Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα Κυπρίων Ποιητών και Ποιητριών για τον μαύρο Ιούλη της Κύπρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Ποιήματα Κυπρίων Ποιητών και Ποιητριών για τον μαύρο Ιούλη της Κύπρου. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Ποιήματα Κυπρίων Ποιητών και Ποιητριών για τον μαύρο Ιούλη της Κύπρου




 Εισαγωγικό: Δημήτριος Γκόγκας


Στη σύγχρονη ιστορία της Κύπρου η Τουρκική εισβολή ίσως είναι το σημαντικότερο γεγονός. Μισός αιώνας τώρα και δεν έχει αποδοθεί ούτε δικαιοσύνη ούτε έχει βρεθεί λύση. Η βαρβαρότητα που επέδειξαν οι κατακτητές, η καταστροφή και τα δεινά που υπέστη η ελληνοκυπριακή κοινότητα αποτυπώνονται πλήρως στην ποίηση των ποιητών και ποιητριών της Κύπρου. Πηγή έμπνευσης η εισβολή του 1974 ελευθέρωσε πληθώρα συναισθημάτων και παράλληλα μία ασίγαστη αναζήτηση ευθυνών και διαρκών προβληματισμών. Έντονα διακρίνει ο αναγνώστης τη τραγικότητα των στιγμών, τον θρήνο, την απώλεια αγαπημένων προσώπων, την απουσία των γονιών από τα σημαντικά γεγονότα των οικογενειακών στιγμών. Σε πολλές ποιητικές στιγμές διακρίνεται η οργή αλλά καθώς ο πόνος δεν έχει παρέλθει είναι απόλυτα δικαιολογημένος. Η σημαντικότητα αυτού του γεγονότος στη ζωή μας συνεχίζεται καθώς αποτελεί ένα από τα εθνικά προβλήματα που χρήζουν λύσης. Και όσο η λύση δεν έρχεται τόσο η πένα του ποιητή θα σκιαγραφεί την πίκρα της πηγής.

Αποτυπώνοντας αυτές τις σκέψεις συνέλεξα από το αρχείο μου ποιήματα των παρακάτω Κυπρίων Ποιητών και Ποιητριών (κατά αλφαβητική σειρά) που αναφέρονται στην Τουρκική Εισβολή του 1974. Αν διαβάζοντας υπάρχουν ποιητές και ποιήτριες που θα ήθελαν να συμπεριληφθούν σε τούτη την μικρή ανθολόγηση μπορούν να μου τα αποστείλουν.

1.      Ανδρέου Ειρήνη
2.      Ανδρέου Παύλος
3.      Γκόγκας Δημήτριος
4.      Ζαφειρίου Λεύκιος
5.      Καιμακλιώτη Αγγέλα
6.      Καπανδρέου Ανδρέας
7.      Κράλης Μάνος
8.      Κώστας Μανιζατές
9.      Μηχανικός Παντελής
10. Μόντης Κώστας
11. Νικηφόρου Αντρούλα
12. Ορφανίδης Νίκος
13. Παγιάση – Κατσουρή Ντίνα
14. Παιονίδου Έλλη
15. Παπαγεωργίου Αδελαίδα
16. Πασιαρδής Μιχάλης
17. Παστελλάς Ανδρέας
18. Πενταράς Νίκος
19. Περικλέους – Ονουφρίου Αντριάνα
20. Πηλαβάκη Βέσπω
21. Πυλιώτης Αχιλλέας
22. Σαββίδου – Θεοδούλου Μόνα
23. Σταυρίδης Φοίβος
24. Τέμβριου Αθηνά
25. Τυρίμου Ελένη
26. Χαραλαμπίδης Κυριάκος
27. Χριστοδουλίδης Γιώργος
28. Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου



Ειρήνη Ανδρέου

Κι η προδοσία στέφθηκε με κλάδο ελιάς
Εσείς που πάνω από ηρώων μνήματα κομπάζετε

με δάφνινα στεφάνια και λόγια πατριωτικά

μα την θυσία τους ασύστολα ντροπιάζετε...
μέχρι τα μπούνια βουτηγμένοι στην βρομιά,

Αυτοί που αμούστακα παιδιά ζώναν μ' εκρηχτικά

κι είχαν για σύνθημα Πατρίς Θρησκεία Λευτεριά

τα στέλνανε σφαχτάρια τρυφερά στου λύκου
τη φωλιά
δεν ξέραν πως ο θάνατος τα καρτερούσε
στη γωνιά;

Για ποια Πατρίδα ποιά θρησκεία , Λευτεριά

καυχιέστε

εσείς που επροδόσατε κάθε ιδανικό...
Τον θάνατο Αθάνατο με στόμφο τον ελέτε
της Μάνας δεν σηκώσατε ποτέ σας τον σταυρό..........

Κι αυτοί που δεν ζωστήκανε μ’ εκρηκτικά

μα μόνο φανατίζανε αμούστακα παιδιά

για ένα μίσος που το λέγανε αγώνα Λευτεριάς
ήταν οι ίδιοι που ήρθανε ξανά και φέρανε την συμφορά

Κι η προδοσία στέφθηκε με κλάδο ελιάς



**
Παύλος Ανδρέου
Ιδιοποίηση
Ο παππούς, ένδακρυς, σχολίαζε εμφατικά

το γέμισμα του ήλιου,

ναρκωμένος σε μια ενδοφλέβια θάλασσα.
Να μου μιλά, να της μιλά.
Ο εκσφενδονισμός των διηγήσεών του
μεταφερόταν απ’ τον ουρανό πίσω σε αυτόν.
Παππού, είμαι η επαλήθευσή σου.
Κι αν τώρα η μνήμη σου στένεψε,
θυμάμαι εγώ να σου πω για την Αμμόχωστο.
Το χρώμα που ιδιοποιήθηκε ο ήλιος.




**
Δημήτριος Γκόγκας

Ιούλης μήνας

Το μικρό παιδί έκλαιγε μέσα στη κούνια.
Πονούσε.
Ήταν κι αυτός ο καψερός ήλιος του μήνα.
«Του προφήτη Ηλία είναι σήμερα» είπες
πηγαίνοντας πέρα δώθε φορώντας μια μαύρη ποδιά.
«Ν΄ ανάψουμε κι ένα κερί. Βοήθειά μας»
Η ξύλινη κουτάλα αφέθηκε μ΄ ένα ήχο άγνωστο στη γαβάθα.
«Φήμες θα είναι» μονολόγησες
κι έπιασες το τρομαγμένο βλέμμα του κύρη σου.
Έκαιγε ο ήλιος, θρακιά στο μαγκάλι, έσταζε μολύβι.
Οι ξερολιθιές άστραφταν.
Σκόνη αιώρημα και αποτύπωμα μιας αρβύλας
στους δρόμους που χάραξαν βασιλείς, κηδεμόνες και ιερατείο.
Μια γραμμή διακριτή με ασημόχαρτο και οι εισβολείς σε περιτύλιγμα.
Ένα θρόισμα από φτερά ανεμόπτερου, έραινε τους διαμελισμένους χρόνους
και εσύ αναρωτιόσουν πάντα που πάνε τόσοι άγγελοι αμέριμνοι. 
«Φήμες θα είναι, άσκηση κάμουν»
κι ένιωσες το κοφτερό χάδι από βόλι να σηκώνει μια στριγκλιά ενός κόρακα.
«Αμπελοπούλι θα είναι, μα είν ‘ ο καιρός τους;»
Ιούλης πράμα.


