Δευτέρα 17 Μαρτίου 2014

ΣΕΡΕΝΑΤΑ / Δρουσιώτης Πυθαγόρας


Ήρθες μες στη ζωή μου μια βραδιά
σαν άρωμα υακίνθου ευωδιασμένου∙
ήρθες ν' αναταράξεις την καρδιά,
μελτέμι τη σμαράγδινη αμμουδιά
ενός ακρογιαλιού λησμονημένου.

Εσύ με τον Απρίλη στα μαλλιά,
με τους χρυσούς βοστρύχους στους κροτάφους,
κι εγώ σκιά σκιάς απ' τα παλιά,
που ανήσυχη πλανιέται — τρισαλιά! —
απάνω απ' των ονείρων της τους τάφους.

Τα χείλη μου, τ' αφίλητα καιρούς,
να 'ξερες πώς πρόσμεναν το φιλί σου!
Κι ο ήχος της παράξενης φωνής σου,
Που 'μοιαζε σαν αντίλαλος αβύσσου,
ανάστησε τους μέσα μου νεκρούς.

Μα έφυγες όπως ήρθες μια βραδιά,
σαν άρωμα υακίνθου ευωδιασμένου
και τώρα μες στα στήθια τα βαριά
χιμά ο λυγμός να πνίξει την καρδιά,
σαν κύμα ακρογιαλιού λησμονημένου.

Κυριακή 16 Μαρτίου 2014

ΩΡΑ 7 - 9 π.μ. / Ναδίνα Δημητρίου



Α
Φθάνουν τα πρωινά,
λιποθυμισμένες εικόνες.

Ασβεστωμένα πρόσωπα, επίμονοι ρυθμοί
άλαλα λουλούδια, βρεγμένα γρασίδια
πουλιών φτεροκοπήματα, δείχτες ανέμων.

Σκληροτράχηλα χτίρια,
που δεν εννοούν να πεθάνουν.
Χτίρια,
Πεταλούδες, σαλιγκάρια, κολόμπες,
στους κήπους ζιζάνια.
Από ψηλά κρανία-ψωλιές
σταθμοί εκτοξεύσεων
θόλοι λόγων και αντίλογων
κάτω από το πέταγμα ματιού
μια στάλα σοφίας.

Σ' αγέρα πλατύχωρο βραχνιασμένες μηχανές
γοργοφτερώνουν το χρόνο
σπαθίζουν τα όνειρα.



-----------------------------

Β
Σιγή ξεφεύγει από τα διακριτικά έπιπλα
συρίζει ανεπαίσθητα
έρπει στα δάση της ακοής
γεννά το μονοπάτι της διάθεσης.
Μυρωδιά αλεσμένου καφέ που ψήνεται
κυνηγά το ξύπνημα από πάροδο σε πάροδο
- απροσδιόριστη αυτοπεποίθηση.

Το τρελλό στροβίλισμα των ήχων
στο βυθό της οχλοβοής σπαργώνει τη ζωντάνια.
Μια πινελιά, υποκαθιστά το ʼφθαστο
Κι άλλη την Ένταση.

Φιλιά της αγάπης, φιλιά της έχθρας
πάνω από τις αόρατες μάχες
πάνω από τα πεδία
με τους σκελετωμένους και τους σκελετούς
διασταυρώνονται μαχαίρια, σπαθιά.

Πλανιούνται οι συννεφιές.

--------------------------------------

Δ
Από τις στοές έρχονται εμβατήρια
ξετυλίγονται παρελάσεις, διαμαρτυρίες
θύματα της έξαρσης, της οκνηρίας
με μάτια ακρέμαστα
στόματα τόξα
θολώνουν τις αντηλιές·
τις αντηλιές π' απλώθηκαν
να νικήσουν το άγχος
να ημερέψουν το κρύο
να στήσουν τα χρώματα που τριγκλίζουν στον ίλιγγο
τη γη που γλιστρώντας μας παίρνει.

........

Από μιας μελαχροινής το στόμα
λόγια ξεφεύγουν
κι απλώνονται στον ουρανό
θλιμμένοι ορίζοντες τ' Οχτώβρη.

---------------------------------------

Θ
Κήποι, σκαλοπάτια, σπίτια
ανάμεσα σε βελόνες, κλωστές, ψαλίδια, υπνοβατούν.
Τροχοί, σχοινιά, τετράποδα, αναθυμιάσεις
αναποδογυρίζουν.
Συγκοινωνίας μέσα, αλυσίδες περιστρέφουν
πετρόχτιστα με χαραγμένες ημερομηνίες
προεξέχουν, ανεβοκατεβαίνουν
λεηλατούν την όραση από τα οράματα
προσφέροντας ένα ρολόι που φωσφορίζει
υπολογίσιμο αντάλλαγμα στο πέρασμα.

Φθάνουν τα πρωινά… Πολύφυλλη σκέψη το ξύπνημα.

Διασχίζουμε ουρανούς, συνοικίες
περιοχές π' ανασαίνουν δυόσμη, ρήγανη κι ανθούς
και άλλες με κόκκινες γλώσσες
γεύονται τον αγέρα.

