αυτό μας έδινε ελπίδα. Καθόμασταν μαζί ένα απόγευμα Κυριακής, όταν μου ζήτησε να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε φόρεμα, για την τελετή του Ιουνίου. Χαμογέλασα με τη χαρά της και έγινε αυτό που ήθελε. Επέλεξε ένα κοραλλί φόρεμα, ίδιο με την πέτρα που έφερε η καρφίτσα. Το δοκίμασε αφού το φέραμε σπίτι, δυσανασχέτησε λίγο για τα μαλλιά της που δεν θα μεγάλωναν μέχρι τότε μιας και είχαν τελειώσει οι χημειοθεραπείες και μετά πήρε με μια ελαφρά δυσανασχέτηση την περούκα της και την τοποθέτησε με προσοχή.  Παρέμεινε στον καθρέφτη να κοιτάζει πόσο όμορφο ήταν αυτό που φορούσε και έγινε τόσο χαρούμενη, τόσο όμορφη. Πήρα την καρφίτσα της Ελεονόρας απ’ το βελούδινο κουτάκι και την τοποθέτησα στο κέντρο του στήθους της γιαγιάς, πήρε μια σειρά λευκές πέρλες και τη βοήθησα με το λαιμό. Η εικόνα είχε πια ολοκληρωθεί και την ικανοποιούσε, φωτίστηκε το πρόσωπό της. Πήραμε το φόρεμα και το τοποθετήσαμε προσεκτικά στο ερμάρι με την καρφίτσα αφημένη στο κέντρο, μιας και είχαμε βρει την τέλεια θέση. Δεν είχε παρά να περιμένει τις μέρες να περάσουν για να ζήσει τη στιγμή που τόσο περίμενε…
Και πράγματι οι μέρες πέρασαν και η γιαγιά πάλευε να είναι μαζί μου, πιάστηκε από εκείνη τη στιγμή για να κάνει τις μερικές μέρες του γιατρού δυο ολόκληρους μήνες. Τρεις μέρες πριν την ορκωμοσία το σώμα της είχε εξαντληθεί και το καταλάβαινε. Μου ψιθύρισε ένα απόγευμα  με απογοήτευση, πως μάλλον θα ήταν δύσκολο να ’ρθει.  Την διέψευσα σχεδόν κλαίγοντας. Το είχαμε καταλάβει και οι δυο… Παραδόθηκε μες στην εξάντληση για τρεις μέρες  και όταν κατάλαβε πως ήταν αδύνατο να είναι μαζί μου εκείνο το βράδυ, έφυγε ξημερώματα της ίδιας μέρας. Η ψυχή της ταξίδεψε μαζί μου και ντύθηκε με την αγάπη της καρδιάς μου, δεν χρειαζόταν το όμορφο κοραλλί της φόρεμα. Έστεκα μετέωρος εκείνο το βράδυ, παλεύοντας σε δυο κόσμους… σαν το κοραλλί φόρεμα της γιαγιάς, στεκόταν μετέωρο κι αυτό μέσα σ’ ένα ερμάρι γεμάτο με τα αρώματά της. Από τη μια είχε κρύψει μέσα του τόση επιθυμία για μια στιγμή, τόση ελπίδα για ζωή κι απ’ την άλλη ήταν η μεγαλύτερη απόδειξη θανατικού. Η γιαγιά δεν ήταν εκεί να το φορέσει και εγώ έμελλε να μείνω για πάντα μετέωρος μες στα αρώματα της αγάπης μας, που τώρα πια θα έχανε την αφή της.  Είχα μια ζωή που μόλις ξεκινούσε και μια αγάπη που μόλις πέθανε, όχι γιατί θα έπαυα να την αγαπώ μα γιατί έπρεπε να μάθω ν’ αγαπώ πια χωρίς παραλήπτη… έπρεπε να υπομένω ένα αδειανό κοραλλί φόρεμα χωρίς τα σημάδια της.

[Αν μ’ αγαπάς πολύ]

Αν μ’ αγαπάς πολύ
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα έχεις παρατηρήσει
τα ασυνήθιστα μεγάλα βλέφαρά μου.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα αναγνωρίζεις
το γέλιο μου μέσα σε άλλα χιλιάδες.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα νιώθεις
τι δηλώνουν τα υγρά μου μάτια.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα σιωπάς
όταν βλέπω το ηλιοβασίλεμα.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ξέρεις
πως και τις μέρες που χάνομαι σ’ αγαπώ.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα υπομένεις
τις ώρες που γράφω ακούγοντας Σοπέν στο σκοτάδι.
Αν μ’ αγαπάς πολύ, θα ανέχεσαι
τις φωτογραφίες σου δίπλα στα πορτρέτα της Κάλλας.
Μα κάτεχε, πως αν σ’ αγαπώ πολύ,
θα είναι εντάξει κι αν τίποτα απ’ αυτά
δεν κάνεις.

