Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014

Επαρχία / Τεύκρος Ανθίας




Εδώ στην Επαρχία, δεν είναι λόγος
ν’ αυτοχτονήσουμε, «δόξα τω Θεώ»!
Γελούμε πλούσια, κλαίμε όσο μπορούμε,
και τίποτα δεν βλέπουμε στραβό.

Όλα στη θέση τους, κι αν τα θωρούνε
ανάποδα –ως συνήθως– μερικοί,
δεν έχει σημασία· τα πάντα δείχνουν
πως ζούμε μια ζωήν αρμονική.

Περνά ο βαθύς στη σκέψη γείτονάς μου,
τον χαιρετώ, με γλυκοχαιρετά.
Λέμε κι οι δυο «τι βλάκας!», κι ο καθένας
το δρόμο του σαν τραίνο περπατά.

Πεθαίνει! Του σκαρώνω ένα λογύδριο,
που δάκρυα προκαλεί, κι εγώ γελώ.
Γιατί να μη γελάσω; Για ένα βλάκα...
γνωρίζω πως σε ηλίθιους μιλώ.

Άλλος προβάλλει αντίκρυ μου –ένας νάνος–
και (τερψικάρδιο!*) παίζουμε γροθιές.
Γελάει το πόπολο*, σκάζω από τα γέλια,
και γύρω «συγκλονίζονται» οι καρδιές.

Ρόλο παλιάτσου παίζουμε, και κλόουν
ολόγυρά μας χάχανα σκορπούν.
Τι θα κοιτάξεις; Τα δράματα, που πίσω
στα παρασκήνια «κάθαρση» ζητούν;

Ας τη ζητούν! Μας φτάνει που γελούμε
–έστω πικρά– στη μικρή μας Επαρχία.
Το καθετί στη θέση του, κι ανάποδα!
Αυτό είν’ η πιο μεγάλη ανησυχία.

Το σαλιγκάρι / Νικολάου Θεοδόσης



Από το σπίτι μου πέταξα τα πάντα
Όσα στην ευτυχή έκβαση του ταξιδιού μου δεν συμβάλλουν
Κι από το σώμα μου κράτησα τη γύμνωσή μου μόνο.

Αυτά που λέγονται για μας μην τα πιστεύεις
Πως μας καίγουν κι εμείς τραγουδούμε 
Κι όλα τα άλλα τα ψευδή και τα εμπαθή.
Κατάκτησα το ύψος μου πολεμώντας νύχτα και μέρα
Κατάκτησα το ύψος μου μετρώντας τη διαδρομή μου
Με το μέγεθός μου.
Γιατί βέβαια θα το ξέρεις 
Πως ο δικός σας κόσμος είναι το σκοτάδι
Και πρέπει να είναι κανείς πολύ προσεκτικός
Σ’ όλες του τις κινήσεις
Ενώ η περιπέτεια η δική μου μια συνεχής αποταμίευση φωτός.

Κι όμως όση προσοχή και σύνεση κι αν καταβάλλω 
Έκθετο είμαι σ’ όλους τους κινδύνους
Και τίποτα άλλο δεν προβάλλω
Παρά την ελικοειδή σιωπή μου κι αναμένω
Μέσα στο χέρι το μεγάλο του Θεού.
Η φτέρνα σου βέβαια γνωρίζει 
Τον άδειο ήχο της εύθραυστης βασιλείας μου.

Μνήμη / Νικολάου Θεοδόσης


Όταν ήμαστε παιδιά μάς έλεγαν πως πρέπει να σιωπούμε
Για να μπορούν ν’ ακούονται οι μεγάλοι
Που συζητούν για υποθέσεις σοβαρές.

Μας έλεγαν να μη μιλούμε στο τηλέφωνο
Γιατί δεν είναι το τηλέφωνο παιχνίδι για παιδιά· 
Είναι κι αυτό αναγκαίο για τους μεγάλους
Και μάλιστα για πράγματα ουσιώδη.

Και άλλα πολλά μας έλεγαν
Που εστένευαν την απεραντοσύνη του κόσμου.
Ο λυγμός κατέβαζε τα βλέφαρα βαριά 
Ενώ ο ύπνος στέγνωνε στο μάγουλο μια βούλα από δάκρυα.

Μιλήσαμε τέλος στο τηλέφωνο όταν μάθαμε τα περί ήχου·
Ότι δηλαδή ο ουρανός είναι μια άλλη θάλασσα
Με κύματα που σπάζουν ή που σβήνουν κι αυτά στην ακοή.
Μιλήσαμε όταν στην άλλη άκρη της γραμμής 
Δεν μπορούσε να είναι ούτε ο λύκος
Ούτε η αρκούδα, ούτε ο πρίγκιπας
Ούτε ο Αϊ-Βασίλης με το μυροβόλο ραβδί
Και τα περδίκια αγαπημένα με τα λευκά περιστέρια
Να σμίγουν τους κελαηδισμούς τους.