..........
Βασιλικός στη γλάστρα
τα χρόνια κισσός
της ελιάς η θωριά, ορόσημο.

Πετριές της σκέψης, στα νερά της ψυχής.

Περιμένουμε απάντηση / Ναδίνα Δημητρίου

Αρνήθηκες ν' ακολουθήσης
κι έμεινες πίσω.

Πίσω από τ' ανοιχτό όμως παράθυρο
είδες τα πρόβατα
απ το απέναντι χωράφι
να φεύγουν ένα-ένα, κι όλα
για τις σφαγές του Πάσχα.
Μεγάλη Εβδομάδα
και σε συνεχεια ο, τι έγινε
στο τελευταίο σου γράμμα
έγραφες.

Κι εμείς τώρα φευγάτοι
φυγόδικοι ή γυφτομάτες
δίχως ειδήσεις σου, στερνά
το κόκκινο ρέμα αν σου πήρε την καρδίά
εκεί, κάπου, αν ξεχάστηκες σαν πόνος
αν σκάλωσες στα φρύγανα
ή και σέ σύναξη βατράχων
σέ τέλμα επι τέλους
αποτελμάτωση αν σέ βρήκε
- αναρωτιομαστε -

Στη διεύθυνση «Ανελπίδων 3, εν Κινήσει»
Γράψε...

1972

Αναστασία Γιανναπή (βιογραφικά στοιχεία)

 Κύπρια συγγραφέας.
Είναι απόφοιτος κλασσικού εξατάξιου γυμνασίου. Σπούδασε Γενική Ψυχολογία με αλληλογραφία από το Ruskin College της Οξφόρδης. Έχει πάρει δίπλωμα στο Social Welfare από το Αμερικανικό Κολέγιο Pierce Αθηνών, καθώς επίσης και στην Αγγλική γλώσσα από το Πανεπιστήμιο Michigan Αμερικής μέσω της Ελληνοαμερικανικής Ενώσεως Αθηνών. Με υποτροφία του Βρετανικού Συμβουλίου έτυχε δωδεκάμηνης μετεκπαιδεύσεως στο Πανεπιστήμιο του Newcastle-upon-Tyne Αγγλίας και πήρε το Diploma in Advanced Educational Studies. Συνέχισε τις σπουδές της στο ίδιο Πανεπιστήμιο και πήρε τον τίτλο Bachelor of Philosophy in Educational Studies. Μεταξύ άλλων, παρακολούθησε επί εικοσαετία τις σειρές μαθημάτων Φιλοσοφίας που οργανώνει κάθε χρόνο η Φιλοσοφική Εταιρεία Κύπρου. Μιλά Αγγλικά, Ιταλικά και λίγα Γαλλικά.
Ασχολήθηκε με τη λογοτεχνία από μικρή. Άρθρα, μελέτες, διηγήματα και ποιήματά της δημοσιεύονται σε εφημερίδες και περιοδικά στην Κύπρο και την Ελλάδα. Έργα της έχουν πάρει διακρίσεις σε παγκυπρίους και πανελληνίους λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Θεατρικά μονόπρακτά της παρουσιάσθηκαν από Κυπριακούς ραδιοφωνικούς σταθμούς. Υπήρξε συνεργάτιδα του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου στην ετοιμασία προγραμμάτων για μικρά παιδιά. Όλο το γραπτό υλικό που είχε πριν από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο έχει χαθεί. Μετά την εισβολή εξέδωσε δώδεκα βιβλία της.
Η συγγραφέας είναι μέλος σε λογοτεχνικές και κοινωνικές οργανώσεις και συνδέσμους. Κατά την παραμονή της στην περιοχή Σολέας μετά τον εκτοπισμό της εξαιτίας της τουρκικής εισβολής και κατοχής, ίδρυσε τον "Πνευματικό Όμιλο Σολέας", στον οποίο συμμετείχαν εκπαιδευτικοί και άλλοι παράγοντες και ο οποίος είχε ακμάσει με πλήθος δραστηριοτήτων.
εργογραφία:
 

