Τρίτη 18 Νοεμβρίου 2014

Εύκλος (περί του αρχαίου ποιητή)

Κύπριος χρησμολόγος ποιητής που "προφήτεψε" σε στίχους του τη γέννηση του Ομήρου στη Σαλαμίνα της Κύπρου. Η γέννησή του τοποθετείται σε μεταγενέστερα από τον Όμηρο χρόνια. 

Μοναδική ίσως πηγή  για τον Εύκλο είναι ο Παυσανίας, ο οποίος αναφέρεται σ΄αυτόν στα «Φωκικά» του («Φωκικά» 12, 11.)
Μιλάει για τους ποιητές που έγραψαν χρησμούς και γράφει «Άνδρες που άφησαν χρησμούς, λένε πως υπήρξαν ο Κύπριος Εύκλους, οι Αθηναίοι Μουσαίος, γιος του Αντιοφήμου, και Λύκος, γιος του Πανδιόνα, και από τη Βοιωτία ο Βάκις, άνθρωπος που κατεχόταν από νύμφες. Όλων των άλλων , εκτός του Λύκου, τους χρησμούς τους διάβασα».

Πότε έζησε πάντως και τι έγραψε παραμένει ένα μεγάλο πρόβλημα, καθώς κινείται ανάμεσα στον μύθο και την ιστορία.

ΧΡΗΣΜΟΣ (προφητεία για την γέννηση του Ομήρου)

Και τότ ' εν ειναλίη Κύπρω μέγας έσσετ ' αοιδός,
ον τε Θεμιστώ τέξει επ ' αγρού δία γυναικών
νόσφι πολυκτεάνοιο πολύκλειτον Σαλαμίνος
Κύπρον δε προλιπών διερός θ ' υπό κύμασιν αρθείς,
Ελλάδος ευρυχώρου μούνος κακά πρώτος αείσας

έσσεται αθάνατος και αγήραος ήματα πάντα.


(απόδοση στη Νεοελληνική) 



Και τότε ένας μεγάλος 
θα γεννηθή τραγουδιστής και δοξασμένος
στην Κύπρο τη θαλασσινή
που η θεμιστώ, 
στις διαλεχτές η διαλεχτή, 
θα΄χη βλαστό. 
Βλαστό που γεννημένος 
σ΄ άγονο αγρό μοναχικό 
μακρυά απ΄ τις ευφορίες της Σαλαμίνας,
την Κύπρο πίσω του θ΄ αφήση 
κι΄ απάνω από τα κύματα
για τη μεγάλη Ελλάδα θ ακινήση 
της μοίρας της τα μαύρα νήματα
πρώτος αυτός θα τραγουδήση. 
Τραγούδι θείο που θα τον κα΄νη 
να μην γεράση όταν γερνά, 
να μην πεθαίνη όταν πεθάνη. 



Ανθολογία Κυπριακής Ποιήσεως: Κ. Μόντη και Α.Χριστοφίδη

[Κι ΄ απ΄ την αγάπη της μ΄αυτόν

Κι ΄ απ΄ την αγάπη της μ΄αυτόν, τέρατα ]
στον κόσμο μας γεννήθηκαν, το γένος της Γοργόνας,
που κατοικά τ΄ απόκρημνο νησί της Σαρπηδόνας
μέσ΄ στο βαθύστροφο ωκεανό. 

**

Ανόητος όποιος σκότωσε μονάχα τον πατέρα
κι΄ άφησε  τα παιδιά

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

[Στα παραμύθια τα δέντρα μιλούν] / Τουμαζή Έλενα – Ρεμπελίνα

στη Μαρια Κοσσιφιδου

Στα παραμύθια τα δέντρα μιλούν
περπατούν
απλώνουν τα χέρια.
Οι ενήλικες γελούν τρυφερά
με τις φαντασιώσεις των παιδιών
που είναι απαραίτητες ,λεν,
για τη συναισθηματική τους ωρίμανση.
Όμως προχθές
που μ΄ αγάπησες
για μια στιγμή,
καθώς περπατούσα ήσυχα στο δρόμο
ένα δέντρο φυτεμένο στο πεζοδρόμιο έσκυψε
και μου ψιθύρισε ένα κατακόκκινο τραγούδι.
Τα λεπτά χωρισμένα σα φτερά φύλλα του έπαιζαν φυσαρμόνικα.
Ένα παιδάκι με το τόπι στο χέρι
μου έριξε μια γρήγορη ματιά από την απέναντι αυλή.
Με μια ενστικτώδη κίνηση άρπαξα το νόημα.
Είναι τα παιδιά
που γελούν μαζί μας...

