Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαντωνίου Στέλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Παπαντωνίου Στέλιος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2023

Τα εις εαυτόν / Παπαντωνίου Στέλιος


Ο άνθρωπος βρίσκεται πολλές φορές μπροστά σε ένα κενό, σε έναν τοίχο αδιαπέραστο, νιώθει ότι πρέπει να πάρει από κάπου την άκρη του νήματος και έτσι να αρχίσει σιγά σιγά να βρίσκει τον εαυτό του, να βρίσκει αυτό που έχει να πει, δεμένο σε κόμπους, που πρέπει να ξεδιαλύνει, ούτως ώστε να αρχίσει να ρέει ο λόγος.
Αυτό που περισσότερο ενδιαφέρει αυτή την περίοδο, και παλαιότερα ακόμα, είναι ο τόπος μου, από τότε που δόθηκε η ευκαιρία στην Τουρκία να καταλάβει τη μισή Κύπρο και μπορεί εύκολα να καταλάβει και την υπόλοιπη. Το πρόβλημα, όπως είναι σήμερα, δεν λύνεται, έχει ήδη παγιωθεί, και δεν είναι η συμφιλίωση με την κατάσταση που θα μας σώσει, πώς είναι δυνατόν να ζει ο άνθρωπος χωρίς ελευθερία, χωρίς τους δικούς, χωρίς τον περιβάλλοντα χώρο που αγάπησε, τα χωριά και τις πόλεις, τα σπίτια του που έχουν καταστραφεί; Αλλά αυτά ήταν η ζωή μας, ένα μεγάλο μέρος της ζωής, και σημαντικό, γιατί μέσα σ’ αυτούς τους χώρους θέσαμε τις βάσεις του εαυτού μας.
Και ο χρόνος και ο τόπος σβήνουν σιγά σιγά και διαγράφονται, μαραίνονται και αλλάζουν. Ο χρόνος φέρνει καινούργια ήθη και έθιμα, ο τόπος μας απέμεινε μισός, οι χρόνοι πλήρεις άλλων τρόπων ζωής. Να επαναφέρει τα παλιά δεν μπορεί, για να είναι σύγχρονος πρέπει να αποδεχτεί όλες αυτές τις αλλαγές, και να τις συζεύξει με τις δικές του αρχές, οπότε αρχίζουν οι συγκρούσεις μέσα μας.
Ήδη πολλοί βλέπουμε πως η καταστροφή έρχεται, έχει ήδη έρθει στο χρόνο και στον τόπο και δεν έχουμε καμιά διέξοδο, είμαστε σίγουροι πως θα πεθάνουμε πρόσφυγες, δεν θα επιστρέψουμε στις πατρογονικές εστίες, κι αυτό είναι θλιβερό. Δεν μπορεί να λέμε συνεχώς λόγια, μας κρατά από το λαιμό η Τουρκία, στερούμαστε το βασικότατο, την ελευθερία, την ελευθερία της σκέψης, την ελευθερία διακίνησης, εγκατάστασης, τα ανθρώπινα δικαιώματα, και αναγκαστικά ασχολούμαστε με άλλα, προβάλλουμε άλλες ανάγκες, άλλα προβλήματα. Κόπηκαν τα χέρια μας, κόπηκαν τα πόδια μας, έχουμε τη μισή μας καρδιά, και δυστυχώς για μας δεν οδηγείται η ζωή μας στην ανάσταση. Ζούμε ίσως μαζί με τον Χριστό τα πάθη του, όλα αυτά όμως σε μια άλλη διάσταση, κι η ψυχή βρίσκει διέξοδο όπως στην τραγωδία, «δι’ ελέου και φόβου περαίνουσα την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν.»
Ζούμε μέσα στη δυστυχία μας και δυστυχία δεν είναι μόνο η μισή χαμένη πατρίδα είναι και η υπόλοιπη μισή, η οποία έχει αδικήσει κατάφωρα τους παθόντες, είτε πρόσφυγες είναι είτε αγνοούμενοι, είτε εγκλωβισμένοι. Και ζούμε την προσπάθεια του άλλου να κερδίσει, να καταφάει τον αντίπαλο, όχι συνάνθρωπο, να τον κοροϊδέψει. Νομίζει πως έχει μπροστά του ηλιθίους και πρόβατα, άλλο μεγάλο κακό.
Είναι η περίοδος που πλάθεται ο καθένας μας με τα χειρότερα υλικά, της αδικίας, της ανελευθερίας, της εκμετάλλευσης, της υποτίμησης της νοημοσύνης και της αναξιοπρέπειας. Τα πράγματα δείχνουν πως δεν αλλάζουν εύκολα, διότι της ανομίας και των συμφερόντων είναι απεριόριστα τα όρια. Ίσως να μας σώσει η εύρεση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας στη φυγή και στη γαλήνη της μοναξιάς μας.
Μα πάλι, τι κοινωνικά όντα είμαστε, και πώς ο άνθρωπος γίνεται άνθρωπος χωρίς τον συνάνθρωπο; Πώς ο άνθρωπος θα γίνει Άνθρωπος φιλάνθρωπος χωρίς τους άλλους;
Και μπαίνουμε πάλι στο στίβο της ζωής, και μετέχουμε στα κοινά, για να μην είμαστε οι άχρηστοι.
Κάπου όμως στα βάθη μας ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος ψιθυρίζει, η πιο δυνατή πράξη είναι η ησυχία.