Τρίτη 30 Ιουνίου 2015

ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ


Ο Στυλλής του Αναστάση ήρτεν που την ξενηδκιά
που λειπεν 25 γρόνια τζιαι τωρά πρώτη βολά .

Ηρτεν πίσω στο χωρκον του τους γονιους του για να δει.
Που γεράσαν στον καμόν του τόσα γρόνια κούκκουφοί.

Παλληκάρκα ως τζιει πάνω τζιαι τα τρία τους τ' αγγόνια
τζιαι που την χαράν οι γέροι σαν να τζιαι νεώσαν γρόνια.

'Ανοιξεν ξανά το σπίτιν με χαράν εμ μπόν γεμάτο
Ούλλον το χωρκόν σιέσταν ,πάνω γειτονιά τζιαι κάτω.

Αμμά ,,,,μόνον που τ'αγγόνια τίποτες εμ μπόν λαλούν
Στα Ρωμαίκα ενι ξέρουν του παππού "Γειά σου “να πούν

Εν καμός τούτος τζιαι πίκρα στ' Αναστάση την καρκιάν
Τον Στυλλήν ομπρός τον βάλλει ,πως ο νούς του εφ φελά.

-Ηντ' αξίζουσιν τα πλούτη ,γιέ μου άμαν ν'αρνηθείς
Την ταυτότηταν ,την γλώσσαν ,πού ' μαθες εσού μιτσής

Τα μωρά στέκουν θωρούν μας ,μηκακόν σαν ναν χαντά
Εν είσιεν γιέ μου σκολείο να τα μάθει ΕΛΛΗΝΙΚΑΑΑΑΑ ;

Η ΔΙΚΗ ΜΑΣ ΙΘΑΚΗ.


Στα εικοσάχρονα όνειρά μας
βάλαμε φτερά
Να πεταξουν για πιό πράσινους κάμπους
Ν'αντικρύσουν άλλες πατρίδες
Σαν έφθασε ή ώρα
ν,αφήσουμε πίσω μας την Ιθάκη
και μια υπόσχεση για γυρισμό .

Απόμεινε αιώνια να περιμένει εκπλήρωση ,
Μια ζωή αναβολή ,
παρά τον πόθο
και τέλος δεν φαίνεται

Εμείς φτωχοί μετανάστες ,
Να μην ανήκουμε στο πουθενά
Δένδρο μ'αλλού τις ρίζες
κι αλλού τραβάνε τα κλαδιά.
Παρά τα πλούσια ελέη
'τα πληρωμένα με νιάτα
και μια οικογένεια διχασμένη .

Διαφορά ιδεολογίας
που αδιαφορεί
Για το τί πραγματικά
είναι για μας
Η δικιά μας Ιθάκη.




(3το βραβειο ποιησης Γιοχαννεσπερκ 2007 )

Τρία (3) Ποιήματα της Μαρούλλας Πανάγου



ΠΡΟΣΕΥΧΗ

Η αμαρτία εκεί να επιμένει
Ο πειρασμός
να ζητά την ψυχή μου
κι όμως Κύριε τόσες φορές
με προστάτεψες από μένα
Τώρα η αδυναμία μου
πέφτει στα γόνατα
Σώσε με και τούτη την φορά
Δώσε την δύναμη
και την επιμονή
στο δικό μου όχι .
Σώσε με από εμένα .



Μαύρα μάτια αγαπημένα

Αν θαρρείς ότι σου λείπω
στείλε μου μία σου σκέψη
Θα σου στειλω πρώτος , λέξη
τριαντάφυλλο στον κήπο
Αν θαρρείς ότι σου λείπω
μύνησέ μου να ξανάρθω
τρέχοντας εγώ θε ναρθω
στείλε μου μόνο τον μίτο
Για να μη χάσω τη στράτα
κι άνοιξε ξανά την πόρτα
όλα να γενούν σαν πρώτα
μην μ'αφήνεις μαυρομμάτα
Έρημη η καρδιά μου τώρα
απο τότε που 'χεις φύγει
με την θλίψη να τυλίγει
καθε μου στιγμή και ώρα.
Συνεχίζει η ελπίδα
πως ακόμα μ'αγαπάς
πόσο ακόμα να κρατάς
κι η καρδιά στην καταιγίδα
Πως αντέχουν μακριά μου
μαύρα μάτια αγαπημένα
γύρισε ξανά σε μένα
για να ανοίξει η καρδιά μου .
Η χαρά στο σπιτικό μου
να μπει με τον ερχομό σας
μαυρά μάτια στον καημό σας
έχω χάσει το μυαλό μου .


