Κυριακή 8 Ιουνίου 2014

(Στο τραπέζι σου απάνω) / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Στο τραπέζι σου απάνω,
μια σάπια ντομάτα.
Πεταμένα ονόματα,
χάρτες και μπιμπελό.
Πονάνε τα πόδια σου,
πονάνε και τα μάτια.
το στόμα κλείσε μου αφού θες και κράτα με
για ώρα κάτω απ το νερό

Ωδή στον Ερνέστο Γκουεβάρα / Πασιαρδής Μιχάλης



Ήσουνα αναμμένο πέταλο
Ερνέστο
η πατημασιά σου φλόγιζε τη γης,
εδώ θ’ ανθίζαν αύριο
τα δάκρυα 
και τα βίβα*
θα κάρπιζε ψωμί.
Ήσουνα από ψηλά, απ’ το φεγγάρι
Ερνέστο
τα βράδια σέλωνες σα νιούτσικο άλογο 
το μέλλον
ταράζοντας τον αιώνιο ύπνο
του Μπολιβάρ.
Το βλέμμα σου κρατούσε απ’ την αυγή
Ερνέστο 
ξημέρωνε στο πλάι σου ο ορίζοντας
σ’ ένα ανοιχτό παράθυρο χτενίζονταν
η Ελευθερία.
Έφυγες στ’ άλογο
Ερνέστο 
οι μαύρες Συμπληγάδες δεν σε κλειούν.
Θά ’ρθεις ξανά,
μ’ άλλους μαζί.


Μιχάλης Πασιαρδής, Ο δρόμος της ποίησης, τ. Α΄, Κύπρος 1999

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

ΕΥΩΔΙΑΖΕΙ

Στέφανος Ζυμπουλάκης 
στη μνήμη της αγαπητής φίλης Χριστίνας Αποστόλου

Μορφή της Άνοιξης Εσύ
αγγελινή η ματιά σου.
Στο φως της γης το πέρασμα
μητέρα των αιώνων. 

Για σένα ο θάνατος ζωή
το περιβόλι ανθισμένο
με του παιδιού ο πόνος σου
το δάκρυ της χαράς. 

Αναστημένη ομορφιά
η μορφή¨
μορφή σου. 

Το θρήσκευμα της Εκκλησιάς
το κάλεσμα καμπάνας
λυγίζει το τραγούδι.

Σε ωκεάνια γραφή
κυμάτου σου τα χείλη
να λέει ψυθιριστά
τα παραμύθια της γιαγιάς
σε διασκοπότηρο της δόξας.

Ανασασμός Χριστού
το κάνιστρο
κερί η τριανταφυλλιά¨
Χριστίνα
και το γαλάζιο του ουρανού
ευωδιάζει τ΄ όνομά σου.

Κυπριακή Συμφωνία (απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης

«Τραγουδώ, τραγουδώ το νησί μου
πούναι τόσο μικρό για να μπόρει
σαν πουλί να χωρέσει στη χούφτα μου.
Που 'ναι τόσο μεγάλο, να μπόρει
να χωρά την ακέρια ανθρωπότητα»

«Μοιρολόι» (απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης

Άνοιξε τα ματάκια σου και κοίταξε πώς κλαίω.
Δεν είναι σάρκα ετούτη πια, μα είναι φωτιά και στάχτη.
Ποιος θα με σβήσει που' γινα μια πυρκαγιά και καίω;
Βόηθα, καλή, και της δροσούλας σου άνοιξε το φράχτη...

Ξαναρχινούμε...(1967) (Απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης


[…]

 Όχι, μην πει κανείς πως δεν κουραστήκαμε, 
Είμαστε άνθρωποι και δεν πιστεύουμε στους υπερανθρώπους.
Μην πει κανείς πως δεν ονειρευτήκαμε και μεις να μπορούμε να 
 περπατούμε στους δρόμους
Χωρίς να κάνουμε πως δένουμε το κορδόνι του παπουτσιού μας
Για να ελέγξουμε αν βρίσκεται πάντα πίσω μας 
Εκείνος ο άνθρωπος με την καφέ του καπαρντίνα.
Ονειρευτήκαμε να περπατάμε ανέμελοι, ονειρευτήκαμε
Όταν μας χτυπούνε την πόρτα, ακόμα κι ύστερα από τα μεσάνυχτα,
Να ’ναι ένας φίλος περαστικός, που είδε φως στο παράθυρο
Ή ένας γείτονας που του λείψανε τα τσιγάρα. 
Ονειρευτήκαμε, σαν είμαστε νιοι, να ’χουμε το κορίτσι μας, να βγαίνουμε 
 το βράδι περίπατο
Χωρίς να μας αιφνιδιάζουν τα βήματα του περαστικού,
Χωρίς να μας πολιορκούν οι νυχτερίδες του τρόμου.