Κυριακή 9 Αυγούστου 2020

ΠΟΣΑ ΠΟΛΛΑ / Στέλιος Παπαντωνίου


Τριγυρνώ στον παιδικό κήπο της γειτονιάς,

ξέρω τους κρυψώνες,

εδώ κάθε βράδυ παίζουμε χωστό,

ακούονται οι παιδικές φωνές στα κλαριά των δέντρων,

τα λουλουδάκια σκύβουν το κεφάλι,

τα ξεκουφάναμε,

τελειώνει το ένα αρχίζει το άλλο,

η μπάλα χοροπηδά μαζί μας,

οι κούνιες ξετρελάθηκαν,

οπότε ξεπετάγεται από το Φλάτρο ο στρατιώτης σκοπός,

σκονισμένος φοβισμένος,

άρχισαν να βάλλουν οι απέναντι,

ο χότζας από το μιναρέ μεγαφωνεί,

κλικ κλικ, ακούγεται το μαγνητόφωνο,

αν ήταν τουλάχιστο κοντά του Τζιυρκού,

αν ήταν κοντά οι ακτές της Κερύνειας,

του άι Γιώργη και του Επίκτητου,

εκεί στην καλύβη του Σκάρου,

να βουτήξω μια κι έξω,

να μην ακούω να μη βλέπω τα αίματα των παιδιών μου,

των φίλων και συμμαθητών,

τα περιστέρια κάθονται για λίγο στα κεραμίδια,

κατεβαίνουν στο νερό,

πνιγόμαστε,

ούτε περιστέρια σε λίγο θα μας μείνουν ούτε νερό,

σφίγγουμε τα δόντια τις γροθιές,

ένας τεράστιος ογκόλιθος φουσκώνει και βαραίνει,

το χρέος το χρέος

κι ας δεν συνειδητοποιήσαμε ποτέ

πόσα πολλά δανειστήκαμε.