**
Λεύκιος Ζαφειρίου
15.7.1974
Οι νεκροί βρομούσαν από ʼνα

μίλι μακριά, ήταν ανελέητο

το τελευταίο καλοκαίρι –
τρυπούσε τους ίσκιους των δέντρων
τις στέγες των σπιτιών.
Φριχτό καλοκαίρι για τους ανθρώπους
μπάσαν τους νεκρούς απʼ την πίσω
πόρτα στον Άη-Γιάννη,
δεν τους φορούσαν, λέει, τα φέρετρα.
Κι ο πιτσιρικάς –πήχτρα το αίμα
στα ρούχα του– άνοιγε λάκκους,
τον χτυπούσε ο ήλιος ανελέητα
στους κροτάφους στη μνήμη
βαθιά ώς το μέλλον.

Τον ήξερες αλλιώτικα

τον κυπριώτικο ήλιο

θεία Μαρίνα την αυγή
με τα περιστέρια στους ώμους.





**
Αγγέλα Καιμακλιώτη

ΤΟΥ ΑΓΝΟΟΥΜΕΝΟΥ ΙΙ
Τ αηδόνια

δε σ' αφήνανε να κοιμηθείς

όπου κι αν πήγαινες.
Ήταν η μνήμη.

Θυμόσουν πως ξημέρωνε

Ιούλης δεκαπέντε

στο σπίτι μας
κι εσύ σε ξένο τόπο
άκουγες τ' αηδόνια
μα όχι τις σειρήνες.

Φέτος με ταυτοποίησαν.

Δεν ήρθες στην κηδεία.

Η μάνα μας κρατά ακόμα
τη φωτογραφία.
Εσύ;



**
Ανδρέας Καπανδρέου


Ας το παραδεχτούμε:

η σημαία με το μισοφέγγαρο
που είναι ζωγραφισμένη στον Πενταδάκτυλο μας πληγώνει
είναι προκλητική και ακαλαίσθητη.
Εξυπηρετεί όμως κάτι.
Θυμίζει σε όποιον στρέψει το βλέμμα του προς το βορρά, την Κατοχή.
Ανεκτίμητη είναι αυτή της η συνεισφορά.

**

Μάνος Κράλης
Καθόμαστε πλάι πλάι σε καρέκλες καφενείων

Παίζουμε τάβλι, φυλλομετρούμε τις εφημερίδες

Με τις Γεννήσεις και τους Θανάτους
τους βιασμούς και τις λεηλασίες, πράματα καθημερινά.
Κουβεντιάζουμε, φλυαρούμε σε μια παράξενη γλώσσα
Που κανείς δεν ακούει, δεν την καταλαβαίνουμε και ρωτούμε
Αν φάνηκαν καθόλου τα πανιά
Ας ήτανε και τα ιστία του πένθους.


**
Κώστας Μανιζατές
ΑΡΝΟΥΜΑΙ

Η μνήμη ξεμουδιάζει ακόμα στα πόδια σου, Αμμόχωστος.
Είσαι για μένα όλα που έζησα παιδί ερειπωμένα.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
με ένα  «φιλί»
να σε αποχαιρετήσω στα καλντερίμια.
Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να περπατήσω ξένος στη σκλαβωμένη μου πόλη.

Η γη μου που περπάτησα
κρεμά ολοζώντανες τις μνήμες
και η ψυχή μου ανατριχιάζει.
Η γη μου που περπάτησα
κρατά φυλακισμένες τις ζωές
και ξαναμπάζει τις φωνές στην πόλη.
Η γη μου που περπάτησα
λογαριάζει τους αιώνες ακέριους και μας περιμένει.

Μιλάω τις μνήμες μοναχός μου μη μου τις σβήσει ο χρόνος.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να βρω του Λόγου σου κερί να μανταλώσω το κενό.


**
Παντελής Μηχανικός
Ονήσιλος
Δίπλα μου ήτανε ο Ονήσιλος

βγαλμένος απʼ την ιστορία και το θρύλο

ολοζώντανος.
Αρχιλεβέντης βασιλιάς αυτός

κρατούσε στο χέρι ό,τι του ʼχε απομείνει:

ένα καύκαλο
– το δικό του κρανίο –
γεμάτο μέλισσες.

Δέκα χρόνια έστελλε τις μέλισσές του ο Ονήσιλος

να μας κεντρίσουν

να μας ξυπνήσουν
να μας φέρουν ένα μήνυμα.

Δέκα χιλιάδες μέλισσες έστειλε ο Ονήσιλος

κι όλες ψοφήσανε απάνω στο παχύ μας δέρμα

χωρίς τίποτα να νιώσουμε.
Κι όταν το ποδοβολητό των βαρβάρων

έφτασε στη Σαλαμίνα

φρύαξε ο Ονήσιλος.
Άλλο δεν άντεξε.
Άρπαξε το καύκαλό του
και το θρυμμάτισε απάνω στο κεφάλι μου.

Κι έγειρα νεκρός.

Άδοξος, άθλιος,

καταραμένος απʼ τον Ονήσιλο.

**
Παντελής Μηχανικός
ΙΤΕ
Καὶ τί περιμένεις ἀπὸ ἀνθρώπους
ποὺ τοὺς βιάσανε τὶς γυναῖκες μπροστὰ στὰ μάτια τους
καὶ δὲν τράβηξαν τὸν σουγιά τους.
Ἀπαθῶς
τότε
κι ἀπαθῶς
σήμερα
ζητᾶνε ἁπλῶς
διαζύγιο.
Τέτοιοι ρουφιάνοι
δὲν μποροῦν νὰ πολεμήσουν γιὰ τίποτε




**

Κώστας Μόντης

 

Στιγμές της εισβολής 

 

Είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η θάλασσα της Κερύνειας,
είναι δύσκολο να πιστέψω
πως μας τους έφερε η αγαπημένη θάλασσα της Κερύνειας. 
 
... 
Ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους, Πενταδάχτυλέ μου,
ανασήκωσε την πλάτη
κι απόσεισέ τους΄
 
**
 

Κώστας Μόντης

 

Τρίτο Γράμμα στη Μητέρα(Απόσπασμα)

 
Την περιμέναμε μέσ’ απ’ τους καπνούς
και τις φλόγες της κοιλάδας των Κέδρων,
Την περιμέναμε απ’ το ξάγναντο του Τρίπυλου,
την περιμέναμε βουτηγμένοι ως το λαιμό
στη θάλασσα της Κερύνειας,
συγκρατούσαμε το ξεψύχισμά μας να μας προφτάξει.
 
Φυλλομετρούσαμε την Ιστορία της.
Φυλλομετρούσαμε σαν ευαγγέλιο την Ιστορία της
-«να εδώ κ’ εδώ κ’ εδώ»-
και την περιμέναμε,
κι «όχι, δεν μπορεί να μην έρθει», λέγαμε
κι «όχι, δεν γίνεται να μην έρθει», λέγαμε
κι όπου να’ ναι άκου την με τους Σπαρτιάτες της
και τα «Υπό σκιάν» και τα «Μολών λαβέ» και τον «Αέρα»,
κι όπου να’ ναι άκου την!

