Κυριακή 23 Φεβρουαρίου 2014

δεν ειμαι πια οτι ημουν / Αβρααμίδου Χριστιάνα

το να ασχολεισαι με το ποιος εισαι και γιατι εγινες αυτο που εισαι
ειναι νομιζω πολυ επικυνδο πραγμα
σε φτανει στην τρέλα σε φτάνει σε αναρχια
ευτυχισμενοι οσοι ξεχνανε ποιοι ειναι στα αληθεια
και δεχονται ως αληθεια οτι και να ειναι

(Οι μέρες θέλουν να κοιμάσαι νωρίς) / Αβρααμίδου Χριστιάνα

Οι μέρες θέλουν να κοιμάσαι νωρίς
και να τελειώνεις σύντομα
με αυτούς τους διάλογους.
Κλείσε όμως πρώτα,
του πουκαμισού σου τα κουμπιά:
μου θυμίζουν τα παλιά
και δεν κάνει.

Ώρα κάτω από το νερό (απόσπασμα) / Αβρααμίδου Χριστιάνα

1.

Άλλοτε δεν υπάρχει ίχνος φωτιάς στο σπίτι,
και άλλοτε βρίσκονται μαζεμένοι
πέντε, δέκα αναπτήρες.
Ο ύπνος σου βαρύς,
σαν το τσιγάρο που μόλις έστριψες,
μα ακόμα δεν κατάλαβα
πως έφυγες το βράδυ.
Βολική όμως να ήξερες
πόσο μου στάθηκε η φυγή σου,
ευκολότερα αφού μάσαγα
στίχους μες την απώλειά σου.
Που γράφτηκαν ημιτελής,
στην αύρα του κορμιού σου
αν και ακόμα εκκρεμούν
φιλιά,
αγκαλιές,
και το πλατύ Αντίο.

* * *


3.

Σταθμεύεις το αυτοκίνητο πάνω στο πεζοδρόμιο,
μα το επόμενο λεπτό
το ψάχνεις μες το σπίτι.
Είναι η ένταση της τηλεόρασης
που σου αποσπά την προσοχή,
και οι μεγάλες αποφάσεις
που σε περιμένουν να τις πάρεις.

* * *


6.

«Άμυνα ή επίθεση παίζετε»;
ρώτησε ο προπονητής.
«Τι να σας πω»,
αποκρίθηκα,
«νόμιζα πως και τα δυο
είναι το ίδιο πράγμα».
Άρα...
ποτέ δεν έπαιξα κανένα απ τα δυο.


* * *
10.

Τις στιγμές που με ονειρεύεται η αγάπη,
γυρνάει πλευρό στο κρεβάτι.

* * *

16.
Ρωτάνε τους ποιητές,
παρενοχλούν και τους λογοτέχνες:
«πως γίνεται τη ψυχή να βγάζετε απ’ το σώμα
χωρίς να γνωρίζετε από γιόγκα
και ασκήσεις μεταφυσικής;»

* * *

36.
Ξέχασες τη σκιά σου
και αν θες περνάω,
να την αφήσω έξω απ την πόρτα.

Παρασκευή 21 Φεβρουαρίου 2014

ΚΑΙ ΠΑΛΙ Η ΠΟΙΗΣΗ / Βασιλείου Κώστας


Εύκολο είναι, είπε η Χελιδόνα
Να ζωγραφίζετε στους τοίχους κόκκινα πουλιά.
Το δύσκολο είναι να τα ζωγραφίζετε με αίμα
Και να ’ναι το αίμα ζωντανό
Και να ’ναι το αίμα φονικό
Και να ’ναι κόκκινο και μαύρο
Κόκκινο και φαρμακερό.
Τότε μονάχα θα μπορούσαν τα πουλιά
Να ζωντανέψουν, να πετάξουν και να τραγουδήσουν
Την άνοιξη, τον ήλιο και τον έρωτα
Τη θάλασσα, τον ουρανό και πάλι τον έρωτα
Η ποίηση είναι ο έρωτας κι ο έρωτας
Η λευτεριά η αγάπη

Η ΠΟΙΗΣΗ / Βασιλείου Κώστας


Η ποίηση είναι ένα πουλί
Είπε η Χελιδόνα – ένα κόκκινο πουλί
Π’ άλλοτε μεγαλώνει κι άλλοτε μικραίνει
Κι άλλοτε ανασταίνεται και άλλοτε πεθαίνει
Και πότε αλλάζει αποχρώσεις, απ’ το ρόδινο
Μέχρι το βαθυκόκκινο του φονικού
Και τραγουδάει την άνοιξη, τον ήλιο και τον έρωτα
Τη θάλασσα, τον ουρανό και πάλι τον έρωτα
Η ποίηση είναι ο έρωτας κι ο έρωτας
Η λευτεριά η αγάπη