Κυριακή 8 Ιουλίου 2018

Ο Αίγισθος / Στέλιος Παπαντωνίου



Ο Αίγισθος, ποιος Αίγισθος, κι η Κλυταιμνήστρα, αυτή βρισκόταν στο παλάτι, από κει διέτασσε και κατηύθυνε τα πάντα, τα ναυτάκια του έκτου αμερικανικού στόλου κατέβαιναν στον Πειραιά, γέμιζε το λιμάνι, κορίτσια ο στόλος, ήταν το σύνθημα, φτωχοί άνθρωποι στην Τρούμπα, γέμιζε η τσέπη λεφτά, να τους πουλούν νοθεμένο ουίσκυ, κι αυτοί εν υπηρεσία, έδεναν ένα σχοινί ο ένας στον άλλο, σχημάτιζαν μια φάλαγγα και τραβούσαν για την Αθήνα μη χαθούν, ολόισα στα εν Αθήναις στρατόπεδα, να ξεκινήσουν τα τανκς, 21 Απριλίου 1967, κι εμείς Φθιώτιδος 23 ημιυπόγειο, φοιτηταριό, το ‘χαμε το ραδιοφωνάκι μας από το Μινιόν αγορασμένο, ανοίξτε ν’ ακούσετε τους σωτήρες της Ελλάδος, και ποιος ανεχόταν αστεία τέτοια ώρα, κατάκλειστους μας κράτησαν, εμβατήρια στον αέρα, εκείνη η Ελλάδα που δεν πεθαίνει όλο δοκιμές έκανε και πάλι μισοζώντανη έβγαινε, αυτή τη φορά πέρασε ο παγοπώλης, είχαμε τότε παγωνιέρες, την τύλιξε σε μια κανναβίτσα, την έβαλε στην παγωνιέρα, την Ελλάδα λέω, άλλοι είπαν πως χτίστης ήταν και την έβαλε στο γύψο, όχι καλέ, ο γιατρός ήταν, ορθοπεδικός, σπασμένη χέρια πόδια, και τα τανκς έξω από τη Βουλή των Ελλήνων κι οι κλούβες μάζευαν, στοχευμένα πράματα, όχι στην τύχη, αυτά δεν γίνονταν ούτε στη Χώρα, τον καιρό του αγώνα, κέρφιου άκουες, περνούσε το λαντρόβερ της αστυνομίας, ένας τούρκος στον τηλεβόα, προσοχή προσοχή, κι έτσι κλεινόμασταν στο σπίτι, απορώ πώς σκέφτηκε τον αντιήρωά του το ψαράκι της γυάλας να τριγυρίζει μακριά από την Αθήνα με τη φραντζόλα υπό μάλης και μάλιστα να τον περιμένει να κατέβει και Ομόνοια μεριά, να αρχίσουν διαδηλώσεις, να ρίξουν τη χούντα, είσαι καλά, άνθρωπέ μου, έξω από τη Φανερωμένη να ‘ρθεις να δεις διαδήλωση, στην αυλή του Παγκυπρίου, να μπαίνουν οι επικουρικοί κι εμείς να πηδάμε από τα τοιχάρια, δώδεκα χρόνων παιδιά, να σωθούμε, η δακρυγόνα στη μύτη, βρέξτε μαντίλια στις βρύσες. ‘Ελεγε λοιπόν η ανακοίνωση του ραδιοφώνου, στις δυο θα μας άφηναν να πάμε για ψώνια, εμείς για φαείν στην Αύρα της Κύπρου, το εστιατόριό μας, όπου κι αν βρισκόμασταν, κοντά στα λεωφορεία του Θων, προσοχή όμως, μόνο κάτω από πέντε μαζί στο δρόμο, μετριόμασταν, κινδυνεύαμε να μας πυροβολήσουν τα φαντάρια που στέκονταν οπλισμένα στο δρόμο, διαδηλώσεις φοβόντουσαν, πού τέτοια πράματα, ο φόβος κυριαρχούσε, ήταν και μερικοί την παρακαλούσαν και την περίμεναν, ε ρε δικτατορία που χρειάζεται αυτός ο τόπος, άφες αυτοίς ου γαρ οίδασι. Για καιρό κράτησε το ίδιο κλίμα, όσοι είχαμε ευκαιρία να σηκωθούμε, φύγαμε, βαρύ μαύρο πέπλο, αν και προεορτίως τα ζήσαμε, συνηθισμένοι στην καταπίεση των εγγλέζων νομίζαμε πως πήγαμε στην Αθήνα και θα την περνούσαμε στο ελεύθερο, πού να ξέραμε, νύχτα αν βγαίναμε για βόλτα ύστερα από τα ξενύχτια στο διάβασμα, ο αστυνομικός μας σταματούσε, ταυτότητα, πού πάτε τέτοια ώρα, ήταν και κοντά η Αμερικανική πρεσβεία, το καραμανλικό αστυνομικό κράτος, τώρα που το σκέφτομαι την ελευθερία μόνο στο νου και στη φαντασία και στην υπόγα της ψυχής την έχω, η επιφάνεια κι η γήινη Αφροδίτη, της πορνείας πράματα, δεν είναι η Ουρανία, Σε γνωρίζω από την κόψη, μόνο στον αγώνα του 55-59 την ζήσαμε, ξενόστραφα πράματα, είσαι λεύτερος σαν πολεμάς σκλάβος για τη λευτεριά, κι όταν την πάρεις, κάλπικο νόμισμα στο χέρι, χειροπόδαρα δεμένος, ανάξιοι. Ο Αίγισθος κι η Κλυταιμνήστρα αποφάσισαν τους γάμους της Ηλέκτρας μ’ ένα φτωχό παιδί της γειτονιάς, μην αφήσει παιδιά με ήθος αρίστων, κι έρθουν μια μέρα να ζητούν μερίδιο στις μετοχές στην τράπεζα και στις επιχειρήσεις, σε λίγο από μόνες τους οι τράπεζες βυθίστηκαν στο βούρκο, ο φτωχός έτσι κι αλλιώς επέπλεε, επιβίωνε, συνηθισμένος στη φτώχεια του, στις φυλακές υπήρχαν τον καιρό μας και κρεμάλες. Δεν χρησιμοποιήθηκαν αργότερα, πολύ χρειάζονταν.

