Σάββατο 17 Ιανουαρίου 2015

Τετάρτη 14 Ιανουαρίου 2015

[Μεσ’το βυθόν της θάλασσας]

Μεσ’το βυθόν της θάλασσας
Να ρτουν να με γυρέψουν
Αν δεν μερώσεις ναρκεσε
Για τ’ότι πάθω ενάν που ‘σεν
Πιον βάλε νουν τσαι σκέφτου
Δεν θα γυρέψουν με παπάν
Πιλέ να ξοθκιαστούσιν
Αν δώσω τούντην αφορμή
Που να το φκάλουν το κορμί
Πνιμένον να τον δούσιν
Τούτη η αιτία εν να φανεί
Τσι’οι ξένοι τσι’ούλλοι οι χωριανοί
Θα την κατηγορούσιν

[Αλεύρι Αυστραλιανό]

Αλεύρι Αυστραλιανό εν τα δικά της στήθοι
Τζιεν μου κοντεύει να τα δω
Τσι’εσιη παφής μ’αρνηχεί
Ορκίζετουν πως μ’αγαπά
Τσι’που εκαταντίχειν
Αν εβρεθεί πλάσμα στη γην
Τ’αστρα να τα μετρήσει
Τότες να το παραδεχτώ
Άλλον να πως θ’αγαπήσει
Να τα ξεχάσει τα καλά
Τσαι μέναν να με αφήκει.

Η αρχή και το τέλος του ανθρώπου / Πόλια Προκόπης

Ό,τι δουλειάν αρκέψουμεν, έσιει αρκήν τζιαι τέλος,
γεννιέσαι έρκεσαι μωρό, στο τέλος είσαι γέρος.
Χωρίς να θέλεις γράφεσαι, μέσα στους γέρους μέλος,
θκιώχνουσε τζιαι που την δουλειά, στο σπίτι σου να πάεις,
τζιαι καρτεράς τη σύνταξη, στο μήνα να την πιάεις.
Αν έσιεις χρήματα πολλά, να κάτσεις να τα φάεις,
γιατί αργά ή γρήγορα, στον Άδην ενα πάεις!

Τρίτη 13 Ιανουαρίου 2015

Σωκράτης Αντωνιάδης : «Ανώνυμη Άνοιξη»

 Ο Δήμος Λάρνακας και η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών Λάρνακας σάς προσκαλούν στην παρουσίαση της ποιητικής συλλογής του
Σωκράτη Αντωνιάδη «Ανώνυμη Άνοιξη»
που θα γίνει την Πέμπτη 15 Ιανουαρίου στις 7:30 μ.μ. στη Στέγη Γραμμάτων & Τεχνών Λάρνακας (Πλατεία Βασιλέως Παύλου)
παρουσιάζει και απαγγέλλει ο Δρ Κώστας Χαραλαμπίδης Αναπληρωτής Καθηγητής ΜΜΕ και Πολιτισμού Πανεπιστημίου Λευκωσίας
την εκδήλωση συντονίζει ο Λούης Περεντός

Δευτέρα 12 Ιανουαρίου 2015

Ηλιοβασίλεμα στη Λάρνακα / Άντρια Γαριβάλδη




Γλύκανε ο ήλιος
κι έπεσε στη Σκάλα ,
στο προσκεφάλι της νυχτιάς
να κοιμηθεί.
Έπεσαν οι σκιές
κι αντάμωσαν
της γης σημάδια...

Στην Αλυκή
οι πελαργοί και τα φλαμίγκο
κούρνιασαν στις καλαμιές,
πίσω απ' τα ροζ νερά που καταλάγιασαν.

Του καταχείμωνου
οι ηλιαχτίδες λιγοστές,
μα στο λυκόφως της καρδιάς
τα φτερουγίσματα,
τρελά λυχνάρια.

Κι ο πορφυρένιος βασιλιάς,
τις φοινικούδες στεφανώνει
βασιλεύοντας,
στη Λάρνακα...