1 "ΤΑΧ' ΑΥΡΙΟΝ ΕΣΣΕΤ' ΑΜΕΙΝΟΝ", Λευκωσία 1976
2 Όπως η ζωή τα πλάθει, Λευκωσία 1984
3 Κι εκεί κατεβαίνει ο Θεός, Λευκωσία 1990
4 Ιστορίες και Παραμύθια (για Παιδιά και για Μεγάλους), Λευκωσία 1999
5 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (Ζώα και Πτηνά του Σπιτιού), Λευκωσία 1999
6 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (Τα Άνθη στης κυρα-Ευγενίας),  Λευκωσία  1999
7 ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ (Τα Δέντρα στης κυρα-Ευγενίας), Λευκωσία 1999
8 ΣΤ' ΑΪ-ΜΑΜΑ ΤΗ ΧΑΡΗ, Λευκωσία 1999
9 Οι Ιεροί Ναοί της Μόρφου, Λευκωσία 2003
10 Στην προσμονή της Ανάστασης, Λευκωσία 2003
11 Σκηνές από την Ενανθρώπηση του Σωτήρος, Λευκωσία 2003
12 Η Ιερά Μονή της Παναγίας της Μακρυρράχης, στην Πιερία, Κατερίνη 2006
13 Ο ΚΥΡ-ΑΡΚΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ, Λευκωσία 2011
14 Ο ΚΥΡ-ΑΡΚΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΔΕΥΤΕΡΟ ΒΙΒΛΙΟ, Λευκωσία 2011
15 Ο ΚΥΡ-ΑΡΚΟΥΔΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΡΙΤΟ ΒΙΒΛΙΟ, Λευκωσία 2012
16 ΓΡΑΦΟΝΤΑΣ ΠΟΙΗΜΑΤΑ, Λευκωσία 2012
17 Η ΕΚΠΛΗΡΩΣΗ ΕΝΟΣ ΣΚΟΠΟΥ, Λευκωσία 2012

Ο χατζής των ροδακίνων / Γεωργιάδης Α. Ανδρέας - Κυπρολέων

Μια διασκεδαστική ιστορία με φόντο την κυπριακή ύπαιθρο εκτυλίσσεται στο διήγημα που παρατίθεται εδώ από τη συλλογή Εκ προμελέτης (1963).
[...]
Τούτα τα ροδάκινα του γέρου του Χατζή, ήτανε περίφημα σ’ όλο το χωριό. Ήταν ένα φρούτο που δεν το συνηθίζανε. Χρό νια τώρα μπλεγμένοι με τα κεράσια και δώστου κεράσια κι όλο
κεράσια, χιλιάδες δέντρα, δεν πολυνιαζόντουσαν γι’ άλλα δέντρα.
Είναι ζήτημα αν έκαναν και μερικά μήλα για πούλημα. Τ’ άλλα φρούτα, βερίκοκα, αχλάδια, τζάνερα , δαμάσκηνα και τα τέτοια, όσο για φαΐ. Τίποτε παραπάνω. Και πού και πού καμιά ροδακινιά,
που ήταν ο στόχος καλών και κακών, μικρών και μεγάλων, αρσενικών και θηλυκών.
Στο περίφημο το περιβόλι του, στον Κομποτή, μισή ώρα έξω απ’ το χωριό, στο βουνό σύρριζα, ο γέρος ο Χατζή–Λούκας, είχε φυτέψει από χρόνια τρεις ροδακινιές που τώρα είχαν φουντώσει,
είχαν γίνει δέντρα γιγαντωμένα που βαρυφορτώνουνταν κάθε χρονιά τα μοσκοβόλα φρούτα τους. 
Μα για να τα κλέψει κανείς ήταν πρόβλημα μεγάλο. Γιατί ο γέρος κοιμόταν όλο τον καιρό στο
περιβόλι κάτω απ’ τα δέντρα, φυλάγοντας κάθε φρούτο στην κάθε εποχή: τα κεράσια, τα μήλα, τ’ αχλάδια, τα βερίκοκα, τα ροδάκινα. Κι όσες απόπειρες έχουν γίνει αποτύχανε όλες τους οιχτρά, μ’
αποτελέσματα πάρα πολύ δυσάρεστα για τους τολμητίες. Στο γναφειό του Μάλαμου, λίγο πιο πέρα απ’ το περβόλι του Χατζή-Λούκα, φυλάγανε κείνες τις μέρες τα τομάρια, ο Φιλιππής, ο Γιακουμής κι ο Κώστας, παλληκάρια και τα τρία ανάμεσα στα δεκαοχτώ και στα είκοσι. Τα διαλεχτά φρούτα του γέρου τούς είχαν ταράξει τον ύπνο, τους είχαν χαλάσει την ησυχία. Μια-δυο δοκιμαστικές απόπειρες που κάνανε, τους πείσαν πως τίποτε δεν γίνεται και πως καλά θα ’καναν να κάτσουν στ’ αυγά τους αν δεν
θέλανε να κοψομεσιαστούνε απ’ τη μαγκούρα του γέρου ή να φάνε αναπάντεχα σαν ριγμένη από κανένα στοιχειό, καμιά βαριά κοτρώνα στο κεφάλι. Μια μέρα ο Φιλιππής, που ’χε πάει στο χωριό για θροφήματα,
γύρισε στους συντρόφους του πετώντας απ’ τη χαρά του και σειόντας σαν τρόπαιο πάνω απ’ το κεφάλι του μια φυλλάδα.
– Τι είναι ρε Φιλιππή!... Τα παραμύθια που είπαμε;
– Μάλιστα, τα παραμύθια!... Μα ξέρετε τι έχει μέσα;... Έχει ένα παραμύθι αδερφέ μου, ένα παραμύθι...