Δευτέρα 25 Ιουνίου 2018

Ο γραφιάς / Στέλιος Παπαντωνίου


Κάθεται λοιπόν ο γραφιάς σαν την Πηνελόπη και γνέθει και κλώθει και κεντά και υφαίνει τη ζωή τη δική του, βρίσκεις στα πλάνα, στις υποσημειώσεις, στο στερέωμα, εδώ στα κόμματα και στις τελείες τα ταξίδια του, ο Αλέξαντρος κι η Βακτριανή, ο Ηρώδης κι ο Ιωάννης, ένα γύρο περιτρέχουν την ατμόσφαιρα, ανάλογα με τις εποχές, τις τεχνοτροπίες, τις σχισμές του μυαλού ή του υπεδάφους, ακούονται βόγγοι, ήχοι, διαπεραστικοί, βαρείς, κάπου το φως ανατέλλει από τα βάθη, εκεί που κοιμούνται οι κουκουβάγιες, τα ψαλτήρια και τα σκονισμένα βιβλία, έρχεται καταστροφή, την προβλέπει, έρχεται άνοιξη την τραγουδά πριν την ώρα της, και τώρα το καλοκαίρι ξενυχτά στη φρεσκοβαμμένη πολιτεία του περιμένοντας τον εναέριο να τον ταξιδέψει και παραπέρα, μα ήδη γνωρίζει την πορεία και τη μέρα και την ώρα της επιστροφής.

Παρασκευή 1 Ιουνίου 2018

Ο Παράδεισος Άδωνις / Στέλιος Παπαντωνίου


Κλαριά τετρακόσια, ρίζες πενήντα εφτά
Τα όρνεα κατέβαιναν στην ξηρά μέσω θαλάσσης
Πατούσαν τη γη και τη μάτωναν
Άρπαζε ο καθένας τα κλωνάρια του να σωθεί 

Κομμάτια τις σάρκες του Άδωνη μαζί τους
Άλλος το σκολειό άλλος την εκκλησιά άλλος την εικόνα
Να μεριμνήσουν σαράντα χρόνια ύστερα να περισυλλέξουν τα ιερά
Θρήνος ήταν, βουβό κλάμα, ήταν η χαμένη χαρά
Ο Άδωνης κείτονταν εκεί
Στον Παράδεισο
Κοντά στα βράχια, στα περβόλια, στους καφενέδες και στα πανηγύρια
Σπυρί σπυρί μαζεύαν οι μοιρολογίστρες
Ν΄ ανασυνθέσουν τ όμορφο σώμα
Να του φυσήσουν πνοή ζωής
Άπλωναν λευκά σεντόνια, λευκές σελίδες
Μαύρες κι έγχρωμες σελίδες τις αυλές του χωριού
Σφραγισμένος ο Άδωνις
Στην απόλυτη σιγή της αγάπης
Του βωβού θρήνου
Όπως στον επιτάφιο με τους λαζάρους και τις μαργαρίτες.
Πέρασε κι αυτό το Πάσχα και δεν λειτουργήθηκαν
Εκείνος αναλήφθηκε στους ουρανούς
Κι αν κανένας επισκέφτεται τον τάφο του
Δεν είναι αυτός, λέει, δεν είναι αυτός,
Τέτοια παράταιρα πράματα στο χωριό δεν είχαμε.
Από την κλειδαρότρυπα χαίρεται ο κλέφτης κι ο φονιάς
Όπως κάθε κλέφτης κάθε φονιάς
Πασχίζει να αρθρώσει το τέλειο έγκλημα
Παραχαράζοντας τον όμορφο κορμό
Να μην τ’ αναγνωρίσουν τα παιδιά
Να πουν «αυτός δεν είναι ο κόσμος μας δεν είναι δικός μας».
Κύπτουμε τον αυχένα στην αυθάδεια
Υπομένουμε καρτερικά ως αύριο
Κι αυτό δεν γίνεται καλύτερο.
Τον περιμάζεψαν τον Άδωνη
Τον έκλεισαν στις αυλές του βιβλίου
Ο Θεός ξέρει πότε θα του δώσει ξανά την πνοή του
Κι εμείς γονατιστοί τον αδράχνουμε στον ύπνο
Στην απόλυτη αθωότητα
παρακαλούμε το Θεό και περιμένουμε.