Τώρα που μάθαμε τι λέγουν οι μεγάλοι
Αφού γίναμε κι εμείς μεγάλοι πια,
Καταλάβαμε ακόμα και γιατί δεν μπορεί ο κόσμος
Να ησυχάσει μια στιγμή.
Και είναι τώρα πράγματι η ώρα για να κλαις 
Αν δεν έχουν αδειάσει οι πηγές των δακρύων από τότε.

Έκθεση ζωγραφικής / Νικολάου Θεοδόσης


Οι επισκέπτες τριγυρίζουν μες στην αίθουσα·
Βλέπουν στους τοίχους τις εικόνες
Συνομιλούν και σχολιάζουν.

«Ο τεχνίτης πρέπει να δίνει σάρκα και οστά στα οράματά του·
Από τα έργα απουσιάζει παντελώς η φρίκη του θανάτου. 
Τι θέση έχουν τα πουλιά, τα δέντρα, τα τοπία αυτά τα ειδυλλιακά
Την ώρα που η βία ωμή περνά και μας καταπατά;»

Μα όταν το βράδι σβήσει τα φώτα ο φύλακας
Και στερεώσει το μοχλό στην πόρτα
Ανοίγουν το ράμφος τα πουλιά 
Και η άδεια αίθουσα αντηχεί από ένα κλάμα
Σα να μοιρολογούν όλα μαζί την Αντριανόπολη.
Κι ακόμα όταν σηκώνεται ο άνεμος τη νύχτα
Την αίθουσα αυτή δεν αγνοεί. Πνέει
Και σείει τα φύλλα των δέντρων στις εικόνες. 
Ένας στεναγμός ακούεται μέσα στους τέσσερις τοίχους
Ίδιος με τον θρήνο της Εκάβης
Που μαζί με τις άλλες Τρωαδίτισσες ζητούσαν
Μέσα στη λεηλατημένη Τροία τα παιδιά τους.


Φαίνεται πως δεν έχει σημασία το τι αλλά το πώς.

Η εργασία του ποιητή / Νικολάου Θεοδόσης


Όταν επιτέλους κλείσουν τα μάτια των αγγέλων
Και οι φλόγες της ρομφαίας  κοιμηθούν
Ο ποιητής που σ’ όλο τούτο το διάστημα αγρυπνά
Ντύνεται τη στολή του κλέφτη.
Δρασκελά το κατώφλι
Και επιδίδεται στο δυσχερές
Και ανόσιο έργο του.
Επιστρέφει όμως
Την όραση έχοντας εμπλουτισμένη
Από το σχήμα και το χρώμα των πραγμάτων.
Ευδαίμων μέσα στην άβυσσο της αγνωσίας του
Χαμογελά
Καθώς μια καλή οικοδέσποινα
Που στιλβώνε ένα χάλκινο σκεύος.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Τραγουδώ το νησί μου / Πιερίδης Θεοδόσης

Τραγουδώ, τραγουδώ το νησί μου,
πού ναι τόσο μικρο για να μπόρει,
πού ναι τόσο μικρο για να μπόρει
σαν πουλί να χωρέσει στη χούφτα μου.

Που `ναι τόσο μεγάλο να μπόρει
να χωρά την ακέρια ανθρωπότητα
όπως κλείνει μια μόνη σταγόνα
τον πλατύν ωκεανό που την γέννησε.

Τραγουδώ, τραγουδώ τους ανθρώπους,
του νησιού μου -και `κείνους που πέρασαν,
κι ολοτρόγυρα ανθίζουν τα χνάρια τους
και `κεινούς όπου σήμερα οδεύουνε
στην σκληρήν ανηφόρα -και `κείνους
που θε να `ρθουν να πούνε βροντόφωνο,
που θε να `ρθουν να πούνε βροντόφωνο
της χαράς, της χαράς το τραγούδι.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `ρθουν.
Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `χουν
για θροφή στα πνευμόνια τους, λεύτερο
τον πλατύν ουρανό μας -που θα `χουν
όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο, όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο,
όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο σαν αφέντες να το δρασκελίσουν.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `χουνε
κάθε χρόνο πολύ να θερίσουν
μες στ’ αλώνια πολύ να χορέψουνε
και πολύ τη χαρά τους βροντόφωνα
και πολύ τη χαρά τους βροντόφωνα
να την πούνε, να την τραγουδήσουν.
Πώς θ’ αστράφτει στ’ αλώνια ο χιλιόδιπλος
ο χορός -πώς θ’ αστράφτουν τα μάτια.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Πώς θ’ αστράφτουν τα γέλια ξεδίπλωτα
σα σημαίες νικητήριες στον ήλιο!
Πώς θ’ αστράφτετε κι’ όλες ξεδίπλωτες
μουσικές του νησιού μου -Αυγορίτισσα,
Ακαθιώτισσα, Παραλιμνίτισσα,
Καρπασίτισσα, Λευκονοικιάτισσα,
και Πεγιώτισσα εσύ και Παφίτικη
-ω, γλυκά του νησιού μου, πιστρόφια!