Και πραγματικά μια νύχτα έφτασε το μήνυμα πως η Ελλάδα ήρθε.
Τι νύχτα ήταν εκείνη, μητέρα,
τι αντίλαλος ήταν εκείνος,
τι βουητό ήταν εκείνο που σάρωσε το νησί!
Αγκαλιαστήκαμε κλαίγοντας και πηδούσαμε
και φιλιόμαστε και νοιώθαμε ρίγη να μας περιλούουν
και τα στήθια μας φούσκωναν να διαρραγούν
κ’ η καρδιά μας χτυπούσε να της ανοίξουμε να βγει.
οι χαροκαμένοι ξέχασαν τα παιδιά τους
και τους αδελφούς και τους πατέρες
κ’ έκλαιγαν για την Ελλάδα πια,
κ’ έχασκαν μ’ ένα γελόκλαμα.
Κ’ έλεγαν οι δάσκαλοι «Είδατε;»
Και λέγαμε όλοι «Είδατε;»
 
Ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε ως το βυθό
ώσπου την άλλη μέρα πέσαμε πέρα απ’ το βυθό,
ώσπου την άλλη μέρα βούλιαξε το Τρίπυλο,
ώσπου την άλλη μέρα πισωπάτησε
σιωπηλό το Τρόοδος να βρει βράχο να καθίσει,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσε τα μάτια η Αίπεια,
ώσπου την άλλη μέρα γούρλωσαν τα μάτια οι Σόλοι και το Κούριο
κ’ οι αγχόνες της Λευκωσίας
γιατί η Ελλάδα δεν ήρθε,
γιατί ήταν ψεύτικο το μήνυμα,
ψέμα η Ελληνική μεραρχία στην Πάφο,
γιατί μας είπαν ψέμα οι ουρανοί και ψέμα οι θάλασσες
και ψέμα τα χελιδόνια και ψέμα η καρδιά
και ψέμα οι Ιστορίες μας,
ψέμα, όλα ψέμα.
Είχε λέει, άλλη δουλειά η Ελλάδα,
κάτι πανηγυρισμούς,
κ ήμαστε και μακριά και δεν μπορούσε, λέει,
λυπόταν, δεν το περίμενε,
ειλικρινά λυπόταν,
ειλικρινά λυπόταν πάρα πολύ.
 
Κ’ οι δάσκαλοί μας έσκυψαν ντροπιασμένοι,
και τα «Εγχειρίδια» έσκυψαν ντροπιασμένα
κ’ οι δάσκαλοί μας τρέμουν τώρα πια,
και τα «Εγχειρίδια» τρέμουν τώρα πια
όσο πλησιάζουν τα περί Θερμοπυλών και τα περί Σαλαμίνος…
 
Δεν κάνω ποίηση, μητέρα,
έχω αντίγραφα.
 

**
Αντρούλα Νικηφόρου

15 Ιουλίου σήμερα!μιά αλλιώτικη μέρα! θύμισες θλιβερές!

15 Ιουλίου 1974 μας θυμίζει το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου,πού ήταν η αρχή κ το τέλος του τραγικού μαρτυρίου πού πέρασε η Κύπρος κ περνά ακόμη.

Η μέρα σήμερα,είναι πολύ θλιμμένη,

γιατί η Κύπρος μάτωσε,κι είναι λαβωμένη.

Η μέρα μαύρη ,σκοτεινή,
πούδωσε και την αφορμή,
και ξαφνικά η εισβολή,
μας άνοιξε βαριά πληγή...

Πραξικόπημα κατά του Μακαρίου.

Μαύρη μαυρίλα πλάκωσε,

σχεδόν σ´όλη την πλάση,
όσοι το ζήσανε,κανείς δεν θα ξεχάσει.

Για αλλονών συμφέροντα,

έχουν σπείρει την έχθρα,

και αδελφός τον αδελφό,
σκοτώνει δίχως μέτρα.

Πόνος και θλίψη,θάνατος,

των εκκλησιών,κτυπούν καμπάνες,

μοιρολογούν αγιάτρευτα,
παλληκαριών οι μάνες.

Κερκόπορτα διάπλατα ,τώρα έχει ανοίξει,

κι Τούρκοι απροσκάλεστοι,

μέστ´το νησί εισβάλλουν,
τάχα μου εγγυήτρια ,
την τάξη να επιβάλουν.

Στην Κύπρο να εισέλθουνε,

χρόνια καραδοκούσαν,

τους δώσαμε την αφορμή,
όπως επιθυμούσαν.

Σαν γύπες περιμένανε,

σαν γύπες πεινασμένοι,

περίμεναν την αφορμή,
γιατί ήταν λυσσασμένοι.

Κλάμα ,λυγμός και σπαραγμός,

την Κύπρο ταλανίζει,

καράβι ακυβέρνητο,
στους βράχους κλιδωνίζει...
Η σκέψη πάει πιό πέρα,
το μέλλον είναι αβέβαιο,
ποιός το εξασφαλίζει;;;

Πόνο νοιώθουμε σήμερα,

βαθειά μέσ´τη ψυχή μας,

πίστη κι ελπίδα στον Θεό,
να βρούμε την λύτρωση μας.

Χρόνια πολλά,περάσανε,

κι ακόμα καρτερούμε,

σαράνταέξι τον αριθμό,
σήμερα τα μετρούμε.




**
Νίκος Ορφανίδης
Κερύνεια
Πόλη

με τις νεκρωμένες θάλασσες

και την κατακόρυφη θλίψη
καρτέρι
της ανερμάτιστης σιωπής
πόλη
με τα γυμνά παράθυρα
και τις λεηλατημένες πλατείες
πόλη
της απουσίας και του χαμού
εδώ
που οι νεκροί
αναζητούν την τελευταία περίπτυξη
της μέρας
πόλη των σκοτωμένων περιπλανήσεων
εδώ η σφαγμένη σου θύμηση
μας αναθεματίζει.


**


Ντίνα Παγιάση – Κατσουρή

Μήνυμα στον Πενταδάχτυλο
Γεια σου.

Ο χώρος ένα επί ένα

ο χρόνος ένα επί ένα
εκμηδενίζονται
μεταστοιχειώνονται
σε μια δική τους διάσταση
σʼ ένα δικό τους διάγραμμα.
Βλέπεις
δεν έχουμε πια χέρια.
Η φωνή μας
επαναλαμβάνει τους ήχους της
και τα περιστέρια σχεδιάστηκαν
-όπως μας είπαν-
από μελάνη αόρατη.


**

Παιονίδου Έλλη
Ψαροπωλείον η Κερύνεια
Τέσσερις φέτες αμιάντου κάθετες

κι απάνω ένα κομμάτι τσίγκος.

Μόσχευμα δίχως ρίζες
εδώ στη Λεμεσό.
Η θάλασσα, πηκτή, κόβεται με μαχαίρι
και τρία ψάρια κρεμασμένα στο ραβδί.
Ψαροπωλείον η Κερύνεια.
Αχ.


**

Αδελαίδα Παπαγεωργίου
ΚΥΠΡ0Σ 1974


Πραξικόπημα Εισβολή

Στα μάτια μου ξεχείλισαν οι σιωπές
Εκείνα που δεν μπορούν οι πληγές να ξεστομίσουν
κλείστηκαν μέσα μου βαθιά
κι έσβησαν τις αστροφεγγιές στο βλέμμα μου.

Χαμένες έμειναν οι λέξεις.