Τέτοιες ώρες / Στέλιος Παπαντωνίου


Σαν τέτοιες ώρες
ψιλή βροχή
Συννεφιασμένος ουρανός
Κατεβαίνει στον Πενταδάχτυλο
Ρωτά το σπίτι του παππού
Δεν το βρίσκει
Στο κοιμητήρι κοιμούνται ανήσυχοι
Χτυπούν τις νύχτες τενεκέδες να τους διώξουν
Άγρια πουλιά θεριά τσακάλια
Φοβερίζουν
Ριζωμένοι βαθιά στα χώματα
Κανένας δεν το κουνά
ξέρει τη γλώσσα τους
Εκεί καταφεύγει
Κάθονται στον καφενέ,
Έξω από το ρημοκλήσι και λεν τα παλιά
Τον καιρό που τη γιαγιά την έλεγαν Ειρήνη
Τον παππού Αγάθο.

Παρασκευή 18 Μαΐου 2018

TOY BOYNOY: Ποιητική Συλλογή του Στέλιου Παπαντωνίου που εκδόθηκε το 2002

Κάθομαι κι αναπνέω τη θάλασσα
Ακούω τις σειρήνες των βαποριών 
Που ταξιδεύουν για τη Κερύνεια και το Ξερό 
Δεν έχουν σημαίες
Δεν έχουν όνειρα
Παρά μια πίκρα αβάσταχτη κι ανέγγιχτη 
Της νύχτας

...

Ακούει την καρδιά του
Ο ήλιος μεσ΄ από τα φύλλα της ελιάς
Παίζει στο πρόσωπό του 
Ο παππούς με το μαύρο σκούφο 
Σκυμμένος στη γη τσαπίζει τα δένδρα του 
Όσο είναι βολετό 
Σταγόνα τη σταγόνα να γεμίσει και πάλι 
Μια μικρή λίμνη
Ύδωρ το ζων.

Έτσι και ο λόγος του
Λόγος Κυρίου. 

...

Στις σήκωσες 
Βάζαμε τον παππού να τραγουδήσει 
Το λυγερό και κοφτερό σπαθί μου
Εσείς τον Τούρκο σφάξατε
Τον τύραννο σπαράξατε
Να ζήσει το σπαθί μου
Ν΄ αναστηθεί η πατρίς μου

Οι Τούρκοι χίμηξαν πάνω στα παιδιά 
Έλεγε ο παππούς
Τα σχολιαρούδια πάγαιναν εκδρομή
Και τραγουδούσαν

Κι έφτασαν τρέχοντας 
Στο σπίτι του παππού παπά
Να βρουν σωτηρία

Σήκωσες κι Ιεροτελεστία

Δευτέρα 2 Απριλίου 2018

Στέλιου Παπαντωνίου: Ανάλυση του ποιήματος του Γιώργου Σεφέρη

Έτοιμο το χειρουργείο; / Στέλιου Παπαντωνίου



Διασχίζεις τις χαραμάδες
χτυπάς καταπρόσωπο
με τ’ αυστηρά σου χέρια
δεν είμαστε σε διαδήλωση
δε δρέπουμε δράγματα αλλοτινά
Έτοιμο τα χειρουργείο; ρωτάς.

Κατέβηκαν μαυριδεροί μεροