Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιερίδης Θεοδόσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Πιερίδης Θεοδόσης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

ΘΕΟΔΟΣΗΣ ΠΙΕΡΙΔΗΣ (βιογραφικά στοιχεία)





Ο Θεοδόσης Πιερίδης, γεννήθηκε το 1908 στο Τσέρι της Κύπρου. Έζησε μεγάλο μέρος της ζωής του στο Κάιρο της Αιγύπτου  όπου ήταν εγκατεστημένη η οικογένειά του. Αποφοίτησε από το εμπορικό τμήμα της Αμπέτειου Σχολής του Καΐρου και από το Γαλλικό Λύκειο της ίδιας πόλης. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και ιστορία πολιτισμού στο Πανεπιστήμιο της Σορβόννης στη Γαλλία (1949-1952). Εργάστηκε ως δημόσιος υπάλληλος και ως δημοσιογράφος. ΑΙδρυτικό μέλος του Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (Ε.Α.Σ.) το 1943, εκδότης και αρχισυντάκτης του αγωνιστικού περιεχομένου και οργάνου του Ε.Α.Σ. περιοδικού Έλλην και διευθυντής του εκδοτικού οίκου Ορίζοντες (1944-1947), συνελήφθη το 1944 από της αγγλικές αρχές και φυλακίστηκε, καθώς υποστήριζε το αίτημα των Ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων Μέσης Ανατολής για σχηματισμό κυβέρνησης εθνικής ενότητας Από το 1947 ως το 1949 έζησε στην Αμμόχωστο, λόγω απαγόρευσης της επιστροφής του από το καθεστώς Φαρούκ. Μεγάλο μέρος της υπόλοιπης ζωής του έζησε στο Παρίσι (1949-1952) και τις χώρες του σοσιαλισμού, κυρίως στη Ρουμανία (1952-1962), από όπου συνέχισε την αγωνιστική του δράση. Στην Κύπρο επέστρεψε το 1962, μετά την απελευθέρωση του νησιού από την αγγλική κυριαρχία, εργάστηκε ως καθηγητής γαλλικών στην Παγκύπρια Ακαδημία Θηλέων, ενώ συνεργάστηκε με έντυπα όπως η Χαραυγή και η Νέα Εποχή. Πέθανε στο Βουκουρέστι το 1968 , κατά τη διάρκεια αναρρωτικού ταξιδιού και ενταφιάστηκε στη Λευκωσία. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1930 από τις σελίδες του περιοδικού Πρωτοπορία της Αλεξάνδρειας με τη δημοσίευση του ποιήματος: Εμβατήριο του παλιού ποιητή.



Έργα του


Ποίηση

• Ξέρουμε κι εμείς να τραγουδούμε. Κάιρο, 1937.
• Η μπαλλάντα της Μαρίας. Κάιρο, 1939.
• Δέκα τραγούδια. Κάιρο, 1940.
• Ερωτική ιστορία. Αλεξάνδρεια, 1943.
• Αγωνιστές. Λευκωσία, 1950.
• Ωδή στην επικαιρότητα. 1951.
• Ποιήματα. 1953.
• Το εμβατήριο της ειρήνης. 1955 (και β’ έκδοση αναθεωρημένη, Αλεξάνδρεια, 1958).
• Κυπριακή συμφωνία. Βουκουρέστι, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1956 (β’ έκδοση, αναθεωρημένη).
• Νόστος. Λευκωσία, 1958.
• Το μεγάλο ταξίδι. 1959.
• Το χρυσό μονοπάτι· Ποίηση Θ.Πιερίδη · Παρουσίαση Μ.Αυγέρη. Βουκουρέστι, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1961.
• Πρωτομαγιά. Αθήνα, 1961.
• Ένας ξένος ποιητής σεργιανά στο Βουκουρέστι. Βουκουρέστι, 1961.
• Ονειροπόληση πάνω στα τείχη της Αμμοχώστου. 1965.
• Ξαναρχινούμε. 1967.
• Φθινόπωρο. Λευκωσία, 1967.
• Ποιητικά ΆπανταΑ’· Τα εκδομένα· επιμέλεια του Γ.Πιερίδη. Λευκωσία, 1975.
• Ποιητικά ΆπανταΒ’· Τα ανέκδοτα· επιμέλεια Γ.Πιερίδη. Λευκωσία, 1976.

Μεταφράσεις

• Αριστοφάνη, Ειρήνη (κωμωδία)· Ελεύθερη λογοτεχνική απόδοση στα νέα ελληνικά Θ.Πιερίδη. Κεντρική Επιτροπή Ειρήνης Πολιτικών Προσφύγων από την Ελλάδα, 1954.