[…] 

Ξαναρχινούμε, λοιπόν.
Στ’ όνομα αυτού του τόπου που τον σκέπασαν πάλι τα μηχανοκίνητα 
 του κατακτητή,
Στ’ όνομα των ποδοπατημένων ονείρων μας,
Στ’ όνομα των μυριάδων νεκρών μας, που δεν είναι δυνατό να πέθαναν 
 για το τίποτα,
Στ’ όνομα των ζωντανών που δε θέλουν να πάψουν να είναι άνθρωποι,
Εμείς, που δεν ονειρευτήκαμε να είμαστε ήρωες, παρά μόνο άνθρωποι 
Ξαναρχινούμε, ξαναρχινούμε...

 Πράγα, τέλη Απρίλη 1967

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Μικρή φωτογραφία / Αλιθέρσης Γλαύκος


Πίσω η θολή γραμμή της Ειμαρμένης*.

Στο φόντο τ’ ουρανού κατάρτια - αντένες,
κι άσπρα ταξίδια, των πανιών λαχτάρες,
δίψα των οριζόντων. Τα μαλλιά Σου
τ’ ανέμιζε χρυσός πρωινός αγέρας 
και πέφτανε στο μέτωπο.
                                        Στον άμμο
κάθουμαι κι όρθια στέκεις Εσύ πλάι.
– Ποια σημασία να ’χε η στιγμή εκείνη,
σταθεροποιώντας σε φακό πλανόδιο 
μια στάση μας τυχαία;

Ιδού! που ο Χρόνος
ακινητεί, κι είν’ όλα μαργωμένα*:
τ’ άρμενα*, τα μαλλιά Σου και το κύμα...
Κι εγώ προσηλωμένος χαύνο* βλέμμα, 
διακρίνω στη μορφή της συλλογής Σου
το «ΧΑΙΡΕ» που ματώνει την καρδιά μου…


επεξηγήσεις:

* Ειμαρμένη, η: η Τύχη, η Μοίρα, το Πεπρωμένο
* μαργώνω: παγώνω
* άρμενα, τα: πανιά, ξάρτια του πλοίου
* χαύνος, ο: νωθρός, κοιμισμένος, αποβλακωμένος

Κυριακή 1 Ιουνίου 2014

Ο πορτοκαλόκηπος

Ο τόπος σε τούτη την ακτή της Κύπρου είναι ευλογημένος.
Γη αμμουδερή, ελαφριά, καλό νερό, κι η ανάσα της θάλασσας
που γλυκαίνει τις χειμωνιάτικες παγωνιές. Ό,τι χρειάζεται για
ν’ αναστήσεις πορτοκαλιές. Περβολότοπος. Μια καταπράσινη
λουρίδα που ζώνει το χρυσάφι της αμμουδιάς σ’ όλο το ημικύκλιο
του κόλπου για να σβήσει στα κατσάβραχα του κάβου. Τον Μάρτη