Κάθε Απρίλη / Άντρια Γαριβάλδη




Την άνοιξη
στέλνει ο Θεός το μήνυμα
με το φτερό της χελιδόνας,
πάνω απ' τα σύννεφα της μνήμης,
του παραδείσου τα πουλιά καλώντας
στης Πασχαλιάς το πανηγύρι.
Την άνοιξη,
μεθάει η αυγή με τις ανταύγειες των κυμάτων
των πελώριων αναδύσεων
της Αφροδίτης,
δίπλα στην Πέτρα του Ρωμιού ,
τα βοτσαλάκια γλύφοντας μηχανικά.

Την άνοιξη,
του πεύκου τ' άρωμα αναβλύζει έντονο
κι η αγάπη ψήνεται
στου Τρόοδους τον κόρφο,
και δένει μες στο τρίχωμα του αγρινού
που δε γερνά,
μόνο γεννιέται...

κάθε Απρίλη.

Γράμμα στα εγκλωβισμένα αδέρφια / Άντρια Γαριβάλδη



Αδέρφια, μακρινά, αδικοπονεμένα,
στης Κύπρου την καρδιά
φυλακισμένα,
εγκλωβισμένα...
Εδώ,
πίσω απ' το συρματόπλεγμα...
με τις σκιές των στοιχειωμένων των σπιτιών
της Αμμοχώστου κουβεντιάζουμε,
καθώς βουβά απλώνονται
πάνω στα ήρεμα νερά της ύποπτης ανατολής.

Μονόλογος ακούγεται,
θαρρείς μας ξέχασαν,
φοβόμαστε να τα κοιτάξουμε.

Κι εσείς αδέρφια, πέρα στο Καρπάσι
με φόβο κλείνετε τα μάτια
κάθε βράδυ,
ελεύθερα να περπατήσετε στους κάμπους
δεν μπορείτε.
Σκληρό κι ασήκωτο στην πλάτη σας το βάρος,
άδικη κι απροσπέραστη η απομόνωση
που γέννησ' η σκλαβιά.

Μοιράστηκαν τα σώματά μας,
διαμελιστήκαμε.
Το 'να μας χέρι στο Ριζοκάρπασο ,
τ' άλλο στη Λεμεσό
με το 'να πόδι σεργιανίζουμε
στους έρημους δρόμους
του σκλαβωμένου χωριού,
με τ' άλλο κυνηγάμε το ψωμί στη Λευκωσία.

Το 'να μας μάτι προσπαθεί ν' αγκαλιάσει
τα βορινά ακρογιάλια της πατρίδας,
από τους Σόλους ως στη Σαλαμίνα
και τ' άλλο παλεύει
ν' αναγνωρίσει τους δικούς μας,
όσοι απέμειναν.

Σε τούτο το γράμμα
που φέρνει το περιστέρι
θα βρείτε λόγια πού 'γιναν τραγούδια,
τα καρδιοχτύπια μας,
ζεστό ένα δάκρυ κι ένα φιλί.

Κι εσείς,
μες στο δικό σας γράμμα,
μην ξεχνάτε,
στείλτε ζεστό τον πόνο σας,
του παραθύρου σας τη θέα,
τη γεύση του καλοκαιριού,
τη μυρωδιά του διψασμένου χώματος,
την ανυπόμονη πνοή
τ' όμορφου Αυγουστιάτικου πρωινού.

Στείλτε μας ένα γιασεμί
απ' την αυλή μας,
του γνώριμου μονοπατιού,
ένα φίλημα
και κλείστε μέσα στη φωνή σας
του κύματος τον ψίθυρο
και την ανάσα σας.

Ένα αγριολούλουδο της Παναγιάς
αποθυμήσαμε-
το σπίτι μας μια ζωγραφιά απέμεινε-
τη γη μας, το σχολειό, τον ελαιώνα,
τη χρυσορόδινη αμμουδιά
που της Κερύνειας τ' ακρογιάλι αγκάλιαζε
πέρα ως πέρα,
ως τον Απόστολο Ανδρέα .