Κυπραία φωνή `μαι και δε χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τα περβόλια και ο Xρυσός Kύκλος (απόσπασμα)


Τις Κυριακές, μας αρέσει
να πηγαίνουμε περίπατο πάνω στα τείχη της Αμμοχώστου.

Ωραία είναι και τα περβόλια, μόνο που πέφτουν κάπως μακριά
 από τη θάλασσα.
Την ακούς, την οσμίζεσαι, μα δεν τήνε βλέπεις. 
Βλέπεις τους ανεμόμυλους να της στέλλουνε χαιρετίσματα με τις πολλές
 απαλάμες τους
βλέπεις τα κυπαρίσσια να τεντώνονται, τα μέτωπά τους να γιομίζουν
 χαμόγελο
σαν μπορέσουν να την αντικρίσουν από μακριά
μα εκείνην, την ίδια τη θάλασσα, δεν τήνε βλέπεις.

Στα περβόλια περνούμε τις καθημερινές μας. 
Περνούμε μαζί με τους ανεμόμυλους, με τα κυπαρίσσια,
με τις αμέτρητες αδερφούλες μας τις πορτοκαλιές,
ζυμώνουμε το χώμα για να γίνει ψωμί
ζυμώνουμε την ψυχή μας για να γίνει μια ηρεμία χαρούμενη
ζυμώνουμε τη ζωή μας για να μπορέσει να γίνει 
ένας κύκλος κλειστός, ένας Κύκλος Χρυσός,
ένας αυτάρκης κόσμος μέσα στον κόσμο.

Εδώ ξεκουράζεται η μητέρα από ένα ταξίδι εβδομηντάχρονο.
Κουράστηκε μέσα στους τόσους ανέμους
μα ξέρει να χαμογελά –ξέρει να κάθεται 
στον ίσκιο της κληματαριάς
ανάμεσα στα σπουργίτια και τα εγγονάκια της
καθώς μπρατσέρα που ’φτασε στο λιμάνι.

Παρασκευή 28 Νοεμβρίου 2014

Μεταμέλεια / Κρανιδιώτης Νίκος



Αυτή την κουρασμένη μεταμέλεια
μην την αφήνεις άλλο, αλόγιστα
ν’ αναστατώνει τη μικρή σου ύπαρξη.

Δυνάμωσε τη θαρραλέα σκέψη σου,
και κράτησε ζωηρή την πρώτη ανάμνηση
της τρυφερής αγάπης που δοκίμασες,
και που σε βασανίζει τόσο σήμερα.

Έτσι είναι η ζωή μας: Ευμετάβολη!
Κάποιες στιγμές όμως βαθαίνουν μέσα μας,
χαράζουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους,
και μάταια προσπαθούμε να τις σβήσουμε.

Χαιρεκράτης Αντιφώντος Σαλαμίνιος / Κρανιδιώτης Νίκος



Κάθε πρωί σηκώνω αυτή την πλάκα…
Ψάχνω τις ρόδινες φλέβες της,
αγγίζω τον απαλό κυματισμό της…

«Χαιρεκράτης Αντιφώντος Σαλαμίνιος».

Πιο κάτω,
λίγα σπασμένα βάζα,
υδρίες και αμφορίσκοι*
κι ασήμαντα ίχνη οστών…

Ύστερα, ο υγρός νότιος άνεμος
να σβουρίζει* τα χώματα
και να σφυρίζει στα κοιλώματα της πέτρας…

Ένα συνηθισμένο φθινοπωρινό πρωινό
στη βυθισμένη μες στην άμμο Σαλαμίνα…

Πέρα, ο ήλιος ανεβαίνει ατάραχος,
κι οι λιγοστοί διαβάτες
πορεύονται ανύποπτοι
στο ερειπωμένο αρχαίο κοιμητήριο,
σηκώνοντας τη μοίρα εκατόν αιώνων…





* υδρίες και αμφορίσκοι: αρχαία πήλινα δοχεία, στάμνες

* σβουρίζω: περιστρέφω σα σβούρα

Τετάρτη 26 Νοεμβρίου 2014

Των Ειλώτων / Κωνσταντινίδης Στέφανος



Όσο και να απελπιζόμαστε
οι Είλωτες δεν είπαν ακόμη
την τελευταία τους λέξη.
Και το ξέρουν αυτό οι Σπαρτιάτες!
Όσο και να απελπιζόμαστε
ο Σπάρτακος δεν είπε ακόμη
την τελευταία του λέξη.
Και το ξέρουν αυτό οι Ρωμαίοι!

