Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολυβίου Λάμπρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πολυβίου Λάμπρος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Γενικώς Χρεωστούμενα: Ποιητική Συλλογή του Λάμπρου Πολυβίου εκδοθείσα το έτος 2016


Βραδιάζει
Βραδιάζει κι
είναι η ώρα που
σε ονομάζω άστρο,
που μετράω όλα τʼ άλλα
και σταματάω μονάχα
στο δικό σου,
να μην πέσεις φοβάμαι
και μείνω με
εκπληρωμένη ευχή
χωρίς εσένα…

Η Ευτυχία της Τετάρτης
Τετάρτες βράδια ερχότανε
ξέρεις, εκείνα τα βροχερά
τʼ ανύποπτα,
που έσφυζαν με υποχρεώσεις,
άξιες σαρκασμού
μα εγώ τα χαιρόμουν.
Βιάσου, είπες,
και κατεβήκαμε εκεί,
Λάζου Εξάρχη χωρίς ομπρέλα,
ζωντανοί νιώθοντας
-τι μεστή λαχτάρα-
Εσύ μπροστά,
εγώ πίσω,
προσπαθώντας να σε φτάσω μια ζωή.
Κοντοστάθηκα κι απόρησα,
τι ποιόν έχει η ευτυχία,
και περπατήσαμε χέρι-χέρι,
δειλά χαμογελώντας.
...
Μαζί Ξεχωριστά
Άντρες που βιάζονται,
έτσι έβλεπες τουλάχιστον
και γυναίκες δήθεν
πως το πάνε αργά.
Ήταν μάλλον αργά κι ο τρόπος
που ξενοδινόσουν,
περιττά λόγια για το τίποτα.
Ένας κουφός που θέλει
να μιλήσει και να ακουστεί,
ωτίτιδες,
κόγχες κόκκινες
και προκλητά ραιβόκρανα,
με αντιβίωση
που επίτηδες σε ταλαιπωρεί,
γιατί ο βιολογικός πόνος
αξίζει περισσότερο
βεβαίως,
απʼ το κρασί που σου
φάνηκε πολύ ξηρό
για τον βρώμικό σου
ουρανίσκο.
Αγάπησες και το ʽχεις πει
κάπου δεκαπέντε φορές μέσα
σε μια πρόταση με δύο
υποκείμενα,
στον τρόπο που χαμογελάς και
στον τρόπο που φτύνεις
όταν σου απευθύνουν
ξαφνικά το λόγο.
Μισά τα Χριστούγεννα που
καθόσουν
ακόμη και τώρα
κι άλλα τόσα
που στεκόσουν στις μύτες
για να προσκυνήσεις,
με κλειστά τα βλέφαρα
κι ανοιχτό φερμουάρ
στο σακάκι, ζεσταινόσουν...

Ο ανθοπώλης / Πολυβίου Λάμπρος


Αφελή ανθοπώλη της Αγίας Σοφίας
που φωνάζεις "πάρτε λουλούδια πριν τελειώσουν"
που να'ξερες
πως του Θανάτου την ιδέα συνεχίζεις
αφού απ'το κοιμητήριο
τα κλέβεις ένα ένα
για να τα πάρει κάποιος περαστικός
πικρά μετανοιωμένος
στην προδωμένη αγάπη του
σαν πέθανε κι αυτή,
στεγνή και απατημένη.