Μελέτες

• Ο ακριτικός κύκλος της Κύπρου. 1960.
ΙV. Συγκεντρωτικές εκδόσεις
• Επιλογή Ποιημάτων Θ.Πιερίδη. Λευκωσία, έκδοση Κ.Ε. ΑΚΕΛ, 1978.
• Ποιητικά Άπαντα· Επιμέλεια Γ.Φ.Πιερίδη, τόμος πρώτος: Τα εκδομένα. Λευκωσία, Πυρσός, 1975.

• Ποιητικά Άπαντα· Επιμέλεια Γ.Φ.Πιερίδη, τόμος δεύτερος: Τα ανέκδοτα.. Λευκωσία, Πυρσός, 1975.

Το πέλαγο / Πιερίδης Θεοδόσης


Περσέψαν οι λογοήρωες στον τόπο μας.

Περσέψαν οι ανδριάντες, οι επέτειες, οι λόγοι,
οι λόγοι, λόγοι, λόγοι –οι λόγιοι λογάδες, 
οι λογοκόποι*, οι λογοφάγοι, οι λογοκατασκευαστές,
περσέψαν οι προσλαλιές*, τα μεγαλολαλήματα, 
ξενολαλιές, ντοπιολαλιές, λογοπεζά, λογοποιήματα,
περσέψαν και ξεχείλισαν τα λόγια, λόγια, λόγια,
τ’ άλογα λόγια κάναν ένα πέλαγο
που ορμά με μάνητα* για να μας λογοπνίξει.

Αδέρφια, κρατηθείτε στον αφρό. 

Αδέρφια, παραμερίστε τα κύματα
ρίξετε στον ορίζοντα της σωτηρίας την κραυγή:
«Γη, γη!»

Η γη των ονείρων σας είναι οι άνθρωποι –δεν είναι οι λόγοι.

Τα κύματα της ιστορίας / Πιερίδης Θεοδόσης



Αχ, αλήθεια, η θάλασσα ετούτη πώς μυρίζει μουράγιο
πώς μυρίζει ολογέμιστα αμπάρια και πλούσια ξεφορτώματα
και ξένην αρχοντιά που ήρθε μια μέρα κι έμεινε
με τα σκληρά κοντάρια της και με τις μαλακές της υποκλίσεις.

Θα' τανε, λέω, γλυκιές πολύ, θα' τανε μεταξένιες
σαν τα πολλά που φέρανε μετάξια τους.
θα' ταν ξανθές κι αστραφτερές σαν τα πολλά χρυσά τους.
Θα' ταν περίσσια ευγένισσες εκείνες οι κυρίες.
Και θα τους άρεσε ο περίπατος απάνω στα τείχη.

Εδώ δεν είχαν να νανουρίσουν τη λεπτή τους μελαγχολία
όπως τον καιρό που προσμένανε τον περαστικό τροβαδούρο
πλάι στο ποταμάκι της πατρικής τους Αραγωνίας.
Εδώ είχανε μια μεγάλη θάλασσα που τους κουβαλούσε τα πλούτη
είχαν ένα μεγάλον ουρανό
που έβαζε στο κεφάλι τους ζαφειρένια κορώνα
είχαν ένα φέγγος μεγάλο που μπορούσαν και να νομίσουνε
πως μόλις γεννήθηκε ήρθε οε τούτο τον κόσμο
μόνο και μόνο για να πλαισιώσει τα τριανταφυλλένια τους μηλομάγουλα.

Τις βλέπω να σεργιανούνε απάνω στα τείχη
τις Ισαβέλες, τις Καρλότες, τις Ελεονόρες,
που ήρθαν μια μέρα κι έμειναν - κι ήρθε μια μέρα και φύγαν
χωρίς ν' αφήσουν, χωρίς να πάρουνε τίποτα.

Μπορεί εκείνες να ξανάδεσαν τον πριγκιπικό τους περίπατο
πλάι στο ποταμάκι της Αραγωνίας
μπορεί να κλωθογύρισαν και πάλι πολυστέναχτες
κάτω απ' τα σκεβρωμένα κλαριά της γενεαλογίας τους
ενώ εδώ εξακολουθούσαν να ζούνε οι πληβείες αφέντρες του τόπου
εξακολουθούσανε να' ρχονται και να φεύγουνε
να ορμούν, να σβήνουνε, να παφλάζουνε.
ένα-ένα τα κύματα της ιστορίας.