Κλειδωμένες σε κιτρινισμένα λεξικά.

Ιούλιος. Της προδοσίας μαύρος μήνας.
Αύγουστος. Μήνας που κλείσανε τα άνθια τους
τα γιασεμιά,
να μην τα πιτσιλίσει αίμα ηρώων.
Οι άλλοι μήνες κατρακύλησαν το ίδιο μουντοί
φορτωμένοι με τις πυρπολημένες τους μνήμες.

Εγκαταλειμμένες φωτογραφίες

με πετρωμένα χαμόγελα

στα ξεφτισμένα ξύλινα πλαίσια.
Οι πόλεις σέρνουν μακρόσυρτο τον θρήνο τους,
ζητιανεύοντας μια σταγόνα λευτεριάς. ,
Τόση που να τρυπώσει μες στα συρματοπλέγματα.
Η Κερύνεια αποχαυνωμένη στα ηρεμιστικά,
η Μόρφου αγναντεύει περίλυπη τις ακροκορφές του Κύκκου,
η Αμμόχωστος Βασιλεύουσα που ορφάνεψε τα παιδιά της

Κι εγώ ζω

φορώντας οικτρά στολίδια θλίψης

αγορασμένα από εμπόρους των εθνών.
Στο μέτωπό μου χαραγμένες
πολύχρονων διαδρομών ρυτίδες,
φρίκη που φώλιασε
στη μνήμη των αθώων μου χρόνων.

Τώρα,

με την ψυχή μοιρασμένη στην ίδια μου τη γη

φύτεψα στο μέλλον τύψεις
μην τυχόν απλώσει ρίζες
και απειλήσει τις ιερές μου μνήμες.
Μη και φυλλοβολήσει την ελπίδα
και δεν κρατηθεί άσβεστη ως εκείνη τη μέρα
που ούριος άνεμος, μυρωμένους ανθούς θα στροβιλίζει (ή θα χορεύει
με τα χαρούμενα τραγούδια του γυρισμού.
Σφυρηλατώ στη σκέψη
με φουσκωμένα όνειρα
που θα απλωθούν ένα ευλογημένο απόγευμα
σηκώνοντας πανιά για το Βαρώσι,
ν’ ανάψουν
τα φώτα των λυπημένων αστεριών.
Τον ουρανό να βάψουν
με το κατακόκκινο χρώμα της χαράς!



**

Μιχάλης Πασιαρδής
ΛΕΥΚΩΣΙΑ, ΒΡΑΔΙ 15.7.74
Δεν είναι η Λευκωσία απόψε

η πόλη του γλυκού καλοκαιριού,

του δειλινού πʼ άναβε τʼ άστρα,
αυτή που ξέραμε ως εχτές
που πίναμε σʼ ένα ποτήρι τη δροσιά της.
Απόψε στα στενά παίζουν τον θάνατο
κάθε γωνιά φωτιά κι αγώνας.

Η Λευκωσία απόψε πολεμά

και πέφτει.



**

Ανδρέας Παστελλάς

 

 Ο Φρύνιχος στην Αθήνα το καλοκαίρι του 1974

«ες δάκρυα έπεσε το θέητρον» (Ηρόδοτος)
Καθώς βγήκε στο φως από τον Υπόγειο της Ομόνοιας
σαν από σκοτεινή καταπακτή
από ξεχασμένη γαλαρία ορυχείου
με χιλιάδες αμίλητους νεκρούς συντρόφους
να ταξιδεύουν μαζί του,
δεν είχε στο κεφάλι του στεφάνι
καμωμένο από λίγα χορτάρια
που ’χαν μείνει στην έρημη γη.Με τσουρουφλισμένα βλέφαρα
μάτια θολά και κόκκινα απ’ τους καπνούς
τη στάχτη στα μαλλιά
απ’ τα καμένα κέδρα
πυρπολημένης γειτονιάς πατρίδας μακρινής,
χωρίς ακοή απ’ τις στριγγές φωνές
σφαγμένων αγρινών,
με χέρια απλωμένα
αόμματος επαίτης
γωνία Σταδίου και Αιόλου
στάθηκε
μπροστά στην υποχθόνια
βοή που ερχόταν
κατηφορίζοντας
σαν από άλλο κόσμο χαρισάμενο στο πεζοδρόμιο.
– Έλληνες αδελφοί…
Από ηχείο στήθους ραγισμένου
βραχνή βγήκε η φωνή σαν ξένη
σε άσημα θρύψαλα ήχου σκορπίστηκε
σαν πατημένα φέιγ-βολάν
στην άκρη του δρόμου
ή σαν άχρηστα εισιτήρια λεωφορείου
στο λερωμένο πλακόστρωτο.
-Έλληνες αδελφοί…
η φωνή χάθηκε στο βάθος ξεραμένου πηγαδιού.
 
Κάποιος περνώντας δίπλα
του ’χωσε βιαστικά στη χούφτα
ένα τάληρο.

**
Νίκος Πενταράς

 ΩΡΕΣ ΠΟΛΕΜΟΥ (απόσπασμα)
Οι μέρες του Καλοκαιριού εκείνου

Κρεμάσανε τα εκμαγεία τους ανάποδα

Στα γκρεμισμένα σπίτια της πατρίδας
Αφήσανε τη στάχτη κατακάθι στην ψυχή
Σαλέψανε τα καπνισμένα μάρμαρα του ήλιου.

Οι μέρες του Καλοκαιριού εκείνου

Σκορπίσανε τις χρυσαφιές κλωστές του αργαλειού

Στον Αλωνάρη άνεμο
Κουρσέψανε σαδιστικά τα πλούσια κελάρια
Σκοτώσανε αναίσχυντα τα καρπερά μελίσσια.

Οι μέρες του Καλοκαιριού εκείνου

Ξεσχίσανε τα πλουμιστά πανιά των καϊκιών

Στα πρωινά μελτέμια...
**

Αντριάνα Περικλέους Ονουφρίου

Ζωή μισή
Μ είχε γεννήσει ο θάνατος

Ιούλιο μήνα.

Κρυβόμουν ανάμεσα στο
θερισμένο στάρι που
μύριζε μπαρούτι.
Μάζευα τα αίματα με σπόγγο,
ακόμα τα μαζεύω.
Σκούπιζα τα αστείρευτα
μάτια της μάνας, ακόμα τα
σκουπίζω.
Χάιδευα το πρόσωπο του
στρατιώτη. Τώρα αγκαλιάζω
μια ίντσα κόκαλο.
Μισό φεγγάρι Πενταδάκτυλε,
μισή πατρίδα ξένε.
Μισή καρδιά αδέρφια μου.
Άπλωνα χέρι βοήθειας.
ακόμα το απλώνω ξένε.
Έβγαζα παιδική φωνή.
Τώρα, μάνα, βγάζω κραυγή.
Αλυχτάω σαν σκυλί.
Ως πότε ζωή μισή;