σαν τύχει να φυσάει απόγι*, ο αέρας της θάλασσας, ώς την είσοδο


του κόλπου, δυο μίλια απόσταση, μοσχοβολάει ανθό.
Ν’ αναστήσεις πορτοκαλιές είν’ ένας λόγος. Το πώς όμως ο λόγος
αυτός γίνεται πραγματικότητα το ξέρουν μόνο οι άνθρωποι που,
σαν τον Πετρή, σφιχτόδεσαν για μιαν ολάκερη ζωή το μόχθο τους
με το χώμα και με το δέντρο σε βαθμό που δεν ξεχωρίζουν τα τρία
αυτά βασικά συστατικά ενός περβολιού. Έτσι τον ανάστησε τον
πορτοκαλόκηπό του ο Πετρής, στην άκρη της πράσινης λουρίδας,
απάνω στο σύνορο προς τον κάβο.
Όταν ξεχώρισε απ’ το πατρικό του κι έβαλε μπρος δουλειά
για να κάμει το δικό του κτήμα ήτανε κάπως προχωρημένος στα
χρόνια, σχεδόν τριαντάρης. Δεν στάθηκε βολετό να πάρει νωρίτερα
το δικό του δρόμο γιατ’ είχε ν’ αποκαταστήσει δυο αδερφές, που
μεγαλοπαντρεύτηκαν. Ωστόσο δεν βαρυγκόμησε ποτέ του ο Πετρής.
Όχι πως ήτανε καλόψυχος ή καν πως νοιάζονταν να μην αφήσει
τους άλλους απροστάτευτους. Όχι. Ο Πετρής ήταν από κείνους τους
στωικούς ανθρώπους, που ακολουθούν ατάραχοι κι αποφασιστικοί
την πορεία που έχει προδιαγράψει στη μοίρα τους η ζωή, και που η
ικανότητά τους να ζούνε τη ζωή τους δίχως να δίνουν σημασία σε
κανένανε κάνει τους άλλους να τους σέβουνται. Βαρύς, αμίλητος,
δουλευτής, ακολούθησε την προαιώνια πορεία της ράτσας του γιατί

έτσι τήνε βρήκε. Νοικοκύρεψε τις αδερφές, μοιράζοντάς τους το


πατρικό κτήμα και την ευθύνη να γεροκομήσουνε τους γέρους,
κι απέ, δίχως να πάρει μιας ημέρας ανάσα, έβαλε το σταυρό του,
έφτυσε στις χούφτες του κι άρχισε τσάπισμα για να δεντροφυτέψει
τη δική του γη. Φύτεψε, μπόλιασε, περίφραξε, έχτισ’ ένα σπιτάκι
και παντρεύτηκε. Τι σημασία έχει αν ξεκίνησε στα τριάντα αντί
να ξεκινήσει στα είκοσι. Πάλε η πορεία ήταν η ίδια, ακόμα κι η
εσωτερική πορεία, το σφιχτοδέσιμο της ψυχής του με τούτο το
χώμα, με τούτα τα δέντρα, να μην ξεχωρίζει τον δικό του μόχθο από
τον μόχθο του νέου δεντρού, που αγωνίζεται να ριζώσει, τον δικό
του πόνο από τον πόνο του δέντρου, που το χτύπησε η αρρώστια,
ν’ ακούει μέσα στον ύπνο του τον σφυγμό των δέντρων του, και να
νιώθει ο ίδιος μιαν ευφροσύνη γιατί χόρτασαν εκείνα το νερό.
Ωστόσο το καθυστερημένο ξεκίνημα γίνηκε αφορμή να
παραλλάξει η πορεία του απ’ το συνηθισμένο πάνω σ’ ένα σημείο.
Ο Πετρής είχε περάσει τα τριανταπέντε όταν η γυναίκα του,
τριαντάρα σχεδόν κι εκείνη, γέννησε το πρώτο τους παιδί. Ένα
αγόρι. Άλλο παιδί δεν έκαμαν. Κι απάνω σ’ αυτό το αγόρι, τον
Αρτέμη, απίθωσαν οι μεσόκοποι γονιοί κάτι πρωτοφάνερα γι’
αυτούς αισθήματα, που τα κρατούσαν μέσα τους αξεδιάλυτα, μα
που έβαλαν μεσ’ στην ψυχή της μάνας τον σπόρο μιας απέραντης
στοργής και στο μυαλό του Πετρή κάτι καινούριες ιδέες. Έτσι ο
Αρτέμης, ο μοναχογιός, πήρε από τη μάνα του χάδια ασυνήθιστα
στους ανθρώπους της ράτσας του, κι απ’ τον Πετρή την άδεια να
πάει στο Γυμνάσιο, στην πόλη, μιαν ώρα δρόμο απ’ το χωριό.
Κι ούτε που σταμάτησαν ώς εδώ οι καινούριες ιδέες μέσ’ στο
μυαλό του Πετρή, παρά έβαλε σκοπό να στείλουν τον Αρτέμη να
σπουδάσει σα θα τέλειωνε το Γυμνάσιο. Όμως γι’ αυτό το ζήτημα
δεν έκαμε ποτέ του λόγο· ούτε και στον ίδιο τον εαυτό του το
μολογούσε σαν οριστικό, μόνο «ας τελειώσει και βλέπουμε», έλεγε
μέσα του, κράταγε μετέωρο για μια στιγμή το χέρι του, που δούλευε
με το κλαδευτήρι, ένα χαμόγελο τρεμούλιαζε μέσα στα μάτια του, και
ξανάπιανε το κλάδεμα.
Τώρα ο κόσμος του Πετρή γίνηκε αλλόκοτος έτσι που
μοιράζονταν ανάμεσα στην ασάλευτη αφοσίωσή του στο κτήμα
και στα ονειροπολήματά του για τον Αρτέμη. Σα να ζούσε δυο
ζωές, που μέσα στην πρωτόγονη σκέψη του δεν είχανε κοινό
σημείο επαφής μα που ωστόσο δεν γίνονταν αφορμή διχασμού. Τα
ονειροπολήματά άνοιξαν μόνο ένα παράθυρο απ’ όπου κάποιο νέο
φως πλημμύριζε την καρδιά του Πετρή.
Έτσι κύλησαν τα χρόνια. Οι πορτοκαλιές άπλωσαν κλώνους,
έσμιξαν τις φυλλωσιές τους, κι ο Αρτέμης γίνηκε δεκαοχτώ


