Τρίτη 23 Σεπτεμβρίου 2014

ΑΝΙΑ

Τα πρόσωπα 
αυτά τ΄ απελπιστικά καλούπια
ιστορούν τη ζωή μας. 

Πάνω απ΄ τα καμπαναριά 
πλανάται η απόγνωση 
τα χέρια μου
τα δέκα μου δάκτυλα
διαγράφονται 
πάνω από τα σιωπηλά κωδωνοστάσια. 

Ο δρόμος
πλημμυρίζει χρυσάφι
καθώς χαμογελάς.
Ποιος χρυσικός 
κάπνισε μ΄ ασήμι και μάλαμα
τα φύλλα του βασιλικού δένδρου;

Εδώ μέσα 
ζευγάρωσεν η παγωνιά με την ανία

Θα ρθή το καλοκαίρι
Θα ρθή η μέρα
θα ρθή το πλοίο 
ακριβώς το καταμεσήμερο.
Σα θρίαμβος αρχαίου Καίσαρα
μεγάλε αδελφέ
θα με στεφανώσης
μέσα στο καταμεσήμερο. 

ΑΔΙΑΦΟΡΙΑ

Ενόσω γεύομαι 
την ουσία της ζωής
θ΄ αποδημώ 
καθώς φωτεινή λιτανεία 
με κόκκινα πανιά 
με θορύβους 
και μουσική 
σμίγει το άσπρο μεσημέρι. 
Η θάλασσα
γεμίει μυρωδιά και χρώμα 
μέσα στο μεσημέρι. 

Θα πορεύωμαι 
μ΄ ένα λεπτό 
επίχρυσο φύλλο 
εφαρμοστό στο πρόσωπό μου
αδιόρατα. 

Σ΄ ΕΝΑ ΑΓΩΝΙΣΤΗ

Η μορφή του 
λάμπρυνε το απόγευμα 
μαί με το Κυπραίικο κρασί 
στ΄ αμέριμνα ποτήρια. 

Τώρα 
η χαμένη μουσική του 
πλέει ανάμεσά μας
σα μαύρη γαλέρα
με κάτι σα σκιές
δίπλα στα χάλκινά της ξάρτια. 

Τώρα 
η θερισμένη νεότης
μόνη καθρεφτίζεται 
μέσ΄ στην πικρία των στίχων 
που ζητούσε. 

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2014

[Υπάρχει ένας άγνωστος Ήλιος] / Ανδρέου Ανδρέας

Υπάρχει ένας άγνωστος Ήλιος,
μέσ΄στο θάνατο, ένας ασυμβίβστος Ήλιος
πιο πέρα απ΄ τη ζωή. Υπάρχει 
παντού ένα φως.

Θα μπορούσα / Ανδρέου Ανδρέας

Θα μπορούσα να μην ερχόμουν. 
Κι όμως το διακύβευσα.
Θα μπορούσα να πεθάνω.
Κι όμως δεν το επιχειρώ.

ΤΖΙΑΙ ΑΓΙΟΝ ΚΟΛΑΖΕΙ


Ούλες τες χάρες στο κορμίν, έδωκεν της η φύση,
μα όμως το εδήλωσεν,
κανέναν εν αγάπησεν,
τζι’ούτε θα αγαπήσει,

Στα καλλιστεία σίουρα, πιάννει την πρώτην θέση!
Εν θα πεις κάπου υστερεί,
γιατ’εν ψηλή τζιαι λιερή,
με δαχτυλίδιν μέση!

Έσιει δκυο μμάδκια μελισσιά, δκυο φρύδκια σαν καμάρες,
τζιαι έναν διν τόσον γλυτζιήν,
που πράγματι με το σατσιήν,
εν πάνω της οι χάρες.

Πράγματι μέλιν ζάχαρις, το διν της εγιώ βρίσκω!
Άμα μου ρίξει μιαν μαδκιάν,
πιον εν διώ ούτε παδκιάν,
ακίνητος μεινίσκω.