Στέλνω την καλημέρα μου για να σας ανταμώσει
μαζί με το χαμόγελο λίγη χαρά να δώσει
Σ' όσους πονάνε εύχομαι περαστικό να γίνει
αιώνιος δεν γίνεται ο πόνος για να μείνει
Προσπάθεια χρειάζεται γιαυτό χαμογελάστε
στείλετε πίσω την ευχή όσο μακριά και να' στε
Όταν εβγαίνει απ' την καρδιά δεν θα χαθεί στον δρόμο
τον υπογράφει η ψυχή της καλοσύνης νόμο
Ας τον ακολουθήσουμε χαμένοι δεν θα βγούμε
αγάπη όταν δίνουμε γαλήνη θε να βρούμε
Όση κι αν δίνει η καρδιά πάντοτε περισσεύει
σκορπά το ρόδο ευωδιά δίχως να λιγοστεύει

ΑΠΟΦΑΣΗ


Πριν λίγο ήμουν τα πάντα
τώρα δεν είμαι τίποτα.
Αυτό μου λέει η σιωπή σου
κι η κάθε σιωπηλή στιγμή
μαχαιριά σε ότι πίστεψα.
Η αφέλειά μου τιμωρός
σε αποχαιρετά.
Δεν θα γονατίσω
Θα βρω την δύναμη
όρθια ξανά να με δεις .
Ο πίνακας θα ξαναγίνει
πάλι λευκός
και τα λευκά μου όνειρα
λευκά περιστέρια
στο ίσιο βλέμμα που ατενίζει
την δική μου αλήθεια.

Ποίηση Χαϊκού της Μαρούλλας Πανάγου


Γλυκό τ´όνειρο
ποτέ δεν αλήθεψε
μ 'ακόμα γλυκό.



Πολλά μην λες
να δείχνεις με τα έργα
τις πράξεις σου.

ΤΟ ΦΙΝΑΛΕ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ


Πως το 'κανε η καρδιά
και την αγάπη απαρνήθει;
Ξώφαλτση απεδείχθει
ή πολύ απελπισμένη.
Ανέλπιδη μάτια μου όμως
δεν παίρνει από λόγια '
και συνεχίζει να ξύνει την πληγή
Μουρμουρίζει το “σ'αγαπώ
έστω κι αν δεν τ' ακούς
Μουρμουρίζει το “σ'αγαπώ
κι ο αντίλαλος
το επιστρέφει
'Αγνωστη πιά η διεύθηνση της αγάπης
Καινούργια οδός
απελπισίας

Νούμερο τέλος του δρόμου .

Σάββατο 20 Ιουνίου 2015

[Ο χρόνος δεν με λογάριασε] / Λαμπής Γιάννος

Ο χρόνος δεν με λογάριασε,
με μάσησε και μ’ έφτυσε
κι έφθασα στο τέρμα δίχως να το καταλάβω
μέσα σε μια μόνο νύχτα

οι αναμνήσεις πιο πολλές από τα όνειρα μου
που δεν πρόλαβα και τ’ άφησα πίσω
φυλαγμένα μέσα σε ένα συρτάρι
όσα κι αν γίνουν, όσα ακόμα δεν έγιναν
να θυμάσαι , δεν θα σταματήσω ποτέ να σ’ αγαπώ
σ’ αισθάνομαι να στέκεις εκεί, αόρατη,
να με παρακολουθείς σαν φτιάχνω
τις βαλίτσες για τον επόμενο σταθμό,
δεν σ’ αποχαιρετώ γιατί βιάζομαι, όμως θα σε περιμένω
να έρχεσαι, τα απογεύματα και τις Κυριακές.

Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015

Το αίνιγμα




Σαν έγειρα στη γη να πάρω δύο στίχους
είδα τα κόκαλα τους άσπρα στον ήλιο.
Η σάρκα χαμένη όπως ετάχθη,
μόνο η ψυχή φτερούγιζε στον άνεμο
με της βροχής το άσμα το γνώριμο
πριν ταξιδέψει στο τέλος του Χρόνου
πριν η Εικόνα να ξεθωριάσει
Αντίκρισα το αίνιγμα στο φως
καθ’ομοίωση της αρχαίας πνοής
με συνάντησε ο τρίτος στίχος
στους ήχους της σιωπής τoυ κόσμου.
Ήταν ο μόνος τρόπος να αναληφθώ.



(Αθηνά Τέμβριου, 'Ανάμεσα στους Ήχους')