Πέμπτη 24 Ιουλίου 2014

Λούνα Παρκ / Κεφάλα Ελένη


εδώ οι άνθρωποι περιφέροντ’ αδιάκοπα
τραβούν κομμάτια της ζωής τους σε χειραποσκευές
κι έχουν το βλέμμ΄ αυτών που δεν ψάχνουν τίποτα
σα μια ταινία που επαναλαμβάνετ’ αδιάλειπτα
με μονταρισμένα τα πλάνα
με μονταρισμένα τα πρόσωπα
και γύρω γύρω όλη η ζωή συνεχίζεται
και γύρω γύρω όλη η ζωή συνεχίζεται



Ποίηση / Κεφάλα Ελένη

η ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή

ΙΙ

μια πόρτα. Μέσα θόρυβος. Την
ανοίγεις. Βλέπεις το ποίημα να
ξηλώνει μία-μία τις λέξεις. Τις
φράσεις. Να απεκδύεται τις πα-
ρομοιώσεις. Τους υπαινιγμούς.
Τις μεταφορές. Μέχρι που ξε-
γυμνώνεται μπροστά μου. Και
σου απλώνει το χέρι

Πρωταθλητές / Κεφάλα Ελένη


If you can fill the unforgiving minute
with sixty secondsʼ worth of distance run


Γυμναζόμαστε σκληρά
με ιδρώτα κι αφοσίωση φτιάχνουμε τα μαρμάρινα κορμιά μας
αποκτώντας αντοχή και σθένος απαράμιλλο
πανέτοιμοι κάθε στιγμή
για των κρίσιμων αγώνων τις μεγάλες αποστάσεις
¬και προσπερνάμε
με την απαράμιλλη ταχύτητά μας
τις μικρές χαρές και τους μικρούς θανάτους
των κοντινών μας αποστάσεων.

Τετάρτη 23 Ιουλίου 2014

ΣΤΟΝ ΗΡΩΑ ΤΟΥ 1974

                              

                                              μνήμη  Φλουρέντζου Παύλου του Ευλαμπίου και
                                                          Αρτέμη  Κολόμβου

                                                                             από Μηλιά  Αμμοχώστου       
                                                                              
                                                           

                        Ήταν οι μέρες της μεγάλης αγωνίας
                        Ήταν ο Ιούλης των απωλειών
                        Τότε, που του χωριού μου κτύπησε η καμπάνα
                        δεν ονομάτιζε χροιές ο ραδιοσταθμός
                        Δυο στρατιώτες ακούμπησαν στο ιερό την κάσα
                        Κι έγινες ήχος
                        Κι έγινες χρόνος
                        Κι έγινες χρέος
                        Κι υπάρχεις μνήμη
                        Κι υπάρχεις τόπος
                        Κι υπάρχεις λέξεις
                        να διαβάζουμε την ιστορία ήρωα του 1974.

  

                                                                    Σωτήρης Π. Βαρνάβας

ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ / Λούης Περεντός


Eίδες τον άλλο κόσμο και τρόμαξες," δεν είμ' εγώ για τους βυθούς", είπες" και άνοιξες πόρτες
και παράθυρα να μπει το φως, να σκουπίσεις τις γωνιές της θλίψης.
Tο ταξίδι συνεχίζεται, μη βλέπεις που κάναμε σταθμούς, -χαρές και λύπες και ψυχές χαμένες-.
Όσο υπάρχει ο δρόμος, θα ξεκινάμε κάθε μέρα, μ' ένα παγούρι μνήμες κι ένα καλάθι όνειρα.

Θα ξεπερνάμε κάθε πάθος, οι ώρες θα γυρίζουν με το μέρος μας και τα πουλιά του κάθε καιρού θα μας ανοίγουν τα νέα φεγγάρια.

Τρίτη 22 Ιουλίου 2014

Ζω με ποιήματα / Λούης Περεντός



με παχουλούς χοντρέμπορους
πιστώσεις έγγραφα γραμμάτια
φωτοτυπίες φίλων

ζω με ποιήματα

ξενύχτια παιδιών
τηλέφωνα δίκες τέλεξ
φωνές ταξιτζήδων

ζω με ποιήματα

γιορτές προδομένες
απεργίες επάλληλες
κηδείες νεκρών ξεχασμένων

ζω με ποιήματα

κι ακόμη
μ’ εσένα κύριε δήμαρχε
που δε θα μάθεις ποτέ

την ετυμολογία του αξιώματός σου.