**
Πηλαβάκη Δέσπω 



ΤΟ ΧΡΕΟΣ

Εράγισεν ο ουρανός

τζιαι επαγώσαν τ άστρα

Σείεται ο Πενταδάκτυλος
τζιαι τρέμουσιν τα κάστρα


Απο της μάνας τη φωνή

η Ρήγαινα αναστήθη

γιατί ένοιωσεν τον οδυρμό
σαν μασιαιρκά στα στήθη

Αρχάγγελος ξεψύσιησεν

στο χώμαν ο λεβέντης

τζιαι γίνην της Τζιερύνειας μας
ο τούρκος πιον αφέντης

Κρούζει της μάνας ο καμός

όποθεν εν να ρέξει

φωθκιά εγίνην τζιαι χαμός
τον πόνον πως ν αντέξει

Εγέμωσεν η Κύπρος μας

κόκκαλα αγιασμένα

που άθαφτα εμείνασιν
στα όρη σκορπισμένα

Μόνον της μάνας η ψυσιή

κάθε μερκάν γυρίζει

το γρέος μας τζιαι τ άδικον
σε ούλλους να θυμίζει



**
Αχιλλέας Πυλιώτης
ΈΤΣΙ ΘΑ ΖΟΥΜΕ (απόσπασμα)
Έτσι θα ζούμε του λοιπού σʼ αυτή τη ρημαγμένη γη

Χωρίς ύπνο, χωρίς ανάσα,

διπλά και τρίδιπλα προδομένοι –από ξένους και δικούς
[…]
Έτσι θα ζούμε του λοιπού σʼ αυτό τον κατασπαραγμένο τόπο.
Με παραμορφωμένο πρόσωπο από τον τόσο πόνο
αλλόφρονες από τις τόσες πληγές της ψυχής μας
θα ψάχνουμε ανάμεσα στα χαλάσματα
να βρούμε τους κρυμμένους τάφους
θα σκάβουμε με τα νύχια
να βρούμε τους δικούς μας
να βρούμε ένα σημάδι τους — ένα ρούχο
ένα παπούτσι, ένα χαρτί με τʼ όνομά τους
κι ύστερα σιωπηλά — πού δύναμη να τους κλάψουμε,
έτσι απλά, έτσι κρυφά
να τους ξανασκεπάσουμε με χώμα.
(Ύστερα πολύ θα ʼρτουν οι ακολουθίες
οι τελετές, οι επικήδειοι λόγοι
και τα μνημόσυνα).
[…]



**
Μόνα Σαββίδου-Θεοδούλου

Πανσέληνος

Φεγγάρι φύλαξε τα λόγια μου.

Η σκιά, η σκουριά, η σήψη,

τα λάθη, το πάθος
δοκιμάζουν την αντοχή μας
δοκιμάζουν τα φτερά μας.
Οξειδωμένο και πανώλεθρο το βουνό
με τα εκατό σπίτια της Ρήγαινας
σκοτεινά
σ ατενίζει,
ξενητεμένο χωρίς ξενητειά.
Σπαράγματα βλέπεις του χρόνου
να εκτοξεύονται
μηνύματα σημαίας αλλότρια.
Αθέατες οι φωλιές των αετών.
Έχεις μόνο τον Άγιο Ιλαρίωνα
να σου γνέφει.



**

Σταυρίδης Φοίβος
προσφυγικό α
Έχουμε ξεπεράσει το όριο της υπομονής

τώρα πλέουμε καθώς καράβια σε ανοιχτές

θάλασσες
μόνοι μέσα στην απλωσιά∙ βόηθα καρδία
αν πρέπει να οροθετήσουμε τη μοναξια-μας
χωρίς τη γη, χωρίς τα σπίτια-μας
που δεν ακολουθούν το δεδομένο σχήμα,
βόηθα να κρατήσουμε το μάτι καθαρό
για τον εχθρό και για το φίλο,
για την επιβουλή της νύχτας

τη χούφτα τρυφερή φωλιά για το μαχαίρι.

**
Αθηνά Τέμβριου

15η ΙΟΥΛΙΟΥ


(Δεν τους καλέσαμε τους βαρβάρους

μα μολύναμε τις θάλασσες με τ' άδικο.
Ανοίξαμε τις πύλες της γης
και πρόβαλλε ο Άδης.)



Σαν αντηχούν οι σειρήνες

στο μέσο του καλοκαιριού
ποιος σκύβει τους ώμους
από το βάρος του χρόνου;
Ποιος δύναται να γυρνά
στους δρόμους της επανάληψης
Σίσυφος ή στρατηλάτης κι αοιδός
του σαρακιού και της λήθης;
Τα λάθη πληρώνονται μ’ αίμα.
Πέντε μέρες αρκούσαν για να βυθίσει
ο εχθρός τον ήλιο στο σκότος.
Σήμερα το φως εισέτι μας εκδικείται.


**
Ελένη Τυρίμου

Ξεχνάς μα ξεχασμένος.
Ξέχασες Λαέ την Ιστορία σου σε αποκοίμησαν οι Μέδουσες

σε μάγεψαν οι πονηρές

σειρήνες
έτσι αποκοιμήθηκες
στον μακροχρόνιο Αγώνα, ξέχασες τον Μαύρο Καταραμένο Ιούλη του 1974.
Πώς μπόρεσες να διαγράψεις
την ανθισμένη αυλή,
με τα ξέγνοιαστα γέλια
το κλήμα γιομάτο κατακόκκινα τσαμπιά σταφύλι.
Το μοσχομύριστο Βασιλικό,
το Γιασεμί ένα - ένα πιασμένους
τους παρθένους ανθούς με άσπρη κλωστή σαν κομπολόι.
Ξέχασες Λαέ την δική μας
Πατρίδα
τον αιματοβαμένο πενταδάκτυλο,
τα διαμελισμένα σκόρπια νεανικά κορμιά οσάν
στάχυα θερισμένα στην κάψα του καυτού καλοκαιριου.
Ξέχασες Λαέ
τον μακρόσυρτο θρήνο
της Εκάβης της Ανδρομάχης.
Σε ξεγέλασαν τα όμορφα ψεύτικα λόγια.
Παγίδες, στημένα ξόβεργα
Στα παιχνίδια των μεγάλων Συνφεροντων
ξέχασες το Δίδυμο έγκλημα.
Δεν ακούς πια τις κραυγές
των χάραχαροκαμένων Μανάδων
τον μακρόσυρτο τους θρήνο,
ακόμα θαυμάζεις
τον Δούρειο Ίππο
Σωπαίνεις ξεχνάς τα λάθοι
σκύβεις το κεφάλι
στα τόσα! πάθοι.
Ζητούν λύτρωση οι τόσοι νεκροί μας
δεν θέλουν στεφάνια, λόγια
παχιά γαρνιρισμένα,
Δικαίωση στην δική τους θυσία
για μία Πατρίδα δίχως αμετανόητους αιμόχαρους.
Ξέχασες Λαέ της δικής μας
Πονεμένη Πατρίδα. Έδεσες την μαύρη μαντίλα
Κόμπο
Την άφησες στο πρώτο
Σκαλοπάτι τις Ιστορίας μας
ξεβαμένη όπως το μαύρο φόρεμα της Μάνας
έτσι να ακούνε
οι νέες γενιές
κουτσουρεμένη την
πικρή μας Αλήθεια μας.
Σήκω Λαέ μου!
προτού σου πάρουν
την δάδα
όρθοσε ξανά
το ανάστημα σου
αναμόχλευσε την Μνήμη
μεταδαμπάλευσε
το φώς της Δικαιωσύνης. Τώρα! θυμούνται μονάχα
αυτοί που κάθε μέρα
ζούνε την μεγάλη απώλεια
των αγαπημένων τους
Απόν - Απόν από το τραπέζι, καρέκλα, άδεια ζωή,
τα ρούχα κρεμασμένα όπως τις σιωπές μην τυχών και τσαλακωθούν οι όμορφες
αναμνήσεις τροφή
στα άχαρα χρόνια
της Υπομονής
Ξέχασες Λαέ
την δική σου Πατρίδα.
Θυμούνται μονάχα
αυτοί που πονούν
αυτοί που ποθούν
αυτοί που αγαπούν
αυτοί που ονοιρέυωνται
αυτοί που δεν ΞΕΧΝΟΎΝ...