ΗΤΟΥ ΠΟΥΛΙ


Ητουν πουλλι τζιε πετισε
Που τοτες η χαρα μου
Π’ουφυα που το σπιτι μου
Τζιε πηα πολλα μακρα του
Εφυα που το καρπασι μου
Που ητουν η χαρα μου
Που τ’αγαπουσα τζιηχατο
Βαθκια μες την καρδκια
Εισιε σιηλιαες ομορκιες
Το λατρευτο χωρκο μου
Μα εγιω ποττε εν το ξεχνω
Χωρο το στ’ονειρο μου
Ποττε μου εν εξιχασα
Τες τοσες ομορκιες του
Μες την καρδκια μου τες κρατω
Σαν τζιε ειναι ο θυσαυρος μου
Τζιε εχωτο πομεσα μου
Ριζοκαρπασο μου ν’αρτω
Για την καρδκια μου π’ουφηκα
Τζιε ναρτω να την πιασω
Εφηκα πησω μου ψυσιη
Παρεα με την καρδκια μου
Τζιε ν’αρτω ως τη στερνη μου την πνοη
Μετα μου να τα παρω
Να τα αφηκω πισω μου εν κριμα τα ευλοημενα
Καρδκια ψυσιη τζιε το κορμη
Να μηνουν χωρισμενα
Στον αλλο κοσμο να δκιαβω
Κορμη χωρις ψυσιη καρδια
Ηντα να πω του πλαστη μου
Στην αλλη κοινωνια ?
Ξερωτο πως στα σιουρα
Εδω να μου συχωρηση
Για την αγαπη πουφηκα
Τζιε εν θα με ρωτηση
Μα λλιο απο το χωμα σου
Καρπασι μου να πιασω
Τζιε αν πεθανω μακρυα
Να τεμπησιασω τα παιδκια
Στον ταφο μου να το βαλου !!!

ΦΩΤΙΕΣ


Γύρω ανάβουνε φωτιές,
Στο κάθε πέρασμα σου,
Οι φλόγες έρχονται θαρρώ,
Απ΄την καυτή ματιά σου,
Κι΄εγώ να καίγομαι χωρίς,
Καρδιά μου ν΄αντιδράσω,
Μ΄αρέσει και αποζητώ,
Την φλόγα να δαμάσω,
Μες΄απ΄τις στάχτες μάτια μου,
Θα γεννηθή η αγάπη,
Αυτή που νοιώθουμε κι΄οι δυό,
Που ειν της ζωής τ΄αλάτι,
Κι΄αν δεν μπορέσω αγάπη μου,
Την φλόγα να σου σβύσω,
Τα χείλη σου αχόρταγα,
Θάρθω και θα τρυγήσω,
Να δυναμώσει πιό πολύ,
Και νάρθει να θεριέψει,
Η πυρκαγιά μες το κορμί,
Καρδιές για να μαγέψει.

ΠΟΘΟΣ


Μια λίμνη οράματα του στελνε η σκέψη
και κείνος τα ένοιωθε
και κυνηγούσε στο παρθένο δάσος
της επιθυμιάς της.
Κρυμένος στην σιωπή του .
Να στείνει τα δόκανα
προσμένοντας το θύραμά του
Κι άνοιγε τους κρουνούς της
προσμονής
που την παράσερναν
εκεί που δεν υπάρχει γυρισμός
Εκεί που τελειωνε η αντισταση
Καθισμένη στα μάτια του
μεθούσε στην ανάσα του
κι ανεβαινε μες στον δικό του ουρανό
όμοια τω ομοίω τα θέλω
πόθος τον πόθο
να ξεδιψάει στην έρημο της όασής του

Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Επιστημονική Ημερίδα 1974-2014 40 Χρόνια Ἐπαναπατρισμοῦ Πολιτιστικῆς Κληρονομιᾶς τῆς Κύπρου


Σάββατο, 29 Νοεμβρίου 2014 στην Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών

Συνδιοργανωτές: Τμήμα Νομικής Πανεπιστημίου Κύπρου, Εταιρεία Κυπριακών Σπουδών, Κυπριακή Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών



Μὲ τὴν ὑποστήριξη τῶν Πολιτιστικῶν Ὑπηρεσιῶν τοῦ Ὑπουργείου Παιδείας καὶ Πολιτισμοῦ