Έχω την εντύπωση ότι / Λούης Περεντός


Έχω την εντύπωση ότι
με παρακολουθείς από πάνω
πετάς με το άσπρο σου νυφικό
και τα πλεχτά σου γάντια
ψιθυρίζεις
μην τρέχεις
πε-ρί-με-νε
βάλε ίσια το πηλήκιο
κι εγώ μίλια μπροστά
να ψάχνω για τους φίλους μου
να ιεραρχώ τα όνειρά μου
να κοιτώ πίσω και να κλείνω κουρτίνες
άσε ρε μάνα
τώρα θ’  αλλάξω;

Δευτέρα 21 Ιουλίου 2014

ΤΑ ΦΥΛΛΑ ΑΙΜΟΡΡΑΓΟΥΝ

Μέρες πολύχρωμες εναπιτίθενται εδώ
καθώς στη γύμνια τους βουρκώνουνε οι πέτρες.
Στο δάκρυ του Ρωμιού
κι΄ οι πεθυμιές ωχρές.
Ροδιές, ελιές και πλάτανοι
η γη πούτανε η γης μας.
Τώρα το τέλος στάζει αναλαμπή
τα  φύλλα αιμορραγούν
(θυμάμαι του θέρους εκείνη τη ζωή)
καθώς μες τα κυκλώπεια τείχη η ταφή μας.






πίνακας ζωγραφικής: 
κάτι πληγωμένες καρδιές
Γιώργος Μικάλεφ 2010

ΣΤΕΡΕΨΑΝΕ ΤΑ ΔΑΚΡΥΑ

Στερέψανε τα δάκρυα στερέψανε κι οι λέξεις
'Ηλιε εσύ της λευτεριάς πότε θα ξαναφέξεις

Να πέσουν τα οδοφράγματα όπου τους δρόμους κλείνουν
στα σπίτια μας π' αφήσαμε να πάμε δεν αφήνουν

Ο καημός μες στην καρδιά μαρμάρωσε στα χρόνια
μαζί με τίς ελπίδες μας που καρτερούν αιώνια

σαράντα χρόνια πέρασαν, σαράντα χρόνια στάζει
το αίμα μας απ την πληγή, στο στήθος το μαράζι

Στερέψανε τα δάκρυα και πια στεγνά τα μάτια
ειν ραγισμένες οι καρδιές και κείνες δυο κομμάτια

Όπως εσέ πατρίδα μου, που μοίρασαν στην μέση
κι άδικα σε καταπατεί το Τούρκικο το φέσι.

Οι δυνατοι δεν απαντούν στο 'αδικο σωπαίνουν
κι οι σκορπισμένοι πρόσφυγες ακόμα πριμένουν

Αναστενάζω σαν θωρώ τον πενταδάκτυλό μας
με το καρφί μες στην καρδιά στον τόπο τον δικό μας .

Στερέψανε τα δάκρυα κι ακόμα καρτερούμε
ελευθερη πατρίδα μου για να σε ξαναδούμε

Αμήν και πότες Κύπρος μας οι κάμποι να γιορτάσουν
οι κουρασμένες μας καρδιές τότε να ξαποστάσουν

… και μετά… ΣΙΓΗΣΕ Ο ΟΥΡΑΝΟΣ / Στυλιανού Παυλίνα


 

Απόψε σίγησε ο ουρανός,

όλα τα αστέρια κοιμήθηκαν

με σιντεφένια  κουβερτούλα

σίγησαν κι αυτοί

ενωμένοι, αγκαλιασμένοι

όπως οι ψυχές τους το ποθούσαν

 

Τι κι αν τα χρόνια πέρασαν

Τι κι αν οι μέρες με τις ώρες κύλησαν

Αυτοί προχώρησαν…

Αναζήτησαν… ανταμώθηκαν και πάλι

 

Η ώρα που οι καρδιές ξανά αγκαλιάστηκαν

έφθασε ενώθηκαν… ένιωσαν…

 

Απόψε σίγησε ο ουρανός,

Τα χέρια ενώθηκαν ανέβηκαν ψηλά

όλα τ’ αστέρια αποκοιμήθηκαν χαμογελώντας στην νύχτα


και ο ένας αγκάλιασε τον άλλο τρυφερά

Μικροί Αγγελοι / Στυλιανού Παυλίνα



Μικροί Άγγελοι ανασαίνουνε παρέα
Ζωές παράλληλες, συνάμα διαφορετικές
Ή πάλι ίδιες γεμάτες έρωτα στη σελήνη

Ένα αγόρι με μια κιθάρα μελωδίας
μια ιστορία με ήχους μυρωδιές….
Μέσα σε μια παλάμη κλεισμένη η ευτυχία
μέσα σ’ ένα χάδι που κανακεύει και περνούν οι εποχές

Κάπου μακριά μοσχοβολάει η αγάπη
λούζεται απ’ τον ήλιο, στα καθάρια τα νερά
έτσι αγαπάει κι ονομάζεται η ΑΓΑΠΗ
ζωντανεύει μέσα από του ονείρου τα φτερά

Ένα κορίτσι που χορεύει ως τ’ αστέρια
τρυφερά.. ευάλωτα… τρωτά
Κι αν ποτέ της τρέξει ξυπόλητη μια Λένη
μέχρι την παραλία κολυμπώντας στα κρυστάλλινα νερά
κι αν το χρυσό κουρέλι πέσει απ’ τα σκουρόχρωμα μαλλιά της
Οι μικροί άγγελοι θα το μαζέψουνε
μ’ αγάπη προτού χαθεί
και χαθεί μ’ αυτούς ο έρωτας και η χαρά