**

Χαραλαμπίδης Κυριάκος
ΠΑΙΔΙ ΜΕ ΜΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ
Παιδί με μια φωτογραφία στο χέρι

με μια φωτογραφία στα μάτια του βαθιά

και κρατημένη ανάποδα με κοίταζε.
Ο κόσμος γύρω του πολύς. κι αυτό

είχε στα μάτια του μικρή φωτογραφία,

στους ώμους του μεγάλη και αντίστροφα-
στα μάτια του μεγάλη, στους ώμους πιο μικρή,
στο χέρι του ακόμα πιο μικρή.

Ήταν ανάμεσα σε κόσμο με συνθήματα

και την κρατούσε ανάποδα. μου κακοφάνη.

Κοντά του πάω περνώντας πινακίδες

αγαπημένων είτε αψίδες και φωνές

που ʼχαν παγώσει και δε σάλευε καμιά.
Έμοιαζε του πατέρα του η φωτογραφία.

Του τηνε γύρσα ίσια κι είδα πάλι

τον αγνοούμενο με το κεφάλι κάτω.
Όπως ο ρήγας, ο βαλές κι η ντάμα

ανάποδα ιδωμένοι βρίσκονται ίσια,

έτσι κι αυτός ο άντρας ιδωμένος ίσια
γυρίζει ανάποδα και σε κοιτάζει.



**

Κυριάκος Χαραλαμπίδης,
Άρδανα

Και τη μισήν αυλή του από ‘να μέρος
που δε φαινότανε άλλοτε μια πέτρα της
θωρούσε με τα μάτια του τυφλά.

Το θάμα ήτανε στ’ όνειρο, αλλά μισό κι αυτό.
Γιατί όπως ήταν κάτω από κληματαριά
καλού γειτόνου κι έβλεπε προς την αυλή
τ’ αγαπητού σπιτιού του, πώς να προχωρήσει
που ‘χανε στήσει γλέντι και χορό
στην απλωσιά της κάτι ξένοι.

Και τον κοιτούσανε όλοι, το πηγούνι τους
σηκώνανε κατά τον ουρανό
και σημαδεύανε συνέχεια όχι.

Μιαν άλλη φορά πάλι τα κατάφερε
και μπήκε από σκισμή τ’ ονείρου του στο σπίτι.
Βγαίνοντας στην αυλή του απ’ την καμάρα
τη βρήκε την Τουρκάλα που έβγαζε νερό.

Ούτε που σκέφτηκε να τη ρωτήσει το γιατί.
Μονάχα πήρε τη γνωστή του μαντιλιά
την ουρανιά και σκούπισε το πρόσωπό του.
Εκείνη γύρισε αθόρυβα, χωρίς μιλιά
και κάνει κάπως έτσι (κίνηση χεριών)
σάμπως να του ‘λεγε «δε φταίμ’ εμείς,
και δηλαδή τα βρήκαμε, δεν τα πειράξαμε.
Τι να σου κάνω; Αν θέλεις κόπιασε να φάμε».

Αυτά σημαίνουνε, Κυριάκο, είπε στον ποιητή
ο άνθρωπος που μπήκε στην αυλή του
πως δε θα πάμε πίσω στο χωριό μας.
Ναι, είναι τραγικό, μα κάλλιο να το ξέρουμε
παρά να ζούμε στο σκοτάδι αλλιώτικης ελπίδας.
Ζύγωσα στ’ όνειρό μου κάμποσες φορές
το σπίτι μου και στ’ όνειρό μου βρήκα
τον τρόπο να διασπάσω τη γραμμή –πήγα πετώντας
ίσαμ’ εκεί, το είδα ως δε θα το ‘βλεπα
σ’ ειρηνικούς καιρούς και μετρημένους.

Αλλά συνέχισε πως κάποιοι τον μποδίζαν
να μπει, τον αποτρέπανε: «Σαν έφτανα ως εκεί
να προχωρήσω εκείνοι δε μ’ αφήνανε.
Κι ούτε να φύγω πάλι το μπορούσα.
Έξοδος δεν υπήρχε στ’ όνειρό μου
κι άλλο δεν είχα παρά να ξυπνήσω».

Ο ποιητής τον άκουσε με προσοχή
και χαμογέλασε με λόγια μετρημένα.
Αν την Αμμόχωστο, είπε, την αφήκαμε
μέσ’ απ’ τα χέρια μας να ξεγλιστρήσει,
μια μέρα θα την πάρουμε στα σίγουρα
με όρους ταπεινωτικούς∙ αυτό είναι αλήθεια.
Να ξέρεις τούτο μοναχά: Ή τη βλέπεις
και να την πάρεις δεν μπορείς στα ίσια
ή δεν τη βλέπεις κι έχεις την ψευδαίσθηση
πως τηνε βλέπεις, επειδή έτσι φαίνεται.
Αυτό είναι το χειρότερο. Κοίτα, σα να ‘ναι
οι φύλακες εκεί και σ’ εμποδίζουν
να μπεις μες στα λαγούμια της ανάμνησης,
απαγορεύουνε θαρρείς τη δίοδο
ακόμα και στο πέταγμα του νου.
Ωστόσο το φτωχό σου το χωριό Άρδανα,
πλαγιά Πενταδακτύλου, ας το ζαλίσουμε,
κυρ Τόμπυ, στο κρασί της Ιλλυρίας.
Ας πιούμε στην υγειά του, όσο κρατεί
στους ώμους του την Οικουμένη ο Άτλαντας.
Γιατί ο καιρός περνά κι η φύση χάνεται.
Η θάλασσα που τώρα λιώνει στο μετάξι
σαν αύριο θα γενεί θεριό, φυλάξου.
Τότε μπορεί κι εγώ να τρελαθώ
και συ να μπεις στο σπίτι το δικό σου.


**


Κυριάκος Χαραλαμπίδης

 

Στα στέφανα της κόρης του

 

Είχε τρακόσια στρέμματα γης υπό κατοχήν
και τον πατέρα της στα βάθη της Ανατολής.
 
Θα παντρευόταν ευτυχώς ένα καλό παιδί.
 
Κατά την τελετή του μυστηρίου
δεν πρόσεξε κανένας τον πατέρα της.
Μπήκε απ΄το νάρθηκα κρυφά και στάθηκε
πίσω από μια κολόνα και καμάρωνε.
Ύστερα σκούπισε με το μανίκι του
το ξεσκισμένο και φτωχό του δάκρυ.
Τον πήρανε για ηλίθιο του χωριού
και τον αφήκανε στην ησυχία του.
 
Τελειώνει ο γάμος και να χαίρεστε τα στέφανα.
Παίρνουν κουφέτα και λουκούμια, μπαίνουν
καθένας στ΄αυτοκίνητό του, χάνονται.
 
Ο στοργικός πατέρας πάει κι αυτος
στην Πράσινη Γραμμή, περνά σκυφτός
παίρνει ξανά τη θέση του στο χώμα.
 