χρονώ τελειόφοιτος. Ένα μελαχρινό παλληκάρι, συμπυκνωμένο,
λιγομίλητο, ίδιος ο πατέρας του. Όσο μεγάλωνε και πρόκοβε ο
Αρτέμης, το φως στην καρδιά του Πετρή απλώνονταν με μιαν ήσυχη
βεβαιότητα κι ήτανε σαν η προκοπή του παιδιού να επισφράγιζε τη
δική του προκοπή στο κτήμα.
Ωστόσο, τον τελευταίο καιρό ένας καινούριος άνεμος πήρε να
φυσάει, που ξεσήκωσε τα φρένα των ανθρώπων. Σαν ένα μήνυμα
διάχυτο και συγκλονιστικό, από τα βάθη των καιρών, να λέει πως
έφτασεν η ώρα, και τους καλούς νησιώτες δεν τους χωρούσαν πια τα
πλαίσια της καθημερινότητας. Στα καφενεία, στην αγορά, στα σπίτια,
στους τόπους της δουλειάς, στα σχολεία, ένα κύμα συναγερμού,
προσδοκίας, διεκδίκησης ύψωσε τις ψυχές απάνω από τη λογική των
συμβιβασμών και της ρουτίνας. Οι νέοι ζώστηκαν την πανοπλία του
ενθουσιασμού τους κι αποζητούσαν ευκαιρίες αυτοθυσίας. Πήγαιναν,
έρχονταν, συνάγονταν παράμερα και σιγοκουβεντιάζαν, κι άξαφνα
πήδαγαν στα ποδήλατα και τραβούσαν για την πόλη. Μαζί τους
κι ο Αρτέμης.


Ο Πετρής ψυχανεμίστηκε με το πρώτο. Ωστόσο σώπαινε, κι
όπως το αγρίμι οσμίζονταν στον αέρα την επερχόμενη καταιγίδα.
Γεμάτος επιφύλαξη, περίμενε και παρακολουθούσε τον Αρτέμη.
Όμως μια μέρα, που η γυναίκα του δοκίμασε να του πει τους φόβους
της για το παιδί, που δεν συμμαζεύονταν, την αποπήρε.
«Άσε τον. Ξέρει τι κάνει. Τι θες, να κόψει πίσω, κοτζάμ άντρας,
και να χωθεί πίσω απ’ τα φουστάνια σου;».
Ύστερα αρχίνησε σιγά σιγά να δαμάζει τις επιφυλάξεις του κάποιο
συναίσθημα πως όλος ετούτος ο ξεσηκωμός γύρω του ήτανε σα να
ξεπηδούσε από τις ρίζες της δικής του ύπαρξης, από βαθιά, πολύ βαθιά,
από ’κεί που αντλούσε τους χυμούς της η συνείδηση του εθνισμού του.
Μιαν ηλιόλουστη φθινοπωρινή μέρα ο Πετρής κάθονταν στο
κατώφλι του και διόρθωνε το θειαφιστήρι του, να το ’χει έτοιμο για

να θειαφίσει* μόλις θα ’βρισκε κατάλληλο καιρό, όταν άνοιξε με


ορμή η καγκελόπορτα του περβολιού και μπήκανε λαχανιασμένα
δυο παλληκαράκια, που ήρτανε και στάθηκαν ομπρός του και
στριφογύριζαν με αμηχανία στα χέρια τους τα σχολικά τους κασκέτα.