Μ’ ένα φτερό / Στυλιανού Παυλίνα


Έφτιαξα τον κόσμο μου θαρρώ
βάζοντας χρώματα από της φύσης τον χορό
και μ’ ένα νέο χάρτινο φτερό
θα ανέβω ψηλά στον ουρανό

Φοράω φόρεμα χρωματιστό
κλεμμένο απ’ του ουράνιου τόξου το φτερό
και θα πετάξω στου’ ρανού  την αγκαλιά
χορεύοντας γύρω απ’ τα αστέρια, μαγικά

Πάνω που πλέον είχα κουραστεί
να κοιτάω τον άδειο ουρανό μες στη σιωπή
γέμισε ξαφνικά με μουσική
και με αστέρια να χορεύουν σε βροχή

Θα κλέψω το χρώμα του’ ρανού
και την λάμψη του μικρού του αστεριού
θα βάλω λίγο χρώμα σύννεφου
και θα ανέβω σε σένα….. κοντά σε σένα…

 Θα φτιάξω ένα χάρτινο φτερό
και το φεγγάρι θα του ζωγραφίσω σε αυτό
να πάρει λάμψη απ’ αυτό
και να ξεκινήσει το ταξίδι του ψηλά στον ουρανό
και θα ανέβω σε σένα…. κοντά σε σένα…

Κι όπως θα βλέπω τ’ αστέρια εκεί ψηλά
κι η γη θα έχει μια παράξενη φωτιά
θα χορέψω με το φως του ουρανού
και θα’ μαι δίπλα σε σένα…. κοντά σε σένα…


ΜΗ / Στυλιανού Παυλίνα




Μη με ψάξεις...
δεν θα με βρεις
γιατί απλά δεν με βλέπεις
είμαι αγέρας, ένα φευγαλέο φύσημα
στο πίσω μέρος του μυαλού σου
και αφού το ζήτησες χάθηκα
και όταν με  ζητήσεις πάλι  χαμένη θα’ μαι

Ήμουν εκεί και εσύ μου έκλεισες τις κουρτίνες
φοβήθηκες λέει να δεις κατάμουτρα την αλήθεια
λες και εγώ θα την έλεγα ποτέ,
λες και θα πρόδιδα το μυστικό σου
κι ας μην το κατάλαβες ποτέ πως ήμουν απλώς αγέρας προστασίας
Μην μου κλάψεις, άσε έμενα να κλάψω και για  τους δυο μας
γιατί σαν αγέρας και κάποτε η συνείδηση σου,
φύλλα της ψυχής σου
σε ένιωσα, σε κατάλαβα
Μα θέλησες να  ζεις στην αμαρτία σου
πετώντας την δική μου αέρινη προστασία

Και εγώ ...  μένω αγέρας
να μπαίνω στο κορμί σου
Μη με βλάψεις, δεν σε έβλαψα ποτέ
το αντίθετο κι ας μην το έχεις καταλάβει ποτέ

Και εγώ … είμαι αγέρας
όσο κι αν θες δεν θα μπορέσεις να με διώχνεις
γιατί θα πηγαινοέρχομαι
Ξέρω πως θα τα καταφέρεις όπως νομίζω πως τα  κατάφερα  και εγώ


Δες… σε έκλεισα για πάντα μες στα λόγια μου

ΚΕΡΥΝΕΙΑ



Νύφη σε κράζουν του βοριά
Νύφης η ομορφιά σου
Τα κάστρα σου και τα βουνά
είν η ταυτότητά σου

Κερύνεια η ημισέληνος
όσο κι αν σε βιάσει
Πάλι θα 'ρθεί πανσέληνος
κι η λευτεριά θα φτάσει

Τις πέτρες να σηκώσουνε
κουρσάροι δεν μπορούνε
ούτε και να σ' αλλάξουνε
όσο κι αν προσπαθούνε

Είναι οι ρίζες σου βαθιές
από τ ' αρχαία χρόνια
Πάντοτε θαν Ελληνικές
αθάνατες αιώνια .

Κι αν τώρα σε καταπατεί
Τ' αγαρηνού ποδάρι
Έχεις καρδιά Ελληνική
ποτέ δεν θα την πάρει

Όσο αυτός κι αν προσπαθεί
κοντά σου να ριζώσει
θα ρθει και πάλι η στιγμή
πίσω για να σε δώσει.

Κείνη την μέρα καρτερεί
κι η προσφυγιά μαζί σου
που η καμπάνα θα ηχεί
μαζί με την φωνή σου

να κελαϊδούνε τα πουλιά
την λευτεριά σου πάλι
να σε σκεπάσει η ζεστασιά

της μάνας σου η αγκάλη

Σάββατο 19 Ιουλίου 2014

Ο ΤΙΤΛΟΣ / Σταυρίδης Στέφανος

Με κεφαλαία γράµµατα
ηγείται των λέξεων και τις καθοδηγεί.

Όµως οι λέξεις πιάνονται χέρι χέρι
και οι στίχοι
τραβούν στα τυφλά

τον δικό τους δρόµο της λιποταξίας.