Αδύναμος γινήσκουμαι, στην φλόγαν της μμαδκιάς της!
Να φύω πιον εν δύνουμαι,
τζιαι ώσπου πάω γίνουμαι,
σκλάβος της ομορκιάς της.

Άμαν δικλείσω να την δω, τζιαι του αγγέλου μοιάζει,
πραγματικά μαγεύκουμαι,
τζι’αρκέφκω πιον τζιαι σκέφκουμαι,
τζιαι άγιον κολάζει.

Με έτσι διν, τζι’έτσι κορμίν, ούλον φωδκιάν τζιαι λάβα,
από τον νου μο’ πέρασεν,
μια τέθκοια εν να κόλασεν,

τότες τον άϊ Σάββα.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2014

Παρασκευή 19 Σεπτεμβρίου 2014

Μαρτυρία / Λυκαύγης Άνθος

Πικρή γενιά με τ’ άδικο της γης σταυρό στον ώμο
της Ρωμιοσύνης τον στενό πικροδιαβαίνεις δρόμο.
[...]
Θαλασσοφίλητή μου γη ματόβρεχτη πατρίδα
στο ’να σου χέρι θάνατο και στ’ άλλο την ελπίδα.
[...]
Ελιόκλωνο κι αγιόκλημα στης θάλασσας την άκρη
μετράς τον πόθο με όνειρο, το χρόνο με το δάκρυ.
[...]
Κι αυτό το χώμα που άνθιζε χαμόγελα στο φως σου
ανέμοι το σκορπίσανε λυγμό στο πρόσωπό σου.
[...]
Στα χείλη τους τ’ αγέλαστα, στο δυνατό τους χέρι
γυαλίζει της στερνής οργής το δίκοπο μαχαίρι.

Αντίσταση / Λυκαύγης Άνθος

Δεν έχει ο κάμπος μας νερό τις ρίζες να κρατήσει
κορμιά ζητάει και στεναγμούς σαν το δέντρο ν’ ανθίσει
τα παλληκάρια στο χορό και πίσω δε γυρίζουν
στου τραγουδιού τους την οργή χίλια σπαθιά τροχίζουν


Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει


Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει

Όλα τ’ αστέρια να χαθούν κι η γη να σκοτεινιάσει
τη μια η καρδιά στην Τηλλυριά την άλλη στο Καρπάσι


Μάνα χτυπάει μέσα στο φως μάνα χτυπάει η οργή μας
μάνα ο λυγμός μας κεραυνός και μια βροντή η κραυγή μας
φωτιά που καίει μες την πληγή και να η ματιά αντρειώνει

Μ’ ένα σπαθί μετράει τη γη μετρά και δεν τελειώνει

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΟΥΣΟΥΝ ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ ΤΟΥΣ

Πόφκης μέσ΄  στ΄  απριλλόμαρτα στου κάμπου το λιβάιν 
πόλα- σέλα εβλάην 
τζ΄ έμεινεν του σημάιν. 

Τα πυχτοπρασινόχορτα, τα όμορφα λουλλούδκια
γινήκασιλ λουβούδκια
τζ΄ έν τους παν τα τραούδκια.

Επήαν εξεράνασιν τζ΄ ετζείνα τζ΄ οι αθοί τους, 
ανόστησεν τζ΄ η γη τους, 
πούσουγ καλλίτερή τους. 

ΕΘΕΛΑ

Έθελα νάμουν σύγκολλα, αππέξω του χωρκού, 
έναβ βουνόν, ψηλόβ βουνόν, γυρόγ γυρόχ χωράφκια,
για νάρκουνται  να φένρουσιν τ΄ ασπρόμαλλα κουπάδκια,
οι κακομάζαλ΄ οι βοσιοί μέσ΄ στου καλοτζαιρκού

τες νύχτες, το ξημέρωμαν, στο φως του φεγγαρκού, 
για να γροικώ τα κλάματα των αίγιων, των κουέλλων, 
τον άχτυπον  των κουουνιών, βασμόν των καμπανέλλων, 
ν΄ ακούω το γλυκόφωνον πιδκιάβλιν του βοσκού. 

