Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 13 Δεκεμβρίου 2016

Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε το 1949 στη Λεμεσό από γονείς Μικρασιάτες, πρόσφυγες του 1922. Σπούδασε Φιλολογία στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στη Μέση Εκπαίδευση. Αφυπηρέτησε ως Διευθύντρια του Λανιτείου Λυκείου Α΄ και Συντονίστρια Διευθύντρια σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης πόλης και επαρχίας Λεμεσού. Είναι Γραμματέας του Κυπριακού Κέντρου Συγγραφέων ΠΕΝ και Πρόεδρος του Συνδέσμου Μικρασιατών Κύπρου για την ίδρυση του οποίου πρωτοστάτησε.



Εξέδωσε τα βιβλία: 

α) Ποίησης: 
  • «Τοις Εντευξομένοις», 
  • «Ενεστίαση», 
  • «Εννιά Ποιήματα», 
  • «Ένας Αργοναύτης ανάμεσα στις Συμπληγάδες», 
  • «Ποιητική αδεία Λεοντίου Μαχαιρά», 
  • «Κάτοπτρον Έρωτος και Θανάτου», 
  • «Το Περίσσευμα της Σιωπής». 
β) Διηγήματα: 
  • «Αλέξανδρος Εμμανουήλ Κεχαγιόγλου», 
γ) Θέατρο: 
«Αξιοθέα». 
Παράλληλα εξέδωσε και τις Ανθολογίες: 
  • «Face of an Ιsland», 
  • «Λεμεσός – Η μπαλάντα της πόλης μου», 
  •  «Ως θυμίαμα»-Μικρή ποιητική Ανθολογία για τους ηρωομάρτυρες Σολωμό Σολωμού και Τάσο Ισαάκ, 
  • «Η Ευρώπη στην Κυπριακή Ποίηση».


  • Βραβεύτηκε με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης το 1986, 
  • με Τιμητική Διάκριση από τον Σύνδεσμο Φιλίας Ελλάς-Κύπρος το 1993 σε Διαγωνισμό Διηγήματος, 
  • με Α’ Βραβείο Διηγήματος της Εθνικής Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών Κύπρου το 2005 και 
  • με Α’ Βραβείο Ποίησης στο Γ’ Φεστιβάλ Ποίησης Θεσσαλονίκης 2007. 
Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα Αγγλικά, Γαλλικά, Γερμανικά, Αραβικά, Ισπανικά, Φιλλανδικά και Ρουμανικά. Με ποιήματά της Χαϊκού εκπροσωπεί την Κύπρο σε Παγκόσμια Ανθολογία Χαϊκού.

πηγη: http://www.foni-lemesos.com
http://www.eeel.edu.gr/savvidou%20cv.htm

Η φωνή της Μεσογείου /Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


Μας ενώνει η Μεσόγειος.
Σου στέλνω στα κύματα
τη φωνή της χαράς και του πόνου μου.
Τα σχοινιά που συγκρατούν τις βάρκες
δένουν στους κόμπους τους τις λέξεις
της αγάπης, της απόγνωσης, της προσευχής
που απευθύνω στη θάλασσα.

Κρατούν γοερά,
βυθισμένα στο υγρό της σώμα.
Πως λικνίζονται σαν τα αισθήματα
που είναι εδώ και δεν είναι.
Προορίζονται για το δέσιμο των ανθρώπων
από ακρογιάλι σ' ακρογιάλι.


Πόσων ανθρώπων
η μνήμη
κοιμάται και ξυπνά στη θάλασσα.
Στη θάλασσα που
μαλακώνει τα δεσμά.
Στη θάλασσα που
συγκρατεί τους πόθους.
Στη θάλασσα που
εντείνει τον οίστρο.
Στη θάλασσα που
γεννά τους ποιητές,
που είναι η φίλη
της φίλης της ποίησης.

Μας ενώνει η Μεσόγειος.

Ο εντολοδόχος / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα

Με τάραξες
με μοίρασες στα δυο
ανάμεσα στο χτες και το αύριο.
Να φέρεις, λες, καναρίνι,
ν’ ακούω κάθε στιγμή το ηδονικό του λάλημα.
Ποιος;
Εσύ, ένα μέτοικος αλεξιπτωτιστής
μες στην αυλή της ζωής μου
που ο θάνατος την μαρμάρωσε
του αγαπημένου
που ‘χε καναρίνι κι άκουε το ηδονικό του λάλημα.
Ποιαν αγάπη ανεξάντλητη
αντλείς απ’ το πηγάδι της απώλειας;
Ποιους χρόνους άχρονους
ανασταίνεις;
Με ποιο δικαίωμα εισέρχεσαι στο παρόν
να φέρεις σαν τον αγαπημένο
ακούσματα απ’ το παρελθόν;
Ποιος είσαι εσύ
που με μιαν άλλη γλώσσα
μιλάς σαν τον αγαπημένο;
Εντολοδόχος της μνήμης του;
Των χαρισμάτων του απόηχος;
Αγγελιοφόρος από την άλλη όχθη
ν’ ακούω, να αισθάνομαι, να γεύομαι δωρεά που είχα
ως να μην έφυγε ποτέ απ’ την αυλή μου
ως να μην υπήρξε ποτέ ο θάνατος;

