Τρίτη 6 Μαΐου 2014

Λούλα μου, Μαρούλα μου

Εψές η νύκτα ’σιόνιζεν,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
τζαι τα πουλιά μαρκώσαν.
Τζ’ εγιώνι μεσ’ τ’ αγκάλια σου,
Λούλλα μου, Μαρούλλα μου
κρυότην εν ένωσα.



Εψές η νύκτα μια ήτουν, Λούλλα μου...
τζαι πόψε δκυό γινήκαν.
Τζ’ εν οι καμοί σου μουζουρού, Λούλλα μου...
τζ’ εξηφανερωθήκαν.



Νωστά π’ αγαπηθήκαμεν, Λούλλα μου...
έππεφτα τζ’ εν εκάμμουν.
Τζ’ ελάλουν: Παναΐα μου! Λούλλα μου...
οι άλλοι πώς βαστάγνουν!



Εις τον γυρόν της θάλασσας, Λούλλα μου...
να πα’ να ορκιστούμεν.
Τζ’ ωσπόσ’ η θάλασσα νερόν, Λούλλα μου...
να μεν ποχωριστούμεν.

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
και ψουμίν μου χάσικον
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι αν σε `φήσω εν’ άδικον

Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
έβκα απ’ έξω στο στενόν
να μου δώσει η μυρωδκιά σου, φως μου
να μου γιάνει τον καμόν



Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα να κρεμμούνται
να σσεπάσουν τα βυζιά σου, φως μου
κι ίσια που να φαίνουνται



Κρέμμασ’ τα μαλλιά σου κάτω
κι άφησ’ τα έτσι κρεμμαστά
κι έλα κλούθα μου να πάμεν, φως μου
κι η καρκιά μου εν βαστά



Κόκκινη τριανταφυλλιά μου
πόψε να `χεις αννοιχτά
να `ρτώ κει να σε ποτίσω, φως μου
ίσια τα μεσάνυχτα

η βράκα

Α, σαράντα πήχες δίμιτο, σαράντα πήχες δίμιτο
σου φτιάξανε μια βράκα, σου φτιάξανε μια βράκα
Α, και σειέσαι και λυγίζεσαι και σειέσαι και λυγίζεσαι
και περπατάς στη στράτα και περπατάς στη στράτα



Η όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα
και ποιος θα σου την πλύνει τη βράκα σου στη λίμνη
και ποιος θα την απλώσει στον ήλιο να στεγνώσει
και ποιος θ’ ανάψει σίδερο να σου την σιδερώσει
την όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα



Α, όταν σε βλέπω κι έρχεσαι,όταν σε βλέπω κι έρχεσαι
’πο την μεγάλη στράτα ,’πο την μεγάλη στράτα
Α, με γιαλιστά ποδήματα,με γιαλιστά ποδήματα
και την καινούργια βράκα και προκαλείς στην στράτα



Την όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα
και ποιος θα σου την πλύνει τη βράκα σου στη λίμνη
και ποιος θα την απλώσει στον ήλιο να στεγνώσει
και ποιος θ’ ανάψει σίδερο να σου την σιδερώσει
την όμορφη σου βράκα που κάνει τρίκι-τράκα

Αντρονίκη

Εμαθετέ τι εγίνην στα μέρη της Ελλάς
Ντύθην η Αντρονίκη ρούχα Ευρωπαϊκά
Φορεί τα παντελόνια τσε πάει στον καφενέ
Τον καφετζήν προστάζει καφέ και ναργελέ
Ζητά τσε ενα τραπέζι τσε μιαν μάτσαν χαρτιά
τσι αρκίνησεν να παίζει μ’ έναν παλλήκαραν



Δυο φίλοι τ’ αδερφού της που την γνωρίζασιν
Πάσιν εις τον Βαγγέλη, τσι του το ειπασιν
τρεξε Βαγγελη τρεξε κατω στον καφενέ
Να δεις την Αντρονικην που πίνει ναργελέ



Βαγγέλης σαν τ’ ακούει πολλά θημώθηκεν
πιάννει τσε `ναν μασιέριν τσι αναρματώθηκεν
Κρίμας σε Αντρονικη, κρίμας στο μπόι σου
Εντρόπιασες κι εμένα τσι ούλλον το σόι σου
άφες με ρε Βαγγέλη να παίξω τα χαρτιά
με τουτο το παλληκάριν αφούς με άγαπα
Τραβά τσε το μασιέριν απο την θήκην του
τσι έκοψεν τον λαιμόν της της Αντρονίκης του



Όταν την επερνούσαν από τον καφενέ
έσπαζαν τα φλυτζάνια που πίννασιν καφέν
τσι όταν την επαιρνούσαν απο τα σπίθκια της
μικροί μεγάλοι κλάψαν τα μαύρα φρύδια της
και όταν την κάτεβάσαν μεσά στο μνήμα της
δυο φίλοι του άδελφου της είχαν το κρίμαν της

Σάββατο 3 Μαΐου 2014

ΠΟΙΗΤΟΓΕΝΕΣΗ


Όταν το χάδι ενός στίχου
Φθάνει από το δέρμα
Στα βάθη της ψυχής
Προκαλώντας σεισμικές δονήσεις
Στις ευαίσθητες περιοχές
Που πάλλονται και γονιμοποιούνται
Ποίηση είναι τελικά
Η οργασμιαία έκρηξη των λέξεων
Επί του γυμνού σώματος της πανσελήνου

Τις λέξεις να τις χαϊδεύεις
Στα γεννητικά τους όργανα
Για να μπορείς μέσα από τη στύση τους
Να συγγράφεις οργασμούς

[Η ποίηση είναι μια χρονο πόνος διαδικασία]

Η ποίηση είναι μια χρονο πόνος διαδικασία
Και ως τέτοια δεν αποτελεί αναπτυξιακόν έργον

Η γραφή
Ως απόπειρα χειραγώγησης
Του πονοχρόνου
Και κάθε ποίημα
Ως κατ’ εξοχήν πονοχρονογράφημα
Και άθυρμα εγκλωβισμένο
Στον ιστό του πονοχρόνου

Η ποίηση είναι μια στύση ζωής που δεν ελέγχεται

ΠΟΙΗΣΗ


Ποίηση είναι
Το ηδονικό παιγνίδι των λέξεων
Που συνευρίσκονται στις ακρογιαλιές του ονείρου
Ποίηση είναι
Η αντίσταση του Λόγου
Στην τάξη της Λογικής
Το πήδημα του Αλόγου
Η εκσφενδόνιση του σπέρματος
Στο σώμα του φεγγαριού
Ποίηση είναι
Η έκρηξη μολότοφ
Στα μούτρα του Ορθολογισμού
Ποίηση είναι
Η Εμπειρίκειος στύση των λέξεων
Η συνουσία των Κυκλάδων
Στο κρεβάτι του Ελύτη
Ποίηση είναι
Η νικηφόρος ρομφαία της Επιθυμίας



Η γραφή
Η αφή η ραφή
Η παρθενο γ ραφή
Ενός σκισμένου κειμένου
Που αιμάσσει
Μετά το βιασμό που υπέστη
Από της κουκουβάγιας τη νυκτωδία


Η γραφή είναι αφή
Επ αφή
Και άρα επαφίεται
Εις τον ερωτισμόν του γράφοντος

Ζάλογγος / Ροδοσθένους Νεκτάριος


I. Καλά, και τι σκεφτόντουσαν
τι μουσική ακούγανε
εκτός από τον θόρυβο

εκτός από τα βήματα
και των μωρών τα κλάματα

ή τις φωνές που έρχονταν

II. ή τις φωνές που χάνονταν

απότομα, σαν έσπαγαν
και γίνονταν κομμάτια

Παρασκευή 2 Μαΐου 2014

Εννιά Θηλιές

1. 4. 1950 άρχισαν τον αγώνα για την λευτεριά της Κύπρου μας


Εννιά παληκάρια 
εννιά θηλιές
εννιά μάνες ηρωίδες
είπαν δεν πρέπει να κλαις.

Γιατί έμοιζαν με κείνους
ήταν όρθιες νεφκές
που στηρίζουνε το σπίτι 
ηρωίδες και αυτές. 

Πέμπτη 1 Μαΐου 2014

ΤΟ ΜΗΝΥΜΑ / Ζαφείρης Μιχάλης



Σ' ένα αστρικό σύμπαν

που διαστέλλεται

το αρμονικό μήνυμα δεν έλειψε

και τα πράγματα είναι πιο απλά

Η λεφτεριά ανήκει σ' όλους.

Λαλεί το η καρκιά μου / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα

Tζιαι της μέρας 
μα τζιαι της νύκτας
εν θέλω να χάννω
τούντες λαλιές
τες μυρωθκιές
τζιαι τα χρώματα
του περβολιού
Τούντου περβολιού 
που αναγιώθηκα
πού 'παιξα
που οραματίστηκα
που το θωρώ τζιαι 
σιέρεται η καρκιά 
τζι΄ η ψυσιή μου
Τούντου περβολιού 
που τωρά θέλουν 
με το εσιέκκιπιν 
να το χαλάσουν.
Να γυρευτούν αλλού 
εν θα τους περάσει
τους άρκους
Γιατί τωρά λαλεί το
η καρκιά μου...

Ελπίδα

Μην ξεχνάτε την ελπίδα 
μόνο αυτή απέμεινε
όσα χρόνια εν να ζιούμε 
θα την περιμένουμε 

Η ελπίδα εν η μόνη
που μα δίνει τα φτερά 
μέσα στην ψυχή μας είναι 
διαρκώς φελλοπετά. 

Η ελπίδα στην κασέλλα
έμεινε η τελευταία 
μην την διώξετε ποτέ σας
βάρτε τη μες τες καρδιές σας. 

Για να μας κρατά στο πόδι 
να στεκόμαστε όρθιοι 
η ελπίδα εν το μέλλον 
είναι επιδόρτιη 

Όνειρα πως θε να κάμεις 
χωρίς νάχεις τη ελπίδα;
Η ζωή σου θάναι πάντα 
όπως μία τρικυμία . 

Πάρτ΄την ΄ νε λοιπόν και χόστην 
στης καρδιάς τα τρίσβαθα
θησαυρός σου πάντα νάναι
στης ζωής τα κύμματα.

Δευτέρα 28 Απριλίου 2014

Ξενιτεύομαι μ’ ένα φωνήεν (απόσπασμα) / Νικολαΐδης Παναγιώτης

ανοίγει φόβος
και φτερό Μάτι φιδιού
ο χρόνος

++
ξυπνά η μάνα
με ξυπνά
ψήνει καφέ να σηκωθεί
οχιά ο χρόνος

++
δίχως επίθετο
τη θράκα του θανάτου
θωπεύω

++
έμπης τζ’ ο τόπος έφεξεν
εστάξαν φως τα δέντρα
++
σε τούτο το βάραθρο βάση μου είναι η Στιγμή
ο Σολωμός κομήτης

++
 δίχως πατρίδα
περπατώ στον χρόνο πόνο
πόντο

++
 η πένα μου βαθιά
φλεβίτιδα
βάφει το ποίημα μαύρο

++
 χρόνια εμπορευόμαστε
το φως
κι όμως σκοτάδι
ασάλεφτο

++
 με φυσικό αέριο
ορύσσουμε
ξανά
την ιστορία

++
 όταν ο άνθρωπος πεινά
το μάτι του ζώου
βαθαίνει

++
 μ’ ένα στενό ντουφέκι
πενθώ
τα τρομαγμένα κοπάδια

++
 με φως σφαλίζουμε τα μάτια
των νεκρών
++
 σε εποχή τετράγωνη
θάνατος και ζωή
εξέχουν

++
 πεθαίνοντας έρχεται η ποίηση
++
το ποίημα
δεν είναι αλήθεια
δεν είναι ψέμα
είναι το ουράνιο τόξο
του ποιητή 

++
 
φύτρωσα

στην πέτρα και στον φόβο

++

 
χωρίς βροχή μεγάλωσα

 λιθάρι φως σκοτάδι

++

 
στη γλώσσα μου

 κλίνεται η ψυχή
 σ' όλες τις πτώσεις

++

 
όταν τα σύμφωνα φλέγονται

 ξενιτεύομαι μ' ένα φωνήεν

Κυριακή 27 Απριλίου 2014

Ο μουγκός ποιητής / Καλλίνος Χριστόδουλος

Ο μουγκός ετούτος ποιητής,
που τον βαραίνει η οργή των τρομερών ανέμων
η θλίψη των κλειστών παραθυριών
των ερημωμένων δρόμων η οδύνη.
ο μουγκός ετούτος ποιητής
που τον βαραίνει η σιωπή,
η αδικία των αιώνων,
ο μουγκός ετούτος ποιητής,
δεν θα μιλήσει…

Παρασκευή 25 Απριλίου 2014

ΤΟ ΔΙΑΜΑΝΤΙ ΤΗς ΨΥΧΗΣ

(Και εγένετο Εύη Ζυμπουλάκη)
Το ΔΙΑΜΑΝΤΙ της ψυχής  λατρεία
δάκρυα της γαρδένιας Άνοιξή μου
σούρουπου το φως Εσύ.
Πάνε κι έρχονται τα χελιδόνια
φθινοπώρου μοναξιά
μα η ποίηση της καρδιάς μου
ωρολόγιον μουσικής.
Πρωινού τρισάγιο χρόνου
κρίνοι, γιασεμιά, λευκά τα φούλια
και το γέρικο πουλί
ανασαίνει ανταρσία.
Λιγοστός ο χρόνος
προσευχή ζωής.
Πιάσαμε τα χέρια και τα μάτια εκ βαθέων
το ουράνιο τόξο.
Στη μορφή του ονείρου
τ΄  όνειρο μας ένα.
Ένα Εσύ, Ένα εγώ
και οι γλάροι συντροφιά μας
στο πλατύ η θάλασσα
Το παραπάνω ποίημα του Στέφανου Ζυμπουλάκη γράφτηκε στις 24 Μαίου 2010.