ΜΑΤΑΙΟΠΟΝΙΑ / Πιερίδης Θεοδόσης


Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
οι δρόμοι της Λευκωσίας γίνονται ανθρωποφάγοι.
Μασουλούνε παχιές γυναίκες, γερόντους, μωρά,
αποφεύγουν προσεχτικά τους σκληρόπετσους έφηβους,
αγαλλιούν σαν τύχει ποιητής κάτω απ’ το δόντι τους.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο ποιητής που τερματίζει το δρόμο του κόσμου
έσχατος και άδοξος μέσα στους δρόμους της Λευκωσίας
μάταια γυρεύει να επιδείξει έναν αθλοπρεπή διασκελισμό
μάταια εκλιπαρεί ένα έσχατο βραβείο παρηγοριάς
παίρνει μάταιες ανάσες, κοιτάζει τις κερκίδες με μάτια μάταια,
επί ματαίω πασχίζει ν’ ανακαλύψει ένα ψήγμα τρυφερότητας
ξεχασμένο στην άκρη του δρόμου ανάμεσα στ’ απορρίμματα
απ’ τους καιρούς που η τρυφερότητα δεν είχε ολότελα φυλλορροήσει.
Όταν είναι Αύγουστος μήνας και μεσημέρι και σαρανταδύο υπό σκιάν
ο μάταιος ποιητής αναθυμάται δροσιές των ανθρώπων και των νερών
και ματαιοπονεί μέσ’στους ανθρωποφάγους δρόμους της Λευκωσίας.

Τα παιδιά / Πιερίδης Θεοδόσης


Μόνο τα παιδιά ξέρουν να γίνονται ένα με τη θάλασσα.

Οι μεγάλοι κολυμπούνε, κουράζονται 
βγαίνουν, ξαπλώνουν, λαδώνουν την πλάτη τους, 
δυο παίζουνε σκάκι, ένας επιδείχνει το φορητό του ραδιόφωνο, 
ο καθένας έχει τις υποθέσεις του κι όλη τη συνέχεια της 
καθημερινότητας. 
Μόνο τα παιδιά ξέρουν να κάθονται ανακούρκουδα στην άκρη-άκρη
του νερού

να προσηλώνονται σ’ ένα χοχλαδάκι που μαζέψανε 
σε μια στάλα που ιριδίζει στο γόνατό τους 
να γίνονται ένα με την κάθε στάλα της θάλασσας 
να τήνε κλείνουν όλη μέσα στο κουβαδάκι τους 
σα να ’ναι πράμα δικό τους –σα να μεγάλωσε πια και τους έφτασε 
σε τρυφερότητα και σε μπόι

Εδώ κι εκεί / Πιερίδης Θεοδόσης

Κάλλιο απ’ τον πρώτο λόγο να σ’ το πω
προτού κινήσουμε για το σεργιάνι μας τ’ ωραίο
κάλλιο ν’ αρχίσει το τραγούδι μας αυτό
από κείνο που θα κρατούσαμε τελευταίο

Εδώ κι εκεί στον ίδιο το βοριά
στρέφει η ψυχή του ανθρώπου μεθυσμένη
εκεί κι εδώ τη λένε λευτεριά
την πρώτη και στερνή τους ερωμένη

Γιατ’ είπαμε ετούτη τη φορά
να βγούμε άτεχνοι στ’ ωραίο μας το σεργιάνι
να λέμε ανέμελοι χωρίς καμιά σειρά
ό, τι μας τύχει μας αρέσει και μας κάνει

Λογαριάσατε λάθος / Πιερίδης Θεοδόσης


Άσε πλέον φωνή μου τον ανέμελο στίχο
το μεθύσι σου δέσε και τη φλόγα σου κράτα
σφίξε τώρα ζευγάρια την ηχώ με τον ήχο
στρώσε στέρεο το βήμα στράταν ίσια περπάτα
μεγαλόφωνος ύμνος στο φαρί του ας σε πάρει
που ζητά δεξιοσύνη και καλό χαλινάρι

Κι ας μην πουν πως τραγούδι σαν κι αυτό δεν ταιριάζει
τέτοια σκότεινη ώρα που τα στήθια σου πνίγει
λέω εκείνο που μένει και που μόνο θ’ αλλάζει
στο καλύτερο πάντα σαν η αγκούσα θα φύγει
γιατί αυτοί θε να φύγουν πες πως κιόλας κινάνε
μα όλα τ’ άλλα θα μείνουν και δικά μας θε να `ναι

Όχι εσάς δε σας θέλει τούτη η γη δε σας ξέρει
όλα εδώ είναι δικά μας τι απ’ το κάθε λιθάρι
απ’ το χώμα απ’ το δέντρο το νερό και τ’ αγέρι
το κορμί μας μια στάλα για να γίνει έχει πάρει
η ψυχή μας επήρε μια πνοή απ’ το καθένα
όλα εδώ είναι δικά μας μα για σας όλα ξένα