Αδέρφια,
την αλφαβήτα στείλτε μας
με μια ελπίδα,
όπως την ξέραμε παλιά, ανόθευτη,
και της αγάπης το μαντήλι
σ' ένα κόκκινο σταυρό δεμένο.

Της Κύπρου την καρδιά,
φυλακισμένη, εγκλωβισμένη,
εσείς -ακοίμητοι φρουροί, ακρίτες-
φυλάξτε τη με θέρμη...
και στείλτε την
στης λευτεριάς την αγκαλιά.

Εκεί,
καλή αντάμωση
αδέρφια μας να δούμε!

Μέρα κατοχής / Άντρια Γαριβάλδη



Είκοσι Ιούλη , μέρα φοβερή,
άδοξη ώρα που 'γινες χολή,
κλεμμένη εικόνα, σπασμένο γυαλί,
κόσμος ακόμα σκληρός σαν καρφί.

Είκοσι Ιούλη, μέρα τρομερή
μισή ψυχή, μισή φωλιά η γη,
δίχως τον άντρα, χαμένο παιδί,
είκοσι πίκρες θωρείς σκυθρωπή.

Σφίγγεις στα χέρια την τόση ντροπή,
άδεια γωνιά, μισή καρδιά κι αυτή
σε ξένους δρόμους πλανιέσαι σκυφτή,
σέρνεις θυσίες κι αιμορραγείς.

Πέτα τη ματωμένη σου ποδιά,
χρωστάς λίγο αέρα στα πουλιά,
μια φούχτα χώμα στα μικρά παιδιά,
τα χείλη ας φωνάξουν λευτεριά.

Νησί / Άντρια Γαριβάλδη



Ήσουν απλό, μοναχικό νησί,
σαν περιστέρι του Μαγιού
που πρώτη του φορά
άνοιγε τα φτερά στο πέλαγο,
στέλνοντας ήχους και ζωής παλμούς
στης Μεσογείου τις αγκάλες.
Εκεί βρίσκεσαι ακόμα
φύλλο χρυσοπράσινο,
στης θάλασσας την κόχη,
κάθε καντούνι κι ένα μήνυμα,
κάθε γωνιά σου θησαυρός προγόνων.

Σε τούτο δω το στίγμα του αιώνα
βαριά χτυπά ο βοριάς την πόρτα σου και πάλιo
τώρα τ' αηδόνια έχουνε σωπάσει
κι οι σπίνοι χώθηκαν στα πεύκα τρομαγμένοι.

Στη Σαλαμίνα,
ψυχή δε βρίσκεται καμιά,
ο Δίας μόνος βασιλεύει,
τ' αγάλματα αφουγκράζονται
απόμακρες κουβέντες λυτρωμού του Ευαγόρα .
Πέτρινα μάτια
καρφωμένα στον ορίζοντα,
κάποιο καράβι
της γαλάζιας μάνας περιμένουν,
καινούργια χρώματα να φέρει
στις άχρωμες φιγούρες τους,
και τις κραυγές του 'Aδη να μερέψει.

Προσμένει η πράσινη κοιλάδα
του Μόρφου
με τις κατάφορτες πορτοκαλιές
όπως τις ξέραμε παλιά,
χωρίς τη γεύση του καπνού
και τη μαυρίλα πού 'σπειραν οι βόμβες
πεισμώνουνε τα δέντρα μας μη μαραθούν,
να μην αφήσουν ξένο χέρι να τα κλέψει.
Απορημένοι οι Σόλοι ονειρεύονται
στο θέατρο να ζήσει η Μήδεια και πάλι.

Διψάει ο χρυσαφένιος κάμπος της Μεσσαριάς
για ένα φθινόπωρο πιο δροσερό,
την όμορφη πατροπαράδοτη ποδιά
οι κόρες να κεντήσουν.