– Τόσο όμορφο είναι ρε Φιλιππή για να κάνεις έτσι;
– Όμορφο λέει;... Άσε να νυχτώσει να φύγουν οι αργάτες απ’ το γναφειό να μείνουμε μονάχοι και να δείτε τι έχει να γίνει! Και χώνοντας τη φυλλάδα στον κόρφο του άφησε τους φίλους
του απορημένους και πήγε φτερουγίζοντας και σφυρώντας μερακλίδικους σκοπούς ν’ ανακατέψει τα τομάρια στην ασβεστερή
Το βράδι σαν φύγαν οι αργάτες και μείνανε οι τρεις τους –φυλάκοι
του γναφειού– μαζώχτηκαν κάτω απ’ το υπόστεγο και στο
σιγότρεμο φως της λάμπας ο Φιλιππής τούς διάβασε το περίφημο
παραμύθι. Έγραφε για ένα παπά, που κοιμόταν στο περιβόλι φυλάγοντας
τα ροδάκινα, σαν καλή ώρα να πούμε ο γέρος ο Χατζής-Λούκας. Δυο κλέφτες, τι σκαρφιστήκανε για να του κλέψουν τα ροδάκινα! Ανεβήκανε στο δέντρο μ’ ένα καλάθι κι ένα τέντζερη κάρβουνα
κι άρχισαν τη δουλειά, τον τρύγο. Ο παπάς τούς πήρε μυρουδιά, τρέχει στη ροδακινιά και τι να δει! Δυο σκιές να κουνιούνται ανά μεσα στα φύλλα! Δυο σκιές που μόλις ξεδιαλύνουνταν μέσα στο
πηχτό σκοτάδι. Άρχισε τις φωνές, τις βρισιές, τις βλαστήμιες – κι ας ήταν και παπάς! Τσιμουδιά οι κλέφτες! Κοντεύει στο δέντρο, ξεχωρίζει ένα γυμνό πόδι στο πιάσιμο του χεριού του, τ’ αρπάζει κι αρχίζει να τραβάει.
Τότες ακούγεται μια φωνή, μια φωνή υπερκόσμια, ιερουργική,
επίσημη, μεγαλόπρεπη, που γέμισε με δέος την ψυχή του δύστηνου παπά!
– Μιχαήλ!...
Και μια άλλη φωνή, πιο υπερκόσμια, πιο μεγαλόπρεπη, απάντησε
από πιο ψηλά στην πρώτη:
– Τι είναι Γαβριήλ!...
– Ω Άγιε Άγγελε και Μιχαήλ Αρχάγγελε! Ο παπάς των ροδακίνων
απ’ τον πόδα με τραβά! Ρίψον πυρ εξ ουρανού και κατάκαυσον τον δούλον σου παπάν τον ροδακινάν!
Και δώστου τ’ αναμμένα κάρβουνα κουτρουβάλησαν απ’ την κορφή του δέντρου απάνω στον παπά, που με την ψυχή στο στόμα χύμηξε αγγελοσκιασμένος στην κατηφοριά και πού να πει να σταματήσει! Έτρεχε, έτρεχε, γεμίζοντας τη λαγκαδιά με ξορκισμούς, προσευχές κι επικλήσεις στον Ύψιστο και στους Αρχαγγέλους νατον λυπηθούνε. Κι οι κλέφτες ανενόχλητοι φορτωθήκανε τη μεγάλη καλάθα και λακίσανε απ’ την αντίθετη μεριά χαχανίζοντας. Τα παλληκάρια ενθουσιαστήκανε απ’ το παραμύθι. Μωρέ
σπουδαία ιδέα! Θα την εφαρμόζανε με το νι και με το σίγμα για να κλέψουν τα ροδάκινα του Χατζή, ρεζιλεύοντάς τον κιόλας γιατί ο γέρος πέρναγε για ατρόμητος και παλληκαράς απ’ τους λίγους στον καιρό του. Και στη σκέψη του γέρου να τρέχει αγγελοσκιασμένος και κρουσοκαμένος σκάνανε κι οι τρεις τους στα γέλια, ώσπου κόντεψε να τους λυθεί ο αφαλός!
– Ναι, μα χρειάζεται κάποια πιδεξιοσύνη, παρατήρησε ο Φιλιππής, κόβοντας πρώτος τα χάχανα. Ο γέρος είναι τετραπέρατος και θέλει τέχνη να ξεγελαστεί. Τέλος πάντων κανόνισαν τις λεπτομέρειες κι αποφασίσανε να κάνουν τη δουλειά ο Κώστας με τον Γιακουμή, που ήσαν πιο χεροδύναμοι και πιο σκληροί. Ο Φιλιππής ήταν λιγάκι ντελικάτος και φοβιτσιάρης, καλός να βρίσκει ιδέες μα ν’ αφήνει απ’ έξω την
ουρίτσα του! Σκεφτήκανε να μην πάρουν καλάθι μαζί τους μα να δέσουν τα μπατζάκια τους και να ρίχνουν τα ροδάκινα μες στον κόρφο και μες στο παντελόνι. Πήραν λοιπόν τον τέντζερη με τα κάρβουνα και ξεκίνησαν. Η ανταύγεια των κάρβουνων αναπλήρωνε κάπως τη λάμψη των αστεριών, που τα κρύβανε τα ψηλά δέντρα. Ωστόσο οι δυο συντρόφοι με δυσκολία προχωρούσαν απ’ το στενό μονοπάτι, που καβαλούσε
τον όχτο τ’ αυλακιού. Περπατούσανε μπρος ο ένας με τον τέντζερη και πίσω ο άλλος, χωρίς να βγάζουν τσιμουδιά, χωρίς να βγάζουν άχνα. Τα μάτια τους καρφωμένα στα ποδάρια, πάσκιζαν να τρυπή
σουν το σκοτάδι και να σιγουρέψουν την περπατησιά. Και το μυαλό τους φτερούγιζε από τούτη τη ζωτική απασχόληση στον γέρο τον Χατζή και στην επιχείρηση που καταπιανόντουσαν κι έκανε
σεκόντο στα τρεμουλιάσματα και στους πήδους της καρδιάς.
Σαν φτάσανε στον φράχτη του περβολιού σταμάτησαν να ξαποστάσουν. Νιώθανε μια παράξενη κούραση που δεν την δικαιολογούσε η απόσταση κι ένα ξάναμμα στο πρόσωπο ασυμβίβαστο με
την τσουχτερή δροσεράδα της νύχτας.
[...]