Ο Πετρής αλαφιάστηκε μα δεν τ’ απόδειξε, μόνο τους κοίταγε και
περίμενε να μιλήσουν. Τέλος, το ένα απ’ τα παιδιά, ξεχνώντας τα
λόγια που φαίνεται να είχε προετοιμάσει, είπε βιαστικά κι ασύνδετα
όλη την ιστορία: Οι μαθητές είχαν κατέβει σε διαδήλωση. Ρίχτηκαν
πυροβολισμοί από τις «δυνάμεις ασφαλείας». Ο Αρτέμης, που πήγαινε
εμπρός με τη σημαία, έπεσε. «Πληγώθηκαν κι άλλοι δυο, όμως ο
Αρτέμης... έπεσε!», ξανά ’πε το παιδί γοερά.
Ο Πετρής κατάλαβε και βρέθηκε μεμιάς όρθιος. Μια πύρινη
κολόνα θυμού υψώθηκε μέσα του και τριζοβολούσε. Η μάνα, που


βρίσκονταν μέσα στο σπίτι κι άκουγε, έσυρε μια φωνή κι έκαμε να
χυθεί όξω. Όμως ο Πετρής άπλωσε το χέρι του και την αντίκοψε.
Κι αγκαλιάζοντάς τηνε με μια τρυφερότητα πρωτοφάνερη την
έβαλε να καθίσει.
Όλα όσα ακολουθήσανε κείνη τη μέρα και την άλλη, ήτανε για
τον Πετρή σα να γίνονταν μέσα σε μια ξέχωρη περιοχή της ζωής
του, σε μια περιοχή όπου τίποτα δεν τελειώνει και τίποτα δεν αρχίζει,
γιατί η στιγμή, η κάθε στιγμή, είναι τόσο κορεσμένη από εσωτερικό
κραδασμό, που γεμίζει, μοναδική και κυρίαρχη, τα πάντα. Μέσα

στη συντριβή του ένιωθε σα μεταρσιωμένος* από μιαν υπερβατική


κι απροσδιόριστη ταύτιση του δικού του δράματος με το συνολικό
παλμό γύρω του.
Όμως μετά την ταφή του Αρτέμη ήρτε η νύχτα κι ο κόσμος
άρχισε διακριτικά, μ’ ένα σφίξιμο χεριού, μ’ ένα λόγο καλό, να
φεύγει. Ώσπου, περασμένα μεσάνυχτα, οι δυο γερασμένοι γονιοί
απόμειναν μόνοι, δίχως παραστεκάμενους στο σπαραγμό τους.
Ο Πετρής ένιωσε τότε σα να προσγειώθηκε στη γνώριμη περιοχή
της καθημερινής ζωής. Γύρισε και κοίταξε τη μάνα, που καθόταν
βουβή με διπλωμένες τις άχρηστες πια φτερούγες της στοργής της,
κι ένιωσε πάλε κείνη την τρυφερότητα μέσ’ στην καρδιά του και
στις παλάμες του ένα μερμήγκισμα από συγκρατημένο χάδι.


Ύστερα κείνη, αποκαμωμένη, έγειρε τάχα να κοιμηθεί· κι ο
Πετρής, που δεν τόνε χωρούσε ο τόπος, άνοιξε την πόρτα και βγήκε
στο περβόλι.
Η ζωντανή παρουσία των δέντρων του, η γνώριμη ανασεμιά
τους κάτω απ’ την αστροφεγγιά, τόνε παράσυραν όπως πάντα
μέσα στη δικιά τους τροχιά.
Ήταν η γλυκύτατη ώρα που προμηνάει τη χαραυγή. Ο γρύλος
κεντούσε το κέντημα της τρίλιας του πάνω στον πέπλο της σιωπής.
Μια κότα φτεράκιασε μέσ’ στο κοτέτσι. Από πέρα ακούστηκε
μουκάνισμα βοδιού. Ύστερα ο ορίζοντας πήρε να ροδίζει κι ο
Πετρής πρόσεξε πως ο καιρός ήταν ξερός και ήσυχος. «Καιρός
για θειάφισμα», σκέφτηκε· κι ο δουλευτής, που ξύπνησε μέσα του,
συνδέοντας αυθόρμητα τη σκέψη με την πράξη, πήγε στην παράγκα
όπου είχε συγυρισμένα τα σύνεργά του, πήρε το θειαφιστήρι κι
αρχίνησε δουλειά.

Το θειαφιστήρι γέμισε τη σιωπή της ορθρινής* ώρας μ’ ένα παράξενο


ήχο, που έμοιαζε σαν επίμονο και ρυθμικό αγκομαχητό ζωντανού, κι
ήταν σα να καλούσε τον ήλιο καθώς δυνάμωνε κι απλωνόταν το φως
της αυγής για να δώσει στο καθετί ένα εξαίσιο νόημα.















Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ Η ΛΑΡΝΑΚΑ ΕΣΥ



στον αγαπημένο μου φίλο Τάσο Μητσόπουλο
 που έφυγε σαν αηδόνι απόδημο
Στέφανος Ζυμπουλάκης


ΑΡΩΜΑ Η ΨΥΧΗ ΣΟΥ 
ΛΟΥΛΟΥΔΙ ΩΚΕΑΝΟΥ
ΧΡΥΣΑΝΘΕΜΟ ΖΩΗΣ
ΚΑΙ Η ΕΛΠΙΔΑ ΦΩΣ.
Η ΦΟΙΝΙΚΙΑ Η ΛΑΡΝΑΚΑ
ΤΟ ΦΩΣ ΑΡΜΟΝΙΣΜΕΝΟΥ ΑΝΘΡΩΠΟΥ
ΚΑΘΩΣ ΣΠΟΥΡΓΙΤΙ ΤΡΑΓΟΥΔΑ
ΤΗΝ ΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΣΟΥ.
"ΦΙΛΕ ΜΟΥ ΑΚΡΙΒΕ" ΜΟΥ ΕΛΕΓΕΣ
ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ ΜΑΕΣΤΡΟ
ΚΙ΄ ΕΓΩ ΣΤΗΝ ΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑ ΣΟΥ
ΑΝΘΟΣ ΠΟΡΤΟΚΑΛΙΑΣ.
ΕΝΑ Η ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΣ, Η ΛΑΡΝΑΚΑ ΔΙΚΗ ΣΟΥ
ΜΑ Η ΣΗΜΑΙΑ Η ΚΥΠΡΟΣ ΣΟΥ
ΕΝΟΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ.


Οπτασίες / Δημητριάδης Λάκης


Οι οπτασίες
προσπερνούν ατελεύτητα.
Μα ’γω κοιμάμαι
στο λιακωτό
μιας ατέρμονης
ευτυχίας.
Τις αυγές αναδύεται
η αγάπη.
Αμάλγαμα φωτοσκιών.
Ξάφνου γίνεται δείλι,
φεύγει το μίγμα τ’ονείρου.
Φεύγει αφήνοντας
ρόδινο φως στ’ ακρογιάλι.

Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ


Έπεψεν με ο Πλάστης μου, πας τουν την γην να ζήσω,
να ζυμωθώ με τη ζωήν, τον κόσμον να γνωρίσω,
τζι’άμαν εν νάρτει ώρα μου, να πάω πάλε πίσω.