Οι θύμησες:: Ποιητική Συλλογή του Λάμπρου Πολυβίου εκδοθείσα το έτος 2015

Μια Βροχερή Ελευθερία
Αδειανές γωνίες ενός μακρινού
παρελθόντος.
Κάθε μια κι από ένα ξέσπασμα βροχής.
Αντικαταθλιπτικά και βοές
σε τόπους παλινδρομούντες.
Χέρια που δίστασαν να σε φωλιάσουν
κι άλλα τόσα που έδειξαν
τον σταυρωμένο σου εγωισμό.
Κλέψε με πάθος εμένα,
μια δικιά μου ματιά
και κάνε με φως αβέβαιο, αδίστακτο
κι ημιτελές.
Τσάκισέ με κι άσε με να πετάξω
όπως πρώτα.
Σάπιες ιστορίες,
ψαλιδισμένες όπως πρέπει
κι όπως τύχει.
Μάτια που παλιμπαιδίζουν
φτου ξελευθερία λες
και κλαις.
Γιατί δεν γουστάρεις που ʼσαι
ένας αδειανός, ελεύθερος καρδιάς.
Τολμώ να σʼ ονειρεύομαι όμως.
Κι αυτό κάτι είναι…
Η Απελπισία
Θα μπορούσα μαρτυρικώς να ξεψυχώ,
μακριά σου όπως άλλοτε.
Λένε πως κάθε πληγή και μια σφοδρή
απάτη.
Σχεδόν αυτούσια η Καρδιά,
με απώλειες καθ΄ οδόν
για μια ολοκλήρωση ανάγκης και μόνο.
Ξοδεύω κορυφές για να σε φτάσω,
κι όπως βλέπεις,
βήμα δεν κάνω χωρίς εσένα.
Κοιτώντας σε, λυτρώνομαι.
Σ΄ ερωτεύομαι και σε μισώ,
τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Σαν αδαής περιφέρομαι σε ανοικτίρμονες
δρόμους,
άδικα φώτα τροχαίας,
κοιτάω πάντα προς τα πίσω,
και φοβάμαι, στο λέω.
Γυάλινα δικά μου χρέη,
μια ζωή και πέντε για να σε ξεπληρώσω,
μα ανυποτάκτως υποχωρώ χαμογελώντας.
Βαρέθηκα που σʼ ερωτεύομαι σαν παιδί
και που σʼ αγαπάω σαν ενήλικας.
Ελπίζοντας βαριανασαίνω
σε μια οξύμωρη διαδρομή,
το ίδιο -αν θες- κάνε απέναντί μου.
Οι ξοφλημένες καρδιές θα κρύβουν πάντα
ξοφλημένους ανθρώπους.
Και ρε γαμώτο είχες δίκαιο.
Ξοφλήσαμε παρέα αγάπη μου…

Λάμπρος Πολυβίου (μικρή αναφορά)

Ο Λάμπρος Πολυβίου γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1988. Είναι απόφοιτος του τμήματος της Ιατρικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Ποιητικές συλλογές :


  • Οι θύμησες, 2015 και 
  • Γενικώς Χρεωστούμενα, 2016
(εκδόσεις : Κεντρί) 

Μια Βροχερή Ελευθερία / Λάμπρος Πολυβίου


Αδειανές γωνίες ενός μακρινού
παρελθόντος.
Κάθε μια κι από ένα ξέσπασμα βροχής.
Αντικαταθλιπτικά και βοές
σε τόπους παλινδρομούντες.
Χέρια που δίστασαν να σε φωλιάσουν
κι άλλα τόσα που έδειξαν
τον σταυρωμένο σου εγωισμό.
Κλέψε με πάθος εμένα,
μια δικιά μου ματιά
και κάνε με φως αβέβαιο, αδίστακτο
κι ημιτελές.
Τσάκισέ με κι άσε με να πετάξω
όπως πρώτα.
Σάπιες ιστορίες,
ψαλιδισμένες όπως πρέπει
κι όπως τύχει.
Μάτια που παλιμπαιδίζουν
φτου ξελευθερία λες
και κλαις.
Γιατί δεν γουστάρεις που ’σαι
ένας αδειανός, ελεύθερος καρδιάς.
Τολμώ να σ’ ονειρεύομαι όμως.
Κι αυτό κάτι είναι…

Κυριακή 16 Απριλίου 2017

Στον Σταθμό / Λάμπρος Πολυβίου

Τελειώνει σαν κακόφημος οιωνός
η μεθυσμένη ανάσα.
Δεσπόζει και σέρνεται 
Σαν την άθλια ζωή σου.
Στη στάση πάντα κάθεσαι 
κι αδημονείς με περιττή αυταρέσκεια,
κάποια διαμελισμένα
σφύγμοντα αστεία που τα λες 
μόνο σε ένα ξαπλωμένο.
Ένας συρμός που ενώνει 
το πριν με το ποτέ.
Τον πατάς και λες «σκουπίδι»,
γυαλιστερό και άτιμο μεν,
Αλλά μαζεμένο από εσένα.
Δεν έρχεσαι.
Κι έτσι όλη η πλάση μετουσιώνεται
για μας τους ξεγραμμένους.
Γίνεται δίψα και φιλότιμο,
σαν θύτης που σου χαρίζει
την επόμενη στιγμή.
«Ξεκουμπίσου» προστάζεις και σέρνεσαι 
επτά το βράδυ σε κάτι κοροιδεύοντες φιλέσπλαχνους,
εσύ και η ψυχή σου η τρύπια.
Μετάνοιωσες και με είδες.
Τι νόμισες.
Μόνος μου κάνω τον τυφλό χρόνια 
τώρα για να σε νιώθω καλύτερα.