Κρατώντας και την ανάσα τους φτάσανε ως τις ροδακινιές Διαλέξανε την πιο μεγάλη και σκαρφάλωσαν πιδέξια σαν αγριόγατοι, πρώτα ο Κώστας κι ύστερα ο Γιακουμής. Με χίλια βάσανα ανεβάσανε και τον τέντζερη ως την κορφή του δέντρου και τον κρεμάσανε σ’ ένα κλαρί. Ο Κώστας που θα παράσταινε τον Μιχαήλ και θα ’ριχνε το πυρ εξ ουρανού, βλαστημούσε ανυπόμονα που δεν βολευόταν κι έπρεπε να ’χει όλο το νου του στον τέντζερη να μη κατρακυλήσει και πάει το σκέδιο περίπατο. Και θα ξύπναγε και το γέρο με το σαματά. Ούτε που θα ξυπνήσει καθόλου ο παλιόγερος! βεβαίωσε ο Γιακουμής. Ποιος ξέρει σε ποια γωνιά λουφάζει και μεις παιδευόμαστενα κουβαλούμε κάρβουνα! Και δώστου και το μάζεμα αρχίνησε κι οι κόρφοι και τα παντελόνια δεχόντανε το δροσερό χάδι του χνουδάτου φρούτου
 – Εξυπνάδες του Φιλιππή! απάντησε στα παραπάνω ο Κώστας. Κι αυτός να ραχατεύει κοιτάζοντας με ξεγνοισιά τ’ αστέρια καρτερώντας μερτικό ή και να νειρεύεται κιόλας πως του μπουκώνουν ζουμερά ροδάκινα τα κρινόλευκα χέρια κοπελιάς. Να, σα να πούμε της... Αρετής!...
– Έχει βάλει στο μάτι την Αρετή αυτός ο βλάκας, ε;...
– Για σώπα!...
Κάποιο ανάλαφρο θρόισμα ξεπέρασε το σούσουρο των φύλλων της ροδακινιάς και χάιδεψε τ’ αφτιά τους. Αφουκράστηκαν. Εξόν απ’ τα βατράχια στο γειτονικό αυλάκι, τους γρύλους και τους άλλους συνηθισμένους θόρυβους της καλοκαιριάτικης βραδιάς, τίποτε το ύποπτο δεν ακουγόταν.
– Μου φαίνεται πως κάτι άκουσα και γω! είπε ο Γιακουμής, μα δεν θα ’ναι τίποτε! Άκουσε Κώστα. Εγώ έχω μισογεμίσει τους κόρφους και το παντελόνι. Αν παραγεμιστούμε ολάκεροι σαν ντολμάδες δεν θα μπορούμε να περπατάμε. Τι λες, πάμε; Κι αύριο πάλι εδώ είμαστε! Αυτός ο παλιόγερος βαρυκοιμήθηκε ως φαίνεται! Χα, χα, χα! Μα την ίδια στιγμή του ’ρθε μια δυνατή ξυλιά στον αστράγαλο που τον έκανε να τιναχτεί και ν’ αμολήσει το ένα του χέρι από κει που στηριζόταν, έτσι που παρά λίγο να γκρεμοτσακιστεί ολο σούμπιτος
! Τα ’χασε! Κι ως να συνεφέρει του ’ρθε και δεύτερη
ξυλιά και τρίτη, συντροφευμένες από τις αγριοφωνάρες του ξεμανιασμένου γέρου:
– Ρε κλέφτες του κερατά!... Ανάθεμά τον που σας έσπειρε!...
– Μιχαήλ, Μιχαήλ!... τσίριξε αλαλιασμένος, τρελός απ’ την τρομάρα και τους πόνους ο Γιακουμής, με φωνή που δεν είχε τίποτε τ’ αγγελικό μέσα της.
– Τι είναι Γαβριήλ!... ακούστηκε φωνή βαθιά, αργή και μεγαλόπρεπη απ’ την κορφή του δέντρου.
– Ρε Κώ... Ε... ε... Ω Άγιε Άγγελε και Μιχαήλ Αρχάγγελε!... Αχ!... Ωχ!... (Και δώστου και τις έτρωε και πάσκιζε μες στο μαύρο σκοτάδι να σκαρφαλώσει πιο ψηλά στο δέντρο για να μην τον
φτάνει η μαγκούρα του γέρου). Ο Χατζής των ροδακίνων... ωχ!... (Παναγία μου!) Ωχ!... Άγγελε, άγγελε, άγιε Μιχαήλ!... Ο Χατζής των ροδακίνων εις τους πόδας με βαρά!... Ωχ!... (Ρίχτα π’ ανάθεμά σε που περιμένεις να τα πω όλα καταλεπτώς!) Ρίξον πυρ εξ ουρανού (ωχ!) και κατάκαυσον (ωχ!) τον δούλον σου Χατζήν τον ροδακινάν! Ωχ... (Τα τελευταία μονορούφι, με φωνή τρεμουλιαστή,
θρηνώδικη, αβέβαιη).
– Ρε τι Μιχαήλ και αγγέλους μου τσαμπουνάς! Κατέβα κάτω γιατί θα σε κουτσάνω ανάθεμα την σπορά σου! ούρλιαζε ο γέρος, δουλεύοντας σαν μανιασμένος τη μαγκούρα του.
Ο «Μιχαήλ» δεν μπόρεσε ευτύς στο λεπτό να ξεκρεμάσει τον τέντζερη κι ο «Γαβριήλ» μην αντέχοντας πια χύθηκε προς τα κάτω να κάνει γιουρούσι να γλυτώσει. Μα κει που πήγαινε να πατήσει το χώμα τρώγοντας μια γερή μαγκουριά στον ώμο, σύγκαιρα ένιωσε τα επουράνια να γκρεμίζουνται απάνωθέ του με βρόντους,
κρότους τυμπάνων και γδούπους υπερκόσμιους, και μια βροχή από πυρ και λάβα να τον λούζει πατόκορφα. Αλαλιασμένος απ’ το κάψιμο και την τρομάρα έκανε να χυμήξει στα στραβά μπροστά
του κι όπου τον βγάλει η άκρη, μα γέννημα της τρομερής κοσμοχαλασιάς που ’νιωθε απανωθιό του, ένας βαρύς όγκος γκρεμίστηκε απάνω του και τον παράσυρε στο βαρύ του πέσιμο, τον τσάκισε,
τον κατρακύλησε. Ήταν ο Αρχάγγελος Μιχαήλ που γκρεμοτσακίστηκε απ’ τα επουράνια μαζί με το πυρ 
του και κατέκαυσε και παρέσυρε στο γκρεμοτσάκισμά του τον ένδοξο συνάδελφό του
Γαβριήλ! Καταματωμένοι, καταξεσκιμένοι, με το κουφάρι τούμπανο απ’ το ξύλο και 
το κατρακύλημα και τα κόκαλα λιωμένα, οι δυο συντρόφοι σουρθήκανε με κόπο ως το χαγιάτι του γναφειού σκούζοντας. Ο Φιλιππής κοιμόταν ρουχαλίζοντας. Ανάμεσα απ’ τα
ρουχαλητά του έβγαινε ένα όνομα ανάερο, αιθέριο: Αρετή!...
[...]

Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014

Ιδιωτικό / Μιχαηλίδου Λίλη

Έκρυψε τη μυρουδιά
απ’ το κρεμάμενο πουκάμισο
κι απόσωσε το σκοτάδι
στην είσοδο της γραφής


Το φέγγος της μέρας
απέμεινε λειψό


ένα άδειο αγκάλιασμα
ίχνη κι απομεινάρια έρωτα ξένου

Η Αλχημεία του Χρόνου.(απόσπασμα) / Μιχαηλίδου Λίλη

Δέθηκαν κόμπο τα μαντίλια των τσιγγάνων
συρρικνώθηκαν στις όχθες των χειμάρρων
από τις πλημμυρίδες
κόπος βαρύς το μάζεμα των λιγοστών αχτίνων
για κτίσιμο της μέρας
μια η φωνή απ΄το βαθύ πηγάδι των απόντων
χοντροί οι ρόζοι στο μυαλό των παραμορφωμένων
υποπόδιο για τις άνετες σοφιστείες


Στο πένθος της ομίχλης ο ρους των αποστάσεων
απ’ το μεγάλο δρόμο…


Δεν είναι πλέον μπορετό να ζήσουμε σε στάχτες
θα ψάξουμε για ψήγματα ζωής
χωρίς υποτροπή
υφάδι ατελείωτο σε σταθερό στημόνι…


................................................


Δε λέει να ξημερώσει
κι όλο σκιές
φαντάσματα από ξέχωρους πυλώνες
νάτην
μες στο πλατύ σαλόνι, φοβισμένη
στο έρμαιο των ανέμων
από στόματα μισάνοιχτα
περιτριγυρισμένη από κουφάρια

επέλεξε να μείνει
κι ήτανε μόνη όταν εβγήκε το επόμενο φεγγάρι…


................................................