Το Ίλαντρον (απόσπασμα) / Βασιλείου Κώστας

Θέλω να πω θκειέ μου Βασίλη,

Βασίλη βασιλέα μου 

φέγγος των αμμαθκιών μου·

κανένας εν σε θκιαβάζει

κανένας εν σε σκαμπάζει·

κανένας εν σε σαϊτίζει

κανένας εν σε πεϊντίζει

κανένας - ποιός τους καταρκάζεται

κανεί που έγραψες τ'αθάνατα ποιήματά σου 

τα βαρβάτα,

στα ζωντανά σου τα Ρωμαίϊκα τ'αμολόητα
τ'αρτσιάτα.

Γαντζωμένος στα μπράτσα του πατέρα


Βαρνάβας Π. Σωτήρης

Ατέρμονη βροχή

στην καρδιά του χειμώνα
ρηχός χείμαρρος
περνούσε ξυστά πλάι στο αλώνι

εκείνο το χρόνο χάσαμε  το άλογο ,
χωμένος στη λάσπη
μέχρι το γόνατο
ο πατέρας πάσχιζε
να σύρει στο στάβλο
ξύλινο άροτρο
παγερός αγέρας
θύελλα θολώσαν τον ορίζοντα
μικροί λόφοι  λουστήκανε σκοτάδι

ορμητικό νερό
μπήκε στην αυλή
η μάνα τρομαγμένη στο κατώφλι της βεράντας
με άρπαξε απ' το μανίκι,
ένα λευκό πουκάμισο τής έμεινε στο χέρι

θερμή πνοή αποτυπώθηκε
στο παγωμένο μάγουλο

μα δυνατότερα δέθηκε στη μνήμη
η δύναμη των δώδεκα χρόνων
που μ' έσπρωξε στα λασπόνερα
κατά το πρόσωπο του πατέρα

παγιδευμένος
κινούσε αδέξια τα χέρια
σχεδιάζοντας στον αέρα
κώδικες κινδύνου

ένα γιγάντιο κύμα φόβου
πάλεψε με του νερού το θεόρατο κύμα
και των κυμάτων η πάλη
με πήγε στην αγκαλιά του πατέρα .

Το νερό τραβήχτηκε στα χαμηλά,
ξανάσμιξε με το χώμα  στο αλώνι,
ο πατέρας όργωσε ξανά το χωράφι
θημωνιές φιλούσανε  τον ουρανό
σπουργίτια φάγανε σιτάρι στις παλάμες του

οι λεύκες που φύτεψε ψηλώσανε
φυλλωσιές δροσίζουνε περαστικούς τα καλοκαίρια
το χειμώνα κορφές καλοπιάνουνε τον άνεμο

μόνο εγώ γυμνός χειμώνα καλοκαίρι
γαντζωμένος γερά στα μπράτσα του πατέρα

παλεύω ακόμα ανάμεσα στα δυο κύματα.

ΜΗΤΕΡΑ / Βαρνάβας Π. Σωτήρης

 Αμίλητη η μητέρα καθόταν στην αυλή 
πλέκοντας τη ζωή της παπαρούνες
 στάχυα και τριαντάφυλλα
  μα πιο πολύ ζωγράφιζε με τις κλωστές
 αδύνατα πουλιά με ανοιχτές φτερούγες 
και πάνω τους ο ήλιος με τις αχτίνες του 
τα χαιρετούσε, 
χαμόγελο φωλιάς είτε του ύπνου ανάσα 
δε φάνηκε στη ζωγραφιά της 
εξόν στις ανθοδέσμες του θανάτου της. 

Ήχοι μ' ακολουθούν απ' το δοξάρι του αργαλειού 
μέσα στη νύχτα 

 και στα λευκά σεντόνια που ύφαινε 
διαβάζω διαδρομές 
ονόματα σταθμών στην ούγια τους τα γεγονότα.

οι μοιρασμένες Λευκωσίες

Μενεξεδένιες ομιλίες
στα παραθύρια της Κυριακής
οι μοιρασμένες Λευκωσίες του κόσμου
η μυστική αφροδίτη των παλιών ερώτων
και το μικρόν αλφαβητάρι...