Γιατί εσείς είστε ξένοι κι όσα βάγια αν κρατάτε
τούτη η γη δεν πουλιέται δεν της γίνεστε φίλοι
η πατρίδα είναι μάνα έχει μνήμη θυμάται
απ’ τον άγιο της κόρφο ποια βυζάξανε χείλη
κι η γλυκιά μας η Κύπρος ήταν είναι θα μένει
για τα τέκνα της μάνα μα για σας πάντα ξένη

Λογαριάσατε λάθος με το νου σας εμπόροι
δε μτριέται πατρίδα λευτεριά με τον πήχη
κι αν μικρός είναι ο τόπος και το θέλει και μπορεί
τον ασήκωτο βράχο να τον φάει με το νύχι
Τούτη η δίψα δε σβήνει τούτη η μάχη δε παύει
χίλια χρόνια αν περάσουν δεν πεθαίνουμε σκλάβοι

Κύπρος 1958 / Πιερίδης Θεοδόσης


Ήταν οχτώ χρονώ.
Είχε δυο άταχτα πλεξουδάκια
κι αμέτρητα χρόνια ακόμα να ζήσει.
Σκορπίστηκαν όλα, ανακατώθηκαν όλα με τις λάσπες του δρόμου.
Είπανε για μια σφαίρα αδέσποτη.
Γιατί τη λέξη δολοφονία δύσκολα την προφέρνουν οι δολοφόνοι.
Δύσκολα παραδέχονται πως μαζευτήκανε τόσοι άντρες σιδερόφρακτοι
για να σκοτώσουν ένα παιδάκι.

Δευτέρα 1 Δεκεμβρίου 2014

Τραγουδώ το νησί μου / Πιερίδης Θεοδόσης

Τραγουδώ, τραγουδώ το νησί μου,
πού ναι τόσο μικρο για να μπόρει,
πού ναι τόσο μικρο για να μπόρει
σαν πουλί να χωρέσει στη χούφτα μου.

Που `ναι τόσο μεγάλο να μπόρει
να χωρά την ακέρια ανθρωπότητα
όπως κλείνει μια μόνη σταγόνα
τον πλατύν ωκεανό που την γέννησε.

Τραγουδώ, τραγουδώ τους ανθρώπους,
του νησιού μου -και `κείνους που πέρασαν,
κι ολοτρόγυρα ανθίζουν τα χνάρια τους
και `κεινούς όπου σήμερα οδεύουνε
στην σκληρήν ανηφόρα -και `κείνους
που θε να `ρθουν να πούνε βροντόφωνο,
που θε να `ρθουν να πούνε βροντόφωνο
της χαράς, της χαράς το τραγούδι.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `ρθουν.
Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `χουν
για θροφή στα πνευμόνια τους, λεύτερο
τον πλατύν ουρανό μας -που θα `χουν
όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο, όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο,
όλο τούτο το χώμα μας λεύτερο σαν αφέντες να το δρασκελίσουν.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τραγουδώ τους ανθρώπους που θα `χουνε
κάθε χρόνο πολύ να θερίσουν
μες στ’ αλώνια πολύ να χορέψουνε
και πολύ τη χαρά τους βροντόφωνα
και πολύ τη χαρά τους βροντόφωνα
να την πούνε, να την τραγουδήσουν.
Πώς θ’ αστράφτει στ’ αλώνια ο χιλιόδιπλος
ο χορός -πώς θ’ αστράφτουν τα μάτια.

Ω, δεν τις κλείνω, δεν τις χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Πώς θ’ αστράφτουν τα γέλια ξεδίπλωτα
σα σημαίες νικητήριες στον ήλιο!
Πώς θ’ αστράφτετε κι’ όλες ξεδίπλωτες
μουσικές του νησιού μου -Αυγορίτισσα,
Ακαθιώτισσα, Παραλιμνίτισσα,
Καρπασίτισσα, Λευκονοικιάτισσα,
και Πεγιώτισσα εσύ και Παφίτικη
-ω, γλυκά του νησιού μου, πιστρόφια!

Κυπραία φωνή `μαι και δε χάνω τις φτερούγες μου
κειο το τραγούδι που θε να `ρθει δεν ξεχάνω.

Τα περβόλια και ο Xρυσός Kύκλος (απόσπασμα)


Τις Κυριακές, μας αρέσει
να πηγαίνουμε περίπατο πάνω στα τείχη της Αμμοχώστου.