Δύο η ώρα το πρωί
στρωμένη η νύχτα από βραδύς
κι η σιγή ακάλυπτη


Ξύπνησαν οι αισθήσεις των αγγέλων
πλάθουν τα χέρια μιαν ανάγκη
ν’ αγγίξουν ν’ αγγιχτούν
βγαίνουν οι νύμφες για χορό
κι οι νότες σκάβουν τον ορίζοντα


Στον τεντωμένο ίλιγγο ακροβατεί η έκσταση
στη θεία μυσταγωγία των αισθήσεων…


....................................................



Χωμένη στην απόσταση
η μέρα αφαιρεί τα νυχτικά της
και δραπετεύει τα χαράματα
αφανέρωτο το ολονύχτιο πάθος

Χοντρές σταγόνες
λαμπυρίδες του έρωτα
διάνθισμα στη σχισμή του στήθους
αμάραντη μυρουδιά στο δέρμα της επόμενης μέρας
και της επόμενης         και της επόμενης…


Γλυκιά Τετάρτη
στης ηδονής την μεσημβρίαν
ανελήφθης
καθώς αδιάφορο το σκοτεινό δωμάτιο
άνοιξε τα παντζούρια


................................................


Τη νύχτα που ξαναζωντάνεψε ο πόθος
κι ο πόνος σκάλιζε την αφορμή
και μύριζε νωπά φιλιά και ώρες περασμένες

Όταν τα μάγια ανεμίζαν στον ιστό
και στις σελίδες καταγράφονταν η μέρα
τότε
που απ’ τον πόθο
άρμεγες πόνο…

Μαγεία / Τυρίμου Γ. Ελένη


Το χάζευα τόσες φορές εκείνο το πρωί
και δεν το χόρταινα.
Θάλασσα και βουνό.
Τη μαγεία της ανυπόστατης φύσης.
Ενα δώρο αχαρακτήριστο, φανταστικό.
Το χάζευα λαίμαργα χωρίς τελειωμό.
Ηθελα να ’μουν πουλί να πετάξω ανάμεσά τους.
Να χαθώ στο βαθύ τους.
Γη και θάλασσα αχαλίνωτες.
Ηταν γλυκό εκείνο το πρωί.
Σαν παλιό κρασί
που σε μεθά.

[Στην κινηματογραφική αίθουσα] / Δημήτρης Καραγιάννης

Στην κινηματογραφική αίθουσα
αδιαπέραστο τους ανθρώπους
τύλιγε σκοτάδι.
Η φωτεινή της εξόδου ένδειξη
τα βήματα οδηγούσε
στη μεγάλη απόδραση.
Του έργου η προβολή σε επανάληψη
το τραγικό των πρωταγωνιστών τέλος
εκ των προτέρων γνωστό.

Πικρή πορεία / Αριστοδήμου Βάσος


Πότιζα το λουλούδι μου το αίμα του κορμιού μου
Ανθιζε το λουλούδι μου τον ήλιο του μυαλού μου
Φάνταζε πότε Μεσόγειος, πότε άνθος της φωτιάς, βόρειο σέλας
Κι εγώ με πρόσωπο τη γη αλάργευα τα ουράνια
Ενα ένα τ’αστέρια μου γίναν αγκάθια ατσάλι
Ενα ένα τα στημόνια μου γίναν κεντριά του σφήκα
Κόκκινα, γαλάζια, πράσινα κρύβαν κραυγές πνιγμένες
Κι ήταν το φως στον ήλιο τους άλλη όψη του ερέβους
Γεννήτορας ο χαλασμός οι ελπίδες παπαρούνες
Πικρό τρυγώ το γέλιο τους γλυκό το παραδίνω.

Παγωνιά / Τυρίμου Γ. Ελένη


Τα χέρια πάγωσαν
Η καρδιά έκλεισε
Και συ ακόμα μιλάς
Χωρίς να νιώθεις
Χωρίς να σε ακούς
Ερχεται παγωνιά
Και ο καυτός ήλιος
Σμίγουν δυο αντίθετοι μαχητές
Των ίδιων άκρων
Τι κρίμα που δεν ένιωσες
Ακόμα δεν νιώθεις
Κι ακόμα μιλάς
Να κάνεις τα ανύπαρκτα
Υπαρκτά.

Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014

Αν / Λαζάρου Σοφοκλής

Αν με λαξεύσεις
χέρι αγγελικό
σε άσπρο μάρμαρο
θέλω ελληνικό
το φως της η καρδιά μου
να χύνει γύρω
κι απ' τον αιθέρα τα αισχυλικά
οράματά μου
να στάζουν μύρο

Εφήμερα / Λυσιώτης Ξάνθος


Αγαπώ της αμέριμνης νιότης τη χαρά,
της εφήμερης νιότης μας την πλάνη
–πάντα της πεθαίνει μ’ ανοιχτά φτερά
στου ανεκπλήρωτου πόθου το λιμάνι.
Αγαπώ το ρόδο που το εξαίσιο του σκορπά
άρωμα και φυλλορροά μεσ’ το ανθογυάλι
το εφήμερο τραγούδι που παθητικά
σβήνει για να μην ακουστεί πια πάλι.
Και τα χρυσονείρατά μου τ’ αγαπώ,
και το φέγγος των ματιών σου το τόσο ωραίο–
κάθε τι αγαπώ μέσ’ τον κόσμο αυτό
που εφήμερο χάνεται μοιραίο.
Που εφήμερο σαν τον καπνό σκορπά
και σαν τον Έρωτα τον πρόωρα ξεχασμένο,
τον Έρωτα που σταλάζει στην καρδιά
τη γλυκιά νοσταλγία των περασμένων.
Κι ω ας ήταν όμοια στην καρδιά σου να σκορπούν
γλυκιά μια μνήμη οι εφήμεροί μου οι στίχοι
όταν τα βήματά μου πια δεν θ’ αντηχούν
και του καιρού θε να σιμώνει η Λήθη

Δεκαπεντασύλλαβοι του δεκαπενταυγούστου / Λυσιώτης Ξάνθος

(Απόσπασμα)
VI
Κι αν στέρεψαν τα σύνορα μέσ’ του καιρού το χάσμα
δεν έχει σύνορα η ψυχή στην απεραντοσύνη
κι ούτε τον πόθο δένουνε γκέμια και χαλινάρια.
Μα στου γιαλού σου αγάπη μου τα σύνορα αρμενίζω.
Βάζω τα σπλάχνα μου άγκυρα μέσ’ του βυθού τα πλάτια
αγκομαχούν τα κύματα στο φρουμαγμένο νότο
δεν είν’ καπνός η αγάπη μου γιά σύννεφο που σβήνει–
φωτίζουν το τιμόνι μου των κεραυνών πελέκια.

Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014

Πλατεία Τζέμα ελ - Φνα / Καλοζώης Γιώργος

Τούτη η πλατεία
σε λίγο θα γεμίσει
παραμυθάδες που αφηγούνται
με το στόμα και με το σώμα
ιστορίες για το πώς
πλάστηκε ο άνθρωπος
πώς ήταν και πώς ζούσε
πριν του δοθεί η χάρη της ομιλίας
τότε που το σώμα του δεν
είχε αποκτήσει συνοχή κι
ενωνόταν με τα πράγματα γύρω
του κι ακόμα
σε λίγο θα φτάσουν οι
μάγοι που σαγηνεύουν πριν
απ’ όλους τον εαυτό τους
που δένουν τους αγέρηδες
όπως τα τουρμπάνια και τους
ελέγχουν
ύστερα είναι οι άλλοι που
λένε την τύχη διαβάζοντας τα χέρια
τις οροσειρές και τα ποτάμια
που κυλούν χωρίς νερό μες στις
παλάμες
μην αμελήσεις να τους πληρώσεις
καλά
για να πουν μονάχα τα ευχάριστα
και τα καλά
για να σου πουν πως η ζωή σου
θα περάσει πίνοντας τσάι με μέντα
καπνίζοντας καπνό με γεύση μήλου
μέσα σε ναργιλέ
τίποτα άλλο γιατί τα βάσανά σου
τα γνωρίζεις
και προπαντός
μη μιλάς άλλο για το
γιαπί του εαυτού σου
σκέψου πως είσαι ένα
ανακαινισμένο ριάντ
με κήπο στην αυλή την εσωτερική
κι ένα μικρό σιντριβάνι
μες στο οποίο επιπλέουν
πέταλα ρόδων και τίποτα
παραπάνω
κι ότι έρχεσαι εδώ εκούσια
από μια άλλη χώρα
χαμένος μέσα στους λαβύρινθους
της πιο παλιάς μεντίνας
είχες προσλάβει οδηγό
αλλά ο οδηγός έτρεχε
είχες προσλάβει και δεύτερο οδηγό
αλλά ο οδηγός σου κουράστηκε
έβγαζες φωτογραφίες για να θυμάσαι
όχι πού πήγες
αλλά κυρίως ποιος είσαι
αλλά καμιά φωτογραφία αργότερα
δεν εμφανίστηκε
ούτε τα μπλε κεραμικά έφτασαν στην
πατρίδα σου σώα
ούτε το χαλί που ζήταγες
γυρίζοντας όλο τον κόσμο δε βρήκες
παρότι πήγες σ’ όλες τις διευθύνσεις
να βρεις το μαγικό χαλί το ιπτάμενο
γιατί δεν ήσουν αρκετά αγνός
και στη μεντρέσα δεν ήσουν καλός
μαθητής
πλενόσουν αδιάκοπα πλενόσουν
αλλά η ακαθαρσία δεν έφευγε
η αλαζονεία η κακία των άλλων
ήταν πάνω σου συνεχώς
κι όταν ξέβαφε η
χένα ζωγράφιζες άλλη με τα
ίδια νοσηρά μοτίβα
και υλικά