Τριήμερο Συνέδριο για την Ήπειρο στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Μια συνάντηση φιλολόγων, ιστορικών, νομικών, λογοτεχνών, μουσικών. Διοργάνωση Νεοελληνικό Σπουδαστήριο Πετρώνδα.....27-29 Νοε 2014


"Βιβλίο Παρουσίαση: Ναρκοσυλλέκτρια". 10 Δεκεμβρίου 2014 της Ευφροσύνης Μαντά- Λαζάρου


ΧΤΥΠΗΜΑΤΑ ΣΤΗΝ ΠΟΡΤΑ (μικρό απόσπασμα) /Πυλιώτης Αχιλλέας

Αν δεν έπνιγαν τούτο τ΄ όνειρο 
αν δεν το σκότωναν 
με τις βάρβαρες αρβύλες τους, 
τότε θα΄ χε σίγουρα ένα όμορφο τέλος, 
τότε το τέλος του θα΄ ταν ένα χαρμόσυνο μύνημα 
κι ελπίδα του ασπίδα κι υπόσχεση 
για σήμερα, γι΄ αύριο, για πάντα. 


.........


Πόσο μου έμεινε να χτυπήσω την πόρτα;
και να, πάλι ο δρόμος μου κόπηκε:
τον έφραξε μια κόκκινη γραμμή. 


Κυριακή 16 Νοεμβρίου 2014

Η μοναξιά της Καλυψώς / Κώστας Καλοτάρης


Και χθες το βράδυ η Καλυψώ
καθώς φούντωνε η φλόγα της στο τζάκι,
μετά το δείπνο τ’ αχλάδια και τα μήλα
κάθισε στον φιλντισένιο θρόνο της
και με το χτένι να κτενίζει τα μαλλιά τ’ ανέμου
μου είπε:
«Τόσα χρόνια τον Ποσειδώνα πολεμάς για την Ιθάκη,
ένα ξερότοπο γεμάτο παλιές έχθρες.
Ποιος να θυμάται τον αλλοτινό βασιλιά
και ποιος θα ρθεί για να τον ανταμώσει στο λιμάνι».
Κι’ ήταν τα λόγια της ζεστά όπως η φλόγα του τζακιού
μεθυστικά σαν βάλσαμο μες στο κρασί·
όμως αναστέναξα βαριά κι’ αρνήθηκα το δώρο των θεών,
παράξενα στ’ αφτιά μου αντήχησε η φωνή μου.
Αύριο κινώ για την Ιθάκη·
καράβι καλοτάξιδο θα φτιάξω
με τις χοντρές νησιώτικες οξιές
και για πανιά τα πλουμιστά λινά,
και στο νησί θα φθάσω μετά από θυσία στους θεούς.
Τι να την κάνει ο άνθρωπος την αφθαρσία
όταν η νοσταλγία μαραίνει τον νου και την ψυχή του.
Τι να την κάνει η Καλυψώ την αφθαρσία
όταν στα ευρύχωρα παλάτια της κρατεί θνητούς ανθρώπους
φάρμακο και βάλσαμο για τη μοναξιά της.
                                                




Στο μικρό μου δωμάτιο / Κώστας Καλοτάρης

 Στο μικρό μου δωμάτιο το ραδιόφωνο βάφει
         πορφυρά το ξύλινο παρκέ.
         Στον τοίχο ένα τραπέζι
         στα νώτα μου η μοναδική καρέκλα
Ραδιοφ.  I am the mister lonely.
         Έξω το παράθυρο ανοίγει σε κήπο
         όπως τον φαντάζεται το βλέμμα,
         μες στου φωταγωγού τη γκρίζα αιθάλη·
         κι’ η φοινικιά στη γωνιά του δωματίου διαγράφει
         πράσινα κλαριά δαντελλωτά σε υπερβολές
         με μάτια παγονιού διακοσμημένα.
Ραδιοφ.   And the vision that was planted in my brain, still remains.
         Σ’ αυτούς που φεύγουν σ’ άλλα δωμάτια, Λονδίνια,
         για ταξίδια που τα κάνουν για μονάχα μια φορά
         μ’ ένα νόμισμα στα δόντια σφηνωμένο·
         δίπλα τους οι κούπες με το στάρι
         και καρποί λωτών Αιγυπτιακών,
         σ’ αυτούς που αναμένουν τις αναστάσεις των πουλιών·
         σαν πεταλούδες τα χρώματα διαλέγουν,
         ψυχές άστρων βραδινών.
         Κι’ εγώ μες στο σκοτάδι τα μερίδια του φωτός μοιράζω
         σε χώρες μακρινές, όπου το άρμα του πυρός δε φτάνει,
         του Φαέθοντα το πιο μικρό παιδί.
         Ιπποτρόφος βλοσυρός.