ΕΙΜΑΙ


Είμ’αγράμματος κουλούτζιην,
έθ θωρώ τα δκυο μου νύσια,
τζι’ εις την γην σαν το σκουλούτζιην,
πασπατεύκω ίσια – ίσια.

Είμαι όπως μια κουζούλα,
είμαι γέρημος ποούλα,
πον έσιει ποτζιεί τζιαι τζιει,
εις τον κόσμον παραπάνω,
τζι’η δουλειά μου βοσιητζιή.

Τζιαι βοσκός εν να πεθάνω,
γιατ’ ο τζιύρης μ’ ο φτωχός,

άφηκεν με δίχα φως.

Έ αδρωπε

Έ αδρωπε πού μάσιεσε ν' αρπάξεις να στιβάσεις
τηγ γην να κάμεις μάλισ σου, τογ κόσμον ν' αγκαλιάσεις

σαν έρκεσαι χαρέφκεσαι τογ κόσμον εν να φάεις
'μμά πάλε πίσω νηστικός σαν ήρτες εν να πάεις.

Τρεις εν οι μέρες σου πού ζιείς στήγ γην τζιαί βασιλέφκεις
τήμ μιάμ μωρόν, στές δκυό 'σαι νιός, στες τρεις γερνάς τζιαί φέφκεις.

Με βασιλιάς κρατίζει σε στήγ γήμ με δκιακονίτης.
Σήμερον  είσαι  ζωντανός, άβριον μακαρίτης.

Γιατί τα θέλεις τα πολλά τζιαί τυραννιέσαι 'κόμα
αφού 'ν να μείνουν γέρημα τζι' εσού μια φούχτα χώμαν

τζιαί τυραννιέσαι τζι' εν έσιεις με νεπαμόν με πνάσμαν;
Ο άδρωπος εν τρώ τήγ γην, ή γη τρώει το πλάσμαν.

Τζι' όσα τζι' αν κάμεις άδρωπε στήγ γην τζι' όσα κερτίσεις
μητά σου εν τζιαί παίρνεις τα, δαπάνω 'ν να τ΄ αφίσεις.

Να λυούν να στάσσουν, να 'σκοπούν μες του βορκά τι ρέμαν
γιατ' εν τζι' εν άλλον τίποτε παρά φκιασμένον ψέμαν.

Ψέμαν τζι' εσού πας τούν τήγ γην, τζιαί ψέμαν τζι' οι δουλειές σου
σαν τα φτερά στον άνεμον μαθκιούν, σκορπούν τζιαί ρέσσουν.

Έτσι να πεις, ως πών πωρνόν, μεν μείνεις να νυκτώσει
γιατ' υστέρα 'ν αδύνατον για σέν να ξημερώσει.

Εν πού την ώραν πόρκεσαι ως τον τζιαιρόν πού φέφκεις
θωρείς πού πεθανίσκουσιν τζιαί πάλ' έσ' ομ πιστέφκεις;

Τζιαί μάσιεσαι, σκοτώννεσαι, τζιεί χάλασε δά κτίσε
μα στάθης τζιαί καμιάφ φοράν τζιαί σκέφτηκες ποιος είσαι;

Σάν έναφ φύλλον του δέντρου πού σιέται όπως πρέπει
τζι' άξιππα ππέφτει πας στήγ γην τζιαί λλίον λλίον σέπει.

Έτσι τζιαί σέν τον ίδιον εψ ψέφτιτζ' ή ζωή σου
έρκεσαι, φέφκεις, χάννεσαι τζι' ούτε στήγ γήμ πώς ήσουν.

Τετάρτη 17 Σεπτεμβρίου 2014

ΓIA TO XAMO TOY AΛEΞH* / Γερμασοίτης Βάσος




Εχάθηκες Αλέξη μας,
έκοψες την κλωστήν σου,
εχάσαμεν τ’ αστεία σου,
το λέεισ σου, το πεισ σου.