Ωραία είναι και τα περβόλια, μόνο που πέφτουν κάπως μακριά
 από τη θάλασσα.
Την ακούς, την οσμίζεσαι, μα δεν τήνε βλέπεις. 
Βλέπεις τους ανεμόμυλους να της στέλλουνε χαιρετίσματα με τις πολλές
 απαλάμες τους
βλέπεις τα κυπαρίσσια να τεντώνονται, τα μέτωπά τους να γιομίζουν
 χαμόγελο
σαν μπορέσουν να την αντικρίσουν από μακριά
μα εκείνην, την ίδια τη θάλασσα, δεν τήνε βλέπεις.

Στα περβόλια περνούμε τις καθημερινές μας. 
Περνούμε μαζί με τους ανεμόμυλους, με τα κυπαρίσσια,
με τις αμέτρητες αδερφούλες μας τις πορτοκαλιές,
ζυμώνουμε το χώμα για να γίνει ψωμί
ζυμώνουμε την ψυχή μας για να γίνει μια ηρεμία χαρούμενη
ζυμώνουμε τη ζωή μας για να μπορέσει να γίνει 
ένας κύκλος κλειστός, ένας Κύκλος Χρυσός,
ένας αυτάρκης κόσμος μέσα στον κόσμο.

Εδώ ξεκουράζεται η μητέρα από ένα ταξίδι εβδομηντάχρονο.
Κουράστηκε μέσα στους τόσους ανέμους
μα ξέρει να χαμογελά –ξέρει να κάθεται 
στον ίσκιο της κληματαριάς
ανάμεσα στα σπουργίτια και τα εγγονάκια της
καθώς μπρατσέρα που ’φτασε στο λιμάνι.

Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Κυπριακή Συμφωνία (απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης

«Τραγουδώ, τραγουδώ το νησί μου
πούναι τόσο μικρό για να μπόρει
σαν πουλί να χωρέσει στη χούφτα μου.
Που 'ναι τόσο μεγάλο, να μπόρει
να χωρά την ακέρια ανθρωπότητα»

«Μοιρολόι» (απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης

Άνοιξε τα ματάκια σου και κοίταξε πώς κλαίω.
Δεν είναι σάρκα ετούτη πια, μα είναι φωτιά και στάχτη.
Ποιος θα με σβήσει που' γινα μια πυρκαγιά και καίω;
Βόηθα, καλή, και της δροσούλας σου άνοιξε το φράχτη...

Ξαναρχινούμε...(1967) (Απόσπασμα) / Πιερίδης Θεοδόσης


[…]

 Όχι, μην πει κανείς πως δεν κουραστήκαμε, 
Είμαστε άνθρωποι και δεν πιστεύουμε στους υπερανθρώπους.
Μην πει κανείς πως δεν ονειρευτήκαμε και μεις να μπορούμε να 
 περπατούμε στους δρόμους
Χωρίς να κάνουμε πως δένουμε το κορδόνι του παπουτσιού μας
Για να ελέγξουμε αν βρίσκεται πάντα πίσω μας 
Εκείνος ο άνθρωπος με την καφέ του καπαρντίνα.
Ονειρευτήκαμε να περπατάμε ανέμελοι, ονειρευτήκαμε
Όταν μας χτυπούνε την πόρτα, ακόμα κι ύστερα από τα μεσάνυχτα,
Να ’ναι ένας φίλος περαστικός, που είδε φως στο παράθυρο
Ή ένας γείτονας που του λείψανε τα τσιγάρα. 
Ονειρευτήκαμε, σαν είμαστε νιοι, να ’χουμε το κορίτσι μας, να βγαίνουμε 
 το βράδι περίπατο
Χωρίς να μας αιφνιδιάζουν τα βήματα του περαστικού,
Χωρίς να μας πολιορκούν οι νυχτερίδες του τρόμου.

[…] 

Ξαναρχινούμε, λοιπόν.
Στ’ όνομα αυτού του τόπου που τον σκέπασαν πάλι τα μηχανοκίνητα 
 του κατακτητή,
Στ’ όνομα των ποδοπατημένων ονείρων μας,
Στ’ όνομα των μυριάδων νεκρών μας, που δεν είναι δυνατό να πέθαναν 
 για το τίποτα,
Στ’ όνομα των ζωντανών που δε θέλουν να πάψουν να είναι άνθρωποι,
Εμείς, που δεν ονειρευτήκαμε να είμαστε ήρωες, παρά μόνο άνθρωποι 
Ξαναρχινούμε, ξαναρχινούμε...

 Πράγα, τέλη Απρίλη 1967