ΕΝ ΜΕΣΩ ΚΑΤΑΙΓΙΔΑΣ


΄Αραγε φοβάσαι εκεί κάτω απ΄το χώμα
τούτο το ξέσπασμα της φύσης
ή μόνο τον άνθρωπο φοβήθηκες
και στη ζωή σου και στο θάνατο;

ΣΤΗ ΛΙΜΝΗ ΑΠΟΥΣΙΑ




Θα πρέπει ίσως να πεθάνουμε
μήπως και μάθουμε να ζούμε
μήπως και πάρουμε μια φέτα φεγγαριού
και σαν καρπούζι την  αφήσουμε να λιώσει
μες στο κρυμμένο καλοκαίρι μας
Πόσες φορές; ρωτάω
Είναι άραγε η μία αρκετή
ή μήπως ανεπίδεκτοι μαθήσεως
συχνά θα ταξιδέψουμε στη λίμνη Απουσία
κι εκεί ένας βαρκάρης
τον οβολό του χρέους μας θα πάρει
καθώς αδιάκοπα η σκέψη μας θα κλαίει

για  χρόνια ανεκπλήρωτα ;

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2014

Τάσος Μάρκου

Λάρνακα 25 Μαίου 2012 και ώρα 3:15 μμ

Του Τάσου Μάρκου η φωνή
της Λευτεριάς τραγούδι.
Ο ήρωας μέσα στα βουνά
το αίμα ανασαίνει.
Ψυχή, μορφή και κραδασμός
της Κύπρου παλληκάρι.
Μορφή μέσ΄ το αιώνιο
Εσύ το κυπαρίσσι
Ανθοί μέσ΄ το ουράνιο
το Φάληρο, Ακταίο
και της γεννιάς σου ο καημός
το φως κι η μνήμη ένα.

Περήφανος η ήρωας
κι η τάξη της ζωής.
Του Αυξεντίου η ζωγραφιά
του Τάσου Μάρκου εικόνα,
καθώς το δίδυμο μυρτιάς
η δόξα των θεών.
Βωμός, βωμοί ηρωισμού
κι ο θρύλος παραμύθι.



Έπισήμανση του Δχστή του Ιστολογίου: Ο Τάσος Μάρκου υπήρξε στρατιωτικός και υπερασπίστηκε την πατρίδα του την Κύπρο με θάρρος και αυταπάρνηση κατά την τουρκική εισβολή του 1974.

Ο Ντικρής



Εις στην πόλην εμ μπου πήα
τζι έμπλασα του Αθανάση
φίλος μου παλιός, που γρόνια
τα αγνάρκα του χα χάσει

Με εκάλεσεν να πάμε
για φαΐν τζιαι να τα πούμεν
τζιαι με τούν την ευκαιρίαν
τα παλιά ν'αθθυμηθούμεν

κάτσαμεν εις το τραπέζι
τζιαι φωνάζει νού μιτσί
“έλα φέρ'μας την ζιβάνα
καμνε γλήορα Ντικρή

Εφερέν μας την ζηβάνα
, εφερεν τζιαι ποτιρούδκια
τζι' Ο Ντικρής θέλει να πάιξει
εξω με τα κοπελλούδκια

“Της στετές σου να τανίσεις
να μας φέρει το φαΐ
τζ ύστερις μπορεί να πάεις
στο παιξίμιν ρε Ντικρή

Μα σαν τρώαμεν με έτρων
μια μεάλη απορία '
πόθεν τ'όνομα του δώκαν
τζι ήθελα την ιστορία

Τζιαι λαλεί μου ο Αθανάσης
“ακου φίλε μου Κωστή
Πέψαμεν έξω την κόρη
Μισιη μου να μορφωθεί

Να ανοίξει τα γκαβά της
τζιαι να ποιάσει το ΝΤΙΓΚΡΊ
Μά αντίς για το πτυχείο
έφερεν μας τον μιτσή.

ΛΕΙΠΕΙΣ..... / Ροτσίδου Φιλιώ

Νιώθω άρρωστη...
άλλη μια μέρα δεν λέει να περάσει μακριά σου...
Όλα μου φταίνε, 
όλα με ενοχλούν 
θέλω τα μάτια μου να κλείσω
να μην βλέπω κανένα...
Πονάω παντού, 
νιώθω μουδιασμένη, άδεια χωρίς εσένα....
Το σώμαμου υπολειτουργεί
λες και είμαι χρόνια σε κώμα 
και δεν λέω να ξυπνήσω...
Υπάρχει κάτι άλλο;
Μόνο σκοτάδι, γιατί όλα περιστρέφονται 
γύρω από σένα....
Δυο λέξεις:  λύπη- μου λείπεις-...
Τίποτα.....

ΜΟΝΑΞΙΑ



Κουβέντιαζες συνεχώς, με τον σκέτο στο στόμα, για μακρινά της ζωής σου.
Έχουν παράξενη όψη – ξωτικές μαρτυρίες- κείνα μακρινά. Πιο οικεία.
Μελετούσες το πένθος των άλλων.
Την δική σου χρόνια λύπη έκρυβες  πίσω από τα λουλούδια του βάζου.
Άνοιγες προσεκτικά μ΄ ένα χρυσό κλειδάκι
τη μνήμη με τις φωτογραφίες,  να ψάξεις αυτούς που ξέχασες.
Αυτούς που σε ξέχασαν
«Δεν μπορώ» μου είπες.
«Δεν μπορώ, μ΄ αυτό τον τρόπο»
Σου απάντησα αμέσως:

«Το χώμα για να΄ ναι χώμα πρέπει να σκεπάζει ρίζες και πτώματα»