ΑΛΩΘΗΚΑΜΕ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




Ένας δούρειος ίππος
περιμένει έξω απ’ την πόρτα.
Τον γνωρίζουμε καλά
από τα αναγνώσματά μας
της επικής εποχής.
Κοιτάζουμε καιρό
απ’ την κλειδαρότρυπα
επιφυλακτικοί.
Δεν του ανοίγουμε.
Αλλά ξαφνικά
εμείς βρισκόμαστε έξω
κι αυτός μέσα,
χωρίς αίματα και φωνές.
Αλωθήκαμε
γιατί δεν είχαμε ολική θέα.
Η κλειδαρότρυπα μάς ξεγέλασε.

ΤΟ ΛΑΘΟΣ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




Το σπίτι μας τώρα
έγινε καθρέφτης,
όχι στιλπνός και προοπτικός.
Ένας καθρέφτης
που διαστρέφει
τις γραμμές και τις μορφές.
Κατάστικτες τις καρφώνει
με μαύρα σημάδια,
ξεφτίδια σκουριάς.
Ο καθρέφτης αφηγείται το λάθος.

Τό δάσος μέ τους κίονες / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Πέρασε ἀπ’ τήν αὐλή τῶν πορτοκαλλιῶν
πρῶτα
Μήν ξεχάσεις τό μονοπάτι τῆς μυρτιᾶς
νά γοητευτεῖς
νά ἐρωτευτεῖς
νά ἐξαγνιστεῖς
Σέ περιμένει τό δάσος μέ τους κίονες
Πάρε καί τά πουλιά
μαζί μέ τούς ἀνθούς
στόν κόρφο ἤ τά μαλλιά σου
Σέ περιμένει ο χορός τῆς ψυχῆς
Σέ περιμένει στό δάσος

Κερύνεια ΙΙ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Σέ διάπλου ὀνείρου
ταξιδεύω
μέ καράβι ἀρχαῖο
συναντῶ βυζαντινά τρόπαια
σέ ἀκτές μ’ ἀροδάφνες
ἔμβρυα σέ πύθους προϊστορικούς
πού δέ γεννήθηκαν ἀκόμα
τειχιά κάθετα
κάστρων ἀναγεννησιακῶν
συμπλέω μέ δελφίνια
πού θεοί τά ἱππεύουν
ἀκολουθῶ ταύρους καί ζαρκάδια
πού κολυμποῦν
μέ καταγωγή Μικρασίας
ἀπ’ Ἀνατολή σ’ Ἀνατολή
ἀπό Βορρά σέ Βορρά

Ταξιδεύω πλοηγός
ἀνέμων πού ὑπόσχονται
σέ φορά μίσους
νά μήν ξεμπαρκάρουν
ξανά ἀπ’ τό ἀσκί

Πατριάρχες εὐλογοῦν
μέ μανδύες σάν βουνῶν πλαγιές
τ’ ἀκρογιάλια πού ἔφυγαν
τ’ ἀκρογιάλια πού θἄρθουν

Σέ διάπλου ὀνείρου
ταξιδεύοντας χαρτογράφω
σάν νιογέννητος γεωγράφος
σάν ἀρχαῖος Ἀναξίμανδρος
νοερές εὐλογίες τυφλῶν ποιητῶν
σέ σχῆμα ἰχθύος
σέ σχήμα νησιοῦ, τοῦ δικοῦ μου νησιοῦ

Τελετή το ταξίδι εὐπλοίας
πού ἀτέλειωτη μένει
σάν ξυπνῶ
ὑμνωδία πού χάνει τή φωνή
κι’ ἡ λειτουργία μαρμαρώνει
σάν ξυπνῶ
ὁ πλωτάρχης ἐγώ τοῦ ὀνείρου
ὁ φυγάς
ὁ φευγᾶτος
ὁ πρόσφυγας