Ανώνυμη μέρα μες στη Λευκωσία

Μια μέρα ανώνυμη χωρίς υποκρισίες,
απλή μες τ' άσπρο της φουστάνι,
να παίρνει δρόμο μες στ' ανώνυμα στενά της Λευκωσίας,
κάποια στιγμή να γίνεται χαδιάρα από τ' αγέρι,
λίγο περίεργη στις κάτω γειτονιές,
και ξαφνικά να παίρνει νόημα με μια θύμηση παλιά
τετράφυλλη
να σου χαμογελά
κι ώσπου να πιει το γεγονός μες στο ποτήρι
ν' αρχίζει πάλιν
ανώνυμη πορεία σ' ανώνυμα στενά
χωρίς να περιμένει κάποιον ερχομό,
κάποια συνάντηση, μια χειραψία,
έτσι γυμνή να μπαίνει μες στο εσπέρας...

Ιστορίες / Κεφάλα Ελένη


Στον Μιχάλη Χ.
Οι ιστορίες του παππού
τα παιδικά του χρόνια
το χωριό
η πρώτη του δουλειά στην πόλη
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η ξενιτειά
ο πόλεμος
η προσφυγιά
η ιστορία του παππού
που έφυγε μια μέρα έτσι απρόσμενα
όπως φεύγουν όλοι παππούδες
μια μέρα
έτσι απρόσμενα.

Μνήμη και παραλλαγές / Κεφάλα Ελένη

Είμ’ ένας άνθρωπος
που επιστρέφει συνεχώς από μια εκπρόθεσμη μνήμη
όπου το τέλος προηγείται αενάως της εκκίνησης.

Ειδωλολατρία
Η μνήμη μου
ένα τεράστιο κάτοπτρο
που καθρεπτίζει τα μάτια σου
και μέσα τους
των ματιών μου το είδωλο
που σ’ ονειρεύεται.
Τραγική ειρωνεία
Λέξεις που γέμισαν σκόνη απ΄την τόση σωπή
και δεν ξέρουμε πια τί σημαίνουν.
Ποίημα
Παίρνει χιλιάδες μορφές και μου ξεφεύγει
αφήνοντας πίσω του ρηματικές μεταστάσεις

[Κι απρόσειτο..]

... «Κι απρόσειτο καθ’ όνειρο
                στα τρίσβαθα ριγάει

                του ρημαγμένου νου»

Πέμπτη 20 Φεβρουαρίου 2014

Πέντε ποιήματα για τη Λευκωσία





Ετούτη η πόλη
γυναίκα
στη μέση του έρημου κάμπου.
Ψηλά η νύχτα
εγκλωβίζει τη σιωπή.

Στην αυλή του μουσείου
οι φοινικιές ανασαίνουν
την ερημιά σου.
Μέσα τα σπασμένα αγάλματα
ταξιδεύουν στις φλέβες
του μεσημεριού.

Η πόλη
ταξιδεύει
με κομμένη την ανάσα
της νύχτας της.
Από μακριά
οι δρόμοι
ανάπηροι την παρακολουθούν.

Στους φωταγωγημένους δρόμους
τα ηλεκτρόφωνα
σκοτώνουν
και τον τελευταίο ψίθυρο της
νύχτας.
Την αυγή
ο ιδρώτας του θανάτου
σμίγει
με τη λεηλασία της μέρας
που έρχεται.

Στο κέντρο της πόλης
τα σπίτια μοιρασμένα
αγκομαχούν.
Από κοντά
η πλατεία με τα λεωφορεία
φορτώνει
την ανάπηρη
πίκρα της.


5 Απριλίου 1979

Ώρες στη Λευκωσία




Και κάθομαι εδώ
μέσα στους ξένους ανέμους που περπατούν το κορμί σου.
Λευκωσία Λευκωσία
σε κυνηγώ μέσα στ' ατέλειωτα φώτα της νύχτας σου
μες στους ιριδισμούς των ηλεκτρικών
που τυραννούν την ψυχή μου
απόψε τα ηλεκτρόφωνα ξεχασμένα μου τρυπάνε τη θύμηση
σε κυνηγώ
μες στις σειρές των σκοτωμένων συντρόφων
βγαίνουν τις νύχτες με φαγωμένο το πρόσωπο
κτυπάνε τις πόρτες
Πράσινη Γραμμή Φυλακισμένα Μνήματα
η μνήμη του θανάτου σου με κομματιάζει
χρόνια τώρα φονικό στο φονικό
οι δρόμοι σου γέμισαν φαρμάκι και αίμα
τώρα ανεβαίνουν στις στέγες σου φωτεινές επιγραφές
αναδύεσαι μισή στο φως μισή στο σκοτάδι
οι νεκρές γειτονιές σου μας συσκοτίζουν
Λευκωσία Λευκωσία
σε κυνηγώ
μες στο μεθυστικό σου άρωμα που μου τινάσσει τη μνήμη
απόψε που ένα σύννεφο πουλιά
κατηφορίζει τις νεκρές λεωφόρους σου.


24 Αυγούστου 1980