 
**
 
Γιώργος Χριστοδουλίδης

ΤΟ ΣΥΡΤΑΡΙ

Τα οστά του φυλαγμένα σ’ ένα συρτάρι

του ανθρωπολογικού εργαστηρίου

περιμένουν ταυτοποίηση.
Ένας άνθρωπος που ήθελε να κάνει πολλά
αλλά δεν του βγήκε, κακορίζικος.
Σαράντα χρόνια αγνοούμενος
πέντε χρόνια μάλλον νεκρός.
Τέσσερα χρόνια φυλαγμένος.
Φυλαγμένος προσεχτικά σ’ ένα συρτάρι παρόμοιο
μ’ εκείνο που κάποτε παιδί
είχε κρύψει ένα γλειφιτζούρι
για να το γλύψει αργότερα.


**

 Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου

     Ο αγνοούμενος

Γύρισε στο χωριό του και δε το αναγνώρισε.
Ο χρόνος και άνθρωποι του το κάναν αγνώριστο.
Περπατούσε στους δρόμους κι αναζητούσε σημάδια
αναγνώρισης.
Οι δρόμοι τον κοίταζαν παράξενα δε καταλάβαιναν
για ποια σημάδια τους μιλούσε.
Η άσφαλτος έκαιγε οι στέγες των σπιτιών άτμιζαν
από τη καλοκαιρινή ζέστη κι οι κατακόρυφες καρφοβελόνες
που τρυπούσαν τον ουρανό βγάζαν άναρθρα μηνύματα
κι ακαταλαβίστικες συλλαβές.
Τίποτε δε  του θύμιζαν από τον κόσμο που έζησε!
Αναζήτησε το παλιό μικροκαφενεδάκι που κάποτε
μαζεύονταν για ψιλοκουβέντα, κανένα ταβλάκι
ή έστω μια πρέφα κι ένα μικροκεραστικό.
Τίποτε απ’αυτά!
Είδε την καφετέρια απρόσωπη και ψυχρή να τον κοιτάζει
εντελώς αδιάφορη.
Δεν μπήκε μέσα στο εσωτερικό επικρατούσε βαβούρα
κι αναβρασμός κόσμος έμπαινε, έβγαινε, κάπνιζαν ή μιλούσαν μεταξύ τους
δεν έπιανε σφυγμό!
Η ατμόσφαιρα στο εσωτερικό ήταν υπόθεση των κλιματιστικών
Κρύο, ζέστη κατά παραγγελία!
Έλειπε η ατμόσφαιρα του σώματος που από μόνο του
μπορούσε να κάνει τη διαφορά!
Κατηφόρισε προς την πλατεία ή εκεί που θα έπρεπε
να βρίσκεται η πλατεία του χωριού.
Στη θέση της βρήκε ένα μεγάλο περιφερειακό
κόμβο που τον διέσχιζαν αυτοκίνητα νύχτα και μέρα
Εντυπωσιάστηκε από την πρόοδο
<Πρέπει να έλειψα πολύ!> σκέφτηκε
<Έμεινα πίσω ο κόσμος τρέχει μπροστά!>
Αναγνώρισε κάποιους παλιούς συμμαθητές του
Πήγε να τους μιλήσει κατάλαβε πως δε τον αναγνώρισαν
Κρατήθηκε με τη κραυγή στο στόμα!
Πέρασε κι έξω από το σπίτι του
Η γυναίκα του φαίνεται να ξαναπαντρεύτηκε
Δεν άντεξε να τον περιμένει
Την είδε που ετοιμάζονταν να οδηγήσει τα παιδιά της
στο σχολείο
Ένα χρόνο παντρειά δεν πρόλαβαν να κάνουν  μαζί
παιδιά.
Τον κάλεσαν στο στρατό ,ξέσπασε το κακό, χάθηκε
στην αναμπουμπούλα!
<Χαριτωμένα!> σκέφτηκε μπορούσαν νάναι και δικά του!
Τα χαιρέτησε με το βλέμμα και συνέχισε τα δρόμο του
να βγει από το χωριό
Τα αυτοκίνητα κινούνταν αδιάφορα κουβαλώντας το φορτίο τους
πέρα δώθε μ’απροσδιόριστο σκοπό.
Ένοιωσε κι ο ίδιος πως είχε χάσει κάθε σκοπό.
Ξεκάρφωσε από πάνω του τη ταμπέλα του <αγνοούμενου>
Και φόρεσε την άλλη του <νεκρού>…
  

**
                     Οι αγνοούμενοι


Ούτε κι οι ίδιοι ξέρουν αν υπάρχουν, αν ζουν,
αν, εν πάση περιπτώσει, έχει νόημα να τους
αναζητά κανείς ή να ρωτάει αν υπάρχουν ή ζουν.
Κάποτε ξεπερνώντας τον εαυτό τους γελούν
με τη κατάσταση τους.
‘’Τους  λυπόμαστε’’,λένε ‘’δείχνουν τόσον απελπισμένοι
που μας έρχεται να τους αποκαλύψουμε
τη κρυψώνα μας, να τους φωνάξουμε ‘’είμαστε εδώ
ελάτε να μας πάρετε’’.
Κάτι όμως παρεμβαίνει και κάνουμε πίσω
τη τελευταία στιγμή.
Είναι ωραία να παρακολουθείς απαρατήρητος
τα συμβαίνοντα εξ αποστάσεως ασφαλείας.
Κρυμμένος σ’ ένα γκρίζο σύννεφο να βλέπεις
δίχως να σε βλέπουν, ν’ακούς εκείνα που δε θέλουν
ν’ακούσεις κι όλο να μαθαίνουμε για μας, γι αυτούς
όλο και καινούρια πράματα.
Φαίνεται πως χρειαζόμαστε σε πολλούς.
Δε το λένε καθαρά όμως απ’όσα παίρνει τ’αυτί μας
θα μας κρατούν ακόμα για πολύ εν ζωή
έστω κι αν ξέρουν πως πεθάναμε!
Σε κάποιους δίνουμε ζωή έστω και με τη μισοζωή μας,
τη μετέωρη ανάμεσα στο εδώ και το εκεί
στο νυν και το αεί!
Δεν ενοχλούμε κανέναν ούτε κι αυτούς που μας
παίρνουν στο στόμα τους για να μας χρησιμοποιήσουν
ως άλλοθι να πάνε παρακάτω περνώντας
άτσαλα από πάνω μας!
Κάνουμε πως δε καταλαβαίνουμε τίποτα
ακόμα κι όταν τα καταλαβαίνουμε όλα!
Σε πόσους ακόμα θα φανούμε χρήσιμοι!
αναρωτιόμαστε μεταξύ μας
Φαίνεται πως η ζωή μας έχει ακόμα πολλή ζωή
να τη στύψουν μέχρι τη τελευταία της σταγόνα!
Είναι γεγονός πως κάποτε μας  παρασφίγγουν
κι αισθανόμαστε να πνιγόμαστε και με νοήματα
προσπαθούμε να τους πούμε να κάνουν και λίγο’’κράτει’’
Κατά βάθος δεν είμαστε σίγουροι ούτε για τους εαυτούς μας,
αν θέλουμε να ξεκαθαρίσει η κατάσταση μας,
να ξέρουμε επιτέλους με ποιους είμαστε,
αν είμαστε ζωντανοί ή πεθαμένοι!
Το άσχημο που συνηθίσαμε κι εμείς αυτή
τη μέση κατάσταση ούτε κρύο ούτε ζέστη,
νεκρόβιοι μεταξύ ζωντανών και πεθαμένων.
Κι όλοι αυτοί που σιτίζονται πάνω σου
να κρατηθούν οι ίδιοι εν ζωή!
Μας αρέσει όταν φιγουράρουν κρατώντας
τις φωτογραφίες μας
Όλοι μας κοιτούν παράξενα αναρωτώμενοι
τι γυρεύουν αυτοί, δηλαδή εμείς, οι νεκροζώντανοι
μπαίνοντας μπροστά στις διαδηλώσεις.
Δε βλέπουν πως κανείς δε τους κοιτάζει
ή αν από λάθος τους κοιτάξει σπεύδει με τρόμο
ν’αποσύρει το βλέμμα του μη και το βλέμμα του
διασταυρωθεί με το βλέμμα τους!
Μας αρέσει ο τρόπος των επισήμων
Μας ακουμπούν με δέος και προσοχή
μη σπάσουμε μέσα στα χέρια τους
μην εξαερωθούμε μέσα στα χέρια τους
και μείνουν με τα υπολείμματα ή τον καπνό μας!
Κι όλο μας εξευμενίζουν με ευχολόγια
και καλές κουβέντες κι όλο μας καλούν
να βγούμε από τη κρυψώνα μας
να μη τους βασανίζουμε άλλο
Κάνουμε πως δεν ακούμε τις προσφωνήσεις
ή τις επικλήσεις τους κι εξακολουθούμε
να παριστάνουμε τις πάπιες.
‘’Πονηρές αλώπεκες’’ λέμε μεταξύ μας
Αν βγούμε από τη κρυψώνα μας με
ποιους θα συναλλάσσεστε!’’
Και σκάμε στα γέλια αποσυρόμενοι πιο
βαθιά στη κρυψώνα μας!