Και η Κερύνεια , το προπύργι του βορρά,
δόξες παλιές της νοσταλγεί
τα χρόνια που 'φυγαν μοιρολογώντας,
της προσφυγιάς τα δάκρυα μαζεύοντας
απ' τις πλαγιές του γέρικου βουνού
που σιωπηλά κυλούν και σμίγουν με το κύμα
γύρω από το κάστρο.

Αδημονεί απόμαχος ο γέροντας
μην τη στερνή πνοή αφήσει πριν την ώρα του,
με τη ματιά κρεμάμενη στον Πενταδάκτυλο.

Ποιες άλλες θυσίες ζητά η ατέλειωτη τούτη νύχτα;

Λαχταρούν μαυροντυμένες οι κυράδες
στην πονεμένη αγκαλιά τους να σφαλίσουν
τα παλικάρια τους ξανά.
Και το μικρό το προσφυγόπουλο ορκίζεται,
απ' την ορμή της ιστορίας φλογισμένο,
τα χώματα και πάλι να πατήσει
τα ποτισμένα
με τον καυτό ιδρώτα των παππούδων.

Είναι η Κύπρος,
που χρόνια τώρα θρηνεί
τη μοίρα των αδικημένωνo
σκύβει, σκοντάφτει, γονατίζει
μπροστά στο σιδερένιο σκαλοπάτι των εθνών,
βογγάει σέρνοντας τα μολυσμένα χρόνια,
βοήθεια, βοήθεια κράζει...
αίμα η βροχή
στη γη των Αχαιών.

Θεοί των πατέρων μεριμνείτε,
το άγιο τούτο χώμα λυπηθείτε,
τ' αδέλφια μας ποτέ μη λησμονείτε,
είναι λαός περήφανος και περιμένει,
είναι...
της Αφροδίτης το νησί!

Κυπριένια / Άντρια Γαριβάλδη




Κόρη θλιμμένη
με τ' ανέκφραστο χαμόγελο,
κόρη της Αφροδίτης
χαμηλοβλεπούσα,
με τα μακριά πλοκάμια των μαλλιών,
τα γαλανόξανθα,
που δέρνουνε το πέλαγο
και στεφανώνουν τ' ονειρένιο πρόσωπό σου
Αροδαφνούσα.
Κόρη με το σφιχτό παλμό
και τη γλυκιά μορφή τ' αγγέλου,
μοιάζει αβάσταχτος
στο λήθαργο ο πόνος σου,
χλωμή εικόνα Παναγιάς
κερένια.

Κρατήσου
λαβωμένη καλλονή
μην απελπίζεσαι
και τα παιδιά σου
θα γυρίσουν πάλι,

έρχεται ο γιος του ήλιου
να σε βρει
να σου χαρίσει τα κλειδιά
της λευτεριάς,
τα ζαφειρένια...

Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

[Θεέ μου καταξίωσμε]

Θεέ μου καταξίωσμε,
μιαν νύχταν στο χαλίν της,
μόνο με φως του φεγγαρκού,
τζι” έναν σεντόνιν τ’αρμαρκού,
να τζιοιμηθώ μαζί της.

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

ΤΖΙΥΠΡΟΣ ΜΟΥ ΦΚΙΟΡΟΝ ΜΟΥ



Τζιύπρος μου, φκιόρον μου,
είσαι μες την καρκιάν μου
όπου τζι΄αν πάω τζιαί γυρνώ
είσαι στα σωθικά μου

Είσαι δκιαμάντι πάν΄στη γή
είσαι χρυσός τζιαί λάδι
τζιαί ούλλοι αζουλεύκουν σου
τζιαί τα καλά παινεύκουν σου
εχουν΄σε για καμάρι

Τζιύπρος μου, πονεμένη μου
φκιόρον της Μεσογείου
κανεί σε πκιόν να κουβαλάς
σταυρόν του μαρτυρίου.