στό νησί τό μισό

Ὁ χορός / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ὁ  Ὄνειρος ἔσερνε τό χορό
μέσα στό ἄδειο σπίτι.
Ἀπό κοντά τ’ ἀδέλφια του
ὁ Ὕπνος καί ὁ Θάνατος.
Ἀχός δέν ἀκουγόταν.
Ὁ Δέντρος ριζωμένος ἀντιστύλι
χρόνια
ἔνιωθε τούς κραδασμούς τοῦ ἐφιάλτη
κι΄ ἄντεχε
ἄντεχε.
Σάν τόν σταυρό
ἰσορροποῦσε…

Ἁλωθήκαμε / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ἕνας δούρειος ἴππος
περιμένει ἔξω ἀπ’ τήν πόρτα.
Τόν γνωρίζουμε καλά
ἀπό τά ἀναγνώσματά μας
τῆς ἐπικῆς ἐποχῆς.
Κοιτάζουμε καιρό
ἀπ’ τήν κλειδαρότρυπα
ἐπιφυλακτικοί.
Δέν τοῦ ἀνοίγουμε.
Ἀλλά ξαφνικά
ἐμεῖς βρισκόμαστε ἔξω
κι’ αὐτός μέσα,
χωρίς αἵματα καί φωτιές.
Ἁλωθήκαμε
γιατί δέν εἴχαμε ὁλική θέα.
Ἡ κλειδαρότρυπα μᾶς ξεγέλασε.

Marginalia / Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα και Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου (Απόσπασμα)

Έλενα Τουμαζή Ρεμπελίνα

Ηράκλειτος

Το όνομα ως ρήμα 
η λέξη ως ρήμα 
ο λόγος ως ρήμα. 
το όνομα ως σαρκωμένος χρόνος
η σάρκα ως ρήμα...



Άτιτλο

Δεν βλέπετε ότι υπάρχω;
Ότι είμαι γυναίκα, 
ότι ανασαίνω;

Δεν το βλέπετε; 

Άτιτλο 1

Ο Νάρκισσος 
είναι η πρώτη μας 
ταυτότητα.

Αλλά δεν είναι 
η ανθρώπινή μας 
ταυτότητα. 

Άτιτλο 2

Καιρός να συναντηθούν 
ο άνδρας και η γυναίκα 
σε μιαν Άνοιξη
που τους χωρά και τους δύο 
μέσα στη ξεχωριστή ομορφιά τους. 

Μ΄ ένα τίποτα 

Πως ορίζεις ταπεινά 
τη δική σου μάνα 
το δικό σου πατέρα
για να βγεις να περπατήσεις 
ελέυθερη 
στον κόσμο; 


Μόνα Σαββίδου Θεοδούλου  



Οδός Ναρκίσσου 

Κατευθύνεται σε αδιέξοδο 
πυκνό σκοτάδι. 
Βλέπει μόνο 
τον εαυτό της 
σε απατηλούς καθρέφτες
πολλαπλούς. 


Ποίηση

Είναι απόκρυψη ευατού;
Είναι μυστική οδός; 
Είναι μετερίζι και υπέρβαση;
Δεν είναι ελευθερία λόγου. 
Είναι όμως λόγος ελευθερίας. 


Της μεταμόρφωσης

Μία ευχή, 
μια ανάστροφη νοσταλγία, 
ένα πόθος τυφλός, 
όταν ανοίγουν τα επουράνια
να αναλυθώ σε φως. 


Ήρθε 

Ήρθε και με βρήκε 
ο ουρανός. 
Πως ήξερε
ότι τον σκέφτηκα; 


Το επίθετο 

Στη λέξη παρουσία
χρειάζεται πάντοτε 
και το επίθετο ορατή. 
Ορατή παρουσία, 
αφού υπάρχει 
και η αόρατη παρουσία. 

Πέμπτη 2 Οκτωβρίου 2014

Σάν τουρίστες / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Θά κρατοῦμε τό κεφάλι μας
κάτω ἀπ’ τόν ὦμο.
Ὄχι, δέν εἴμαστε μάρτυρες
οὔτε ὅσιοι.
Ὄχι, δέν εἴμαστε ξενητεμένοι
οὔτε μετανάστες.

Πρόσφυγες εἴμαστε
πού ἐπισκεπτόμαστε σάν τουρίστες
τά σπίτια μας
ἀκέφαλοι
ματαιωμένοι
χωρίς ταυτότητα.

Πρίν γίνουμε στῆλες ἅλατος
βρέ ἀδερφέ,
ἕναν καφέ θά τόν πιοῦμε…!