**

                                   ΟΙ αγνοηθέντες <αγνοούμενοι>


      Ευθύς εξαρχής καταγράφηκαν ως <αγνοούμενοι>
      ή και <νεκροί>.
      Παραμορφώθηκαν τα στοιχεία τους κι οι ταυτότητες τους
      άλλαξαν πρόσωπα.
     Δεν ήταν οι ίδιοι! ήταν κάποιοι άλλοι που τους δάνεισαν
     τη ζωή ή και τα πρόσωπα τους.
     Τους φόρτωσαν σε καμιόνια και τους στείλαν κάπου
      στη μακρινή ή και κοντινή <αλλοδαπή> με <ειδική αποστολή>.
      Στους ίδιους δεν είπαν τίποτα
      Μόνο τους αποχαιρέτησαν όπως αποχαιρετά κανείς
      πεθαμένο στο ξόδι του και τους προέπεμψαν βάζοντας
       το κάλυμμα πάνω στο ανοιχτό τους φέρετρο.
       Στο πέτο του πουκαμίσου τους ήταν γραμμένο
       με κόκκινα κεφαλαία γράμματα <ΝΙΚΗ>
       ή κάτι παρόμοιο με νίκη.
       Κανείς δεν ήξερε σε ποια Νίκη αναφέρονταν
       Το γράψαν οι ίδιοι να τους θυμίζει κάποιαν όμορφη Νίκη
        που κάποτε ονειρεύτηκαν ή και τα είχαν μαζί της.
        Αυτοί που τους στείλαν γράψαν με μαύρο ρυπαρό μελάνι
        στο κατάστιχο τους <αγνοούμενοι ή και <νεκροί>
        και χάσαν κάθε επαφή μαζί τους
         Από τώρα και στο εξής ούτε τους ξέρουν
         ούτε τους είδαν!
         Ο θάνατος είναι η καλύτερη επιλογή τους!
             Απαλλάσσει ακόμα και τους ίδιους από την ανύπαρκτη
             παρουσία τους.
              Η ζωή τους ούτως ή άλλως και να διασωθεί θα τη σέρνουν
               σαν άχρηστο φορτίο από πίσω τους.
                Κανείς δε θα της αναγνωρίζει δικαιώματα  ό,τι περιεχόμενο
                και να προσλάβει.
                Στην <αλλοδαπή> τους υποδέχτηκαν με εχθρικές διαθέσεις
                Τους δακτυλόδειχναν και τους πυροβολούσαν μ΄όλα τους
                 τα δάκτυλα προτεταμένα σαν πυροβόλα στη σειρά.
                <Είναι νεκροί!> φώναζαν <ας τους ξανασκοτώσουμε
                   να ξαναγυρίσουν εκεί απ’όπου ξεκίνησαν.
                   Τους πυροβολούσαν εξίσου εχθρικά κι όσοι άλλοι
                    άκουαν τον χαρακτηρισμό τους ως <νεκρών>.
                    Κι όλοι τους ρίχναν ασταμάτητα ακόμα και οι απέναντι
                    ακόμα κι αυτοί που τους στείλαν ή πρώτοι και καλύτεροι
                    αυτοί που τους στείλαν!
                    Κάποτε γύρισαν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο
                    στη χώρα των νεκρών
                    Ούτε και κει έτυχαν  καλύτερης υποδοχής
                     Σηκώθηκαν οι νεκροί και τους δακτυλόδειχναν
                     και τους πυροβολούσαν με τον ίδιο ακριβώς τρόπο
                     όπως και οι ζωντανοί μ’όλα τους τα δάκτυλα
                     προτεταμένα εν είδει πυροβόλων στη σειρά.
                    <Είναι ζωντανοί!> φώναζαν <δεν τους θέλουμε μαζί μας!
                     Και τους διώχναν να γυρίσουν εκεί απ’όπου ξεκίνησαν.
                       Κάποιοι από λάθος δικό τους ή και των άλλων
                     <επέζησαν> και γύρισαν εκεί απ’όπου ξεκίνησαν.
                       Κυκλοφορούν στο κόσμο και κανείς δε γυρίζει
                       να τους κοιτάξει πηγαίνουν από γραφείο
                       σε γραφείο να δηλωθούν ως παρόντες
                       και τους διώχνουν αρνούμενοι να τους  δεχτούν
                      <δεν υπάρχετε!> τους λένε <ο κατάλογος μας
                        δεν σας έχει περασμένους στις λίστες του
                        Ψαχτείτε αλλού!>
                        Και τους στέλλουν από γραφείο σε γραφείο
                        Τρόμαξαν κι οι δικοί τους να τους
                        αναγνωρίσουν. είχαν γεράσει απότομα
                        Συνεχίζουν ακόμα και τώρα χρόνια μετά
                        την αποστολή να ψάχνονται εκτελούμενοι
                        από τον πρώτο και τον τελευταίο
                        Γραφειοκράτη είναι φαντάσματα του
                        εαυτού τους π’ούτε κι οι ίδιοι τον
                        πιστεύουν πια όσο ματαίως και
                        να προσπαθεί να τους παρηγορήσει
                       < Δεν υπάρχουμε!> λένε και χαϊδεύουν
                       τη ξεχασμένη ΝΙΚΗ που περιέργως
                        ξέμεινε σαν λάφυρο ή και κηλίδα
                       στο πέτο του ματωμένου τους
                        πουκάμισου….