Τζιύπρος μου, χρυσαφένη μου
με τα καλά παιδκιά σου
είσαι του κόσμου ομορκιά
της αδρωπιάς παρηορκά
βασίλισσα τζιαί φως μου

ΚΥΡ ΠΡΟΕΔΡΕ


Καθενας με τον πονο του
Και εγω με τον δικο μου
Τζιε σ’αρωτω κυρ προεδρε
Εν να παω στο χωρκομου?
Ο νεος γρονος εμπηκε
Τζιε τωρα καρτερουμε
Για τες συνομηλιες σας
Να δουμε τζιε εμεις που πατουμε !
Τζιε τωρα εγιανες ατζιαπας σου
Ναβρης τζιε την ληση?
Οξα παλε απο την αρχη
Εν να μας κοσιηνιζεις !!
Τζιε σημμερα να πας ποδα τζιε παλε εξοτερικα
Να τρεξεις που δυση ως ανατολη
Ταχαμου να τα ξεπλεξεις
,, εγιω θελω απαντηση κυριε
Τζιε θελω να το ξερω γιατι εγιω εγερασα
Τζιε δεν μπορω αλλον να περιμενω
Για τουτο θελω απαντηση
Με διχα αντηρρησεις να μου το πεις
Ξηκουτσουλλα μεν μου το ποειρησης
Θελω στο ριζοκαρπασο τζιε εγιω
Τζιε ο καθενας μας θελουμε τα χωρκα μας
Τζιε ουλλα πισω τα θελουμε με τα περιουσιακα μας
Γιαλουσα Λιοναρισσο Βαρωσι τζιε του Μορφου
Τζιερυνεια πενταδαχτυλο Πελλαπαις
Τζιε Καραβα τζιε αγιον Ιλαριων
Τουτα ουλα τα χωρκα τζιε ακομα αλλα τοσα
Που τον τζιερο που φυαμε ουλλα εγεριμωσα
Τζιε τα χωρκα μας καρτερου πισω για να στραφουμε
Σαραντα γρονια εν πολλα ειναι γεριμωμενα
Θελουση πισω να στραφουν στα σπιδκια τους ο κοσμος
Τζιε αναρωτιουμε τωρα αν θα δουν ξανα
Μετα απο τοσα γρονια αραγε πισω θα στραφουν
Ξανα τα χεληδωνια ?
Ποττε σου προσφηγα δεν καταλαβες
Ποττε σου τι τραβαει ουτε ποττε σου τι θα πει
Εσσω σου σαν θελεις να παεις
Θ’αθελα να σουν προσφηγας τζιε εσου για να τα χασης
Να χασης οσα χασαμε ετσι μονο θα καταλαβης
Να εχαννες τζιε εσου σπιδκια περιουσια
Τζιε να εθωρουν αν σ’αρεσκε νασιης φωδκια εις την ουσια
Συγνωμη που σου τα λαλω ετσι ομα τζιε ντοπρα
Μα ειχατο με την καρδκια τζιε εκατσα τζιε σου τοπα!!

Ο ΞΕΡΟΤΖΙΕΦΑΛΟΣ


Πιλέ μ ' ακόμα που τ 'αυκόν εσούνι εμ μπόν έβκεις
πουπανοτζιέφαλα τον νούν τζιαι τον χαμόν γυρεύκεις.

Αυτίν εβ βάλλεις κανενού τζι' η ξεροτζιεφαλή σου ,
ότι σου πει ακρώννεσαι τζι εν εδρώνει το φτίσ σου.

Εν ' εστιμιάζεις τους γονιούς που θέλουν το καλό σσου
τρέσιεις τους φίλους ταπισόν πον 'ναν ο ξιλιμμός σου ..

Μα τούτη στράτα πού πιασες του κάκου στράτα ένι
Εσιει στην υστερκά κρεμμόν που στο χαμόν σε παίρνει.

Να με σσε κουκκουφώ λαλείς με δίχα ένοιαν νάσαι
μα μαν ακρώνεσαι γονιού παραγωνιάς τζιοιμάσαι