Ὀφθαλμός δίκης / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Τό σπίτι τὄχουν μυρώσει
νήματα σάν ἐκκλησιά
οἱ περικοκλάδες, τ’ ἀναρριχητικά
τ’ ἀγριόχορτα.
Τὄχουν μυρώσει
κυκλωτικά τά δέντρα,
ἔνοικοι οἰκεῖοι
συγγενεῖς
φίλοι κι’ ἀδελφοί
τῆς φύσης.
Τά δέντρα εἰρηνεύουν
τίς ψυχές τῶν ξεριζωμένων,
ψυχές-θεατές τοῦ σπιτιοῦ
ἀπό τηλεσκοπίου,
τριάντα τόσα χρόνια
κρυμμένοι παρατηρητές
πίσω ἀπό τά ἐχθρικά φυλάκια
νά παρακολουθοῦν
σάν φυσιολάτρες μυστικοί
σάν ἕνας πελώριος ὀφθαλμός δίκης
τό χαμένο τους σπίτι.

Ἡ Ποίηση / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


Α’
               
Κι’ ἡ ποίηση
ἕνα κουτί ἀπό φίλντισι
πού καρτερεῖ
τήν Πανδώρα του

τό χρῶμα τῆς ὕπαρξης
ἀπ’ τήν ὀξείδωση τῆς θλίψης

ἕνα ταξίδι
στό λαβύρινθο τῆς μνήμης

γράφει τή ζωή
ἀντίσταση στό θάνατό της
γιά νά πληρώνει
αἰώνων τίμημα
στίς ἄγρυπνες ὧρες.

Κι’ ἡ ποίηση
ἡ ἐπιλογή τῆς μνήμης
ν’ ἀναδύεται.

Κι’ ἡ ποίηση
λιποτάκτης ἀπ’ τό ἐκκρεμές
τοῦ χρόνου, σύμμαχος τοῦ καιροῦ

εὐεργεσία τῆς στέρησης

περίσσευμα τῆς ἀγωνίας

σύντροφος τοῦ ὀνείρου
ἡ προσωπική
καί οἰκουμενική μας ἀλήθεια

Κάθε δέντρο / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Κάθε δέντρο μέ διδάσκει
νά ἰσορροπῶ στόν ὁρίζοντα

Κάθε δέντρο μέ διδάσκει
νά ριζώνω στό θάνατο

γιά νά ἐρωτεύομαι τή ζωή

Ἡ ὥριμη ἡλικία / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




               
Χωρίς δωμάτιο
Χωρίς σκεπή καί γῆ
και δίχως παραθύρι
Ἀρκεῖ τό σῶμα σου
νά ἐνίσταται στίς χρόνιες πορεῖες
στόν ἐγκλωβισμό
στήν ἡμικατοχή τῆς πατρίδας
Ἀρκεῖς καί ἐπαρκεῖς
νά ἐνοικεῖς στό ποίημα
πού διεκδικεῖ
καί ἀπαιτεῖ τό χῶρο
τῶν προγόνων σου και τῶν παιδιῶν σου
τό χῶρο τῶν αἰώνων
ὅπου κατοίκησαν ἡ ἀ-λήθεια
τά ὁράματα
κι’ οἱ προσευχές μας

Ὁ διψασμένος / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα


               
Ἕνα βαθύ πηγάδι
ὁ Ἔρως
Σκύβω νά καθρεφτιστῶ

Ρίχνω μαντήλι
ὑγραίνεται στό δάκρυ του
Ρόδο του ρίχνω
ὁ ὕπνος του εὐωδιάζει

Σκύβω νά καθρεφτιστῶ

Πηγάδι ξεροπήγαδο
Πηγάδι ἀναβρυτάρι
Ποιός θέ ν’ ἀντλήσει τό νερό
Ποιός θέ νά σ’ ἐξαντλήσει
πού ὅποιος τό πιεῖ
δέν ξεδιψᾶ.
Κι’ ὁ διψασμένος ἔρημος;

Τρίτη 18 Μαρτίου 2014

ΕΚΜΗΔΕΝΙΖΟΝΤΑΣ ΤΟ ΚΕΝΟ / Σαββίδου- Θεοδούλου Μόνα




Βάφω και ξαναβάφω τους τοίχους.
Δεν υπάρχει σπιθαμή
χωρίς ζωγραφιά.
Αφίσες, νωπογραφίες, φωτογραφίες
συνωστίζονται να πληρώσουν
το κενό της απόστασης.
Εισπράττω την ελευθερία του χώρου.

«Το περίσσευμα της σιωπής» (μικρό απόσπασμα)

 «όνειρο και μνήμη»
 
                «Ένα δευτερόλεπτο μνήμης

                συναγερμοί ονείρων».
 
............
                Σε διάπλου ονείρου

                ταξιδεύω

                με καράβι αρχαίο

                συναντώ βυζαντινά τρόπαια.
................

       
                Όνειρος έσερνε το χορό

                μέσα στο άδειο σπίτι

                Από κοντά τ’ αδέλφια του

                ο Ύπνος κι ο Θάνατος.