Έχασεν ούλλον το χωρκόν
έναν γερόν βλαστάριν,
έναν λεβέντην, δουλευτήν,
άξιον παλληκάριν.

Εχάσασ σε οι παρέες σου
οι φίλοι τζι οι γνωστοί σου,
εχάσασ σε οι κουμπάροι σου,
τ’ αδέρρκια σου, οι γονιοί σου

Εχάσασ σε οι γειτόνοι σου
οι κόρες σου π’ αγάπας,
ο γιος σου, η γεναίκα σου
τζι οι στράτες που περπάτας.

Εχάσαν οι επιβάτες σου
τον ταχτικόν τους φίλον,
τ’ άψυχον τ’ αυτοκίνητον,
έχασέσ σε τζιαι τζείνον.

Έτσ’ άξιππα τζι ανόρπιστα
έσβυσες εποσπάστης,
χωρίς ορπίαν νά’ χωμεν
μιτά μας να ξανάρτης.

Τζι απόν πολλύς ο πόνος μας
για τον χαμόν σου Αλέξη,
ούλλοι μας εβοβώσαμεν
τζι επκιάσεμ μας η σκέψι.

Γιατ’ είσουν νέος τζι άξιος
τζι έπρεπέσ σου να ζήσης,
γιατ’ είσσιες γαίμαν τζιαι ζωήν
να δράσης να βουρήσης.

Τζιοιμού σαν ετζιοιμήθηκες,
νεπαύκου σαν τζιοιμάσαι,
τζι ώσπου λαχτούμεν στουν την γην,
στην έννιαμ μας εν νά’σαι.


Εγράφτηκεν μες τις 12 τ’ Απρίλη, 1959.

*Tο 1959 μετά από ένα  δυστύχημα, ο νεαρός συγχωριανός του  Βάσου Γερμασοίδη Aλέξης Nικολάου χάνει τη ζωή του σε πετρελαιοδεξαμενή στη Λάρνακα. Ο γείτονάς του Βάσος Γερμασοΐτης, συγκινημένος από το τραγικό γεγονός, έγραψε στη μνήμη του Αλέξη το παραπάνω ποίημα

ΠΑΝΤΑ ΦΤΩΧΟΣ / Γερμασοίτης Βάσος



Λαώννεται, σκοτώννεται που την δουλειάν
ο μαύρος ο Γιωρκάτζης νύχταν μέραν,
σιτάριν του, πατάταν του ως την ελιά,
να τα γιωρκήσει τζι εν τα βκάλλει πέρα.

Στις αίγιες, στο ζευκάριν μισταρκούς πολλούς,
τζι ακόμα μάχουνται τζαι τα παιδκιά του.
Θωρείς τον λοαρκάζεις τον που τους καλούς,
μ’ αν ρωτήσεις, έν’ κρουσμένη καρκιά του.

Έν’ πεντακόσιες οι λιρούες που γρωστεί!
Εν’ χωραττάς; αμάνταν βρίσκει το κορμίν του;
Μακάρι μέσα στα ριάλια να χωστεί,
Εν ι - ξοβλά ποττέ του στην ζωήν του!

Τζαι να’ σιει τζαι τον έμπορον, κάθε βολάν
πο’ ν’ νά’ ρτει μες την πόλην, να τον κάμνει
δκυο ππαραδκιών. Χωρκάτη, ττόππουζε, βρακά,
να του φωνάζει, βίρα να τον λάμνει.

Τζαι τζείνος με το «κύριε» τζι «αφεντικόν»
τζι όπου τον δει να φκάλλει το σκουφίν του.
Του κόσμου το αθάνατον που το χωρκόν
να του φέρει, δίχα την βουλήν του.

Ο μαύρος ο Γιωρκάτζης εν θωρεί τ’ ομπρός.
| Στην υστερκάν το μάλιν του πουλιέται,
εν’ καταδικασμένος πάντα να’ ν’ φτωχός

τζαι ττόππουζος, χωρκάτης να λοέται.