Τζιαι για να μπόρα προχωρώ, στον κόσμον τζιαι στην φύση,
να κάμνω έργα όμορφα, τζι’ ότι δουλειάν γιουτήσει,
εχάρησεν μου το κορμίν, να με υπηρετήσει.
Να είναι πάντα δίπλα μου, όσον τζιαιρόν θα ζήσω,
να μεν μ’αρνιέται ότι πω, τζιαι ότι του ζητήσω,
τζι’αυτόματα να εκτελά, ότι επιθυμήσω.
Τζι’ εξήντα χρόνια πράγματι, έχω τα μετρημένα,
ότι εζήτουν του κορμιού, υπάκουεν σε μένα,
τζιαι δεν είχα παράπονον, που λλόου του κανένα.
Μ’άσιει τωρά λλίον τζιαιρόν, είμαι σε μίαν θέση,
της τρέλλας της απόγνωσης, κάπου τζιαμέ στην μέση,
γιατί αρνιέται το κορμίν, τωρά να εχτελέσει.
Τζιαι αρωτώ το να μου πει, κάποτε με το ζόρι,
τι έπαθεν τζιαι προχωρά, σαν το παλιόν παμπόρι,
τζιαι μου λαλεί εγέρασεν, για τούτον τζιεν η-μπόρει!
Τζιαι μαραζώννω τζιαι πονώ, άρκεψα σιουπποβάλλω,
στα χρόνια τα επόμενα, με το μυαλόν μου βάλλω,
τι θ’απογίνω το κορμίν, άμα γεράσει τζι’άλλο;
Ποιος μου το λάλεν το κορμίν, έτσι πως εν ν’αλλάξει,
στο καταλιάϊν γέρικον, να πα να την αράξει,
τζι’ότι ζητώ να μου λαλεί, πως δεν μπόρα ταράξει;
Σε λλίον έτσι θα λαλεί, τουν του κορμιού το στόμα,
τζιαι γιω θα σπάζω θα τσακρώ, γιατ’είμαι νέος κόμα,
τζιαι όμως εγκλωβίστηκα, σε γερασμένον σώμα!

Απόσταγμα / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Μια σταλαγματιά,
ίαση τούτο το δειν
ποτέ μην χαθείς

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Τάσος Μητσόπουλος (ΝΕΚΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ ΨΥΧΗΣ)


Η σμίκρυνση του ήλιου μεσ΄ τα μάτια σου
Του φθινοπώρου Άνοιξη.
Η ζωγραφιά σου γνώση ΕΛΛΗΝΙΚΗ
καρδιά του Απόλλωνα αστέρι
καθώς οπάλινο φωνής
στην ποίηση η μουσική σου.
Αηδόνι θεϊκό η ψυχή
Αγγελινό το αιώνιο φως
κι η γη σε διψασμένη δόξα.
Ο Τάσος μεσ΄ το πέλαγο
στην ευτυχία ο γλάρος.
Συντροφικό καράβι η ζωή
και το χλωρό χορτάρι.
Ένα επί ένα ο άνθρωπος
Εσύ καλέ μου ο Λόγος
Καθώς το βήμα του Χριστού
της Λάρνακας το περιστέρι.



Λάρνακα 23/3/2014
ώρα: 6:45 π.μ





* Τάσος Μητσόπουλος:  Έλληνας Κύπριος νομικός και πολιτικός. Γεννήθηκε Αθήνα στις 30 Μαΐου 1965. Διατέλεσε Υπουργός Αμύνης Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων τη; Κύπρου. Απεβίωσε αιφνίδια την 21η Μαρτίου 2014.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Υγρός Ιούλιος

Η βροχή ζεστή
Φέρνει το ληστή
Πιο κοντά να μου πίνει το αίμα.

Ο Ιούλιος
Ήταν Δούρειος
Ένα δέμα γεμάτο ψέμα.

Εκατό φιλιά
Δε σε φέρνουν πια.
Έχει αλλάξει το τοπίο...

Και τα σύννεφα
Έτσι στα κρυφά
Το βουλιάξανε πάλι το πλοίο...

Κι όλα γύρω μου
Των ονείρων μου
Και της φαντασίας μου είναι δώρα.

Τραγουδάω μεν
Όμως στο ρεφρέν
Η ζεστή βροχή θα γίνει μπόρα...

Εκατό φιλιά
Δε σε φέρνουν πια.
Έχει αλλάξει το τοπίο...

Και τα σύννεφα
Έτσι στα κρυφά
Το βουλιάξανε πάλι το πλοίο...

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Χαρούμενο

Οι συμμαχίες της νιότης πολεμούν στον κήπο μου
Ο Μάης, ο Μάης, χωρίς χειρόγραφα.
Γεωμετρίες του ανέμου και φτερά αρχαγγέλων
κοντά στους χαρταετούς με τα γαλάζια μάτια
σε φευγαλέους αγώνες εξαντλούνται.
Κι άντικρυ το μπαλκόνι των δεκάξι μου Μαΐων,
τα μάτια σου εσένα, αγάπη των χαμένων παραδείσων,
Θεέ μου, τι ωραία η πλάση σου
κι αυτή η καρδιά που πάντα σε σπουδάζει
στις περιπέτειες ήλιου κυπριακού
και στις πανσέληνες ματιές της Αττικής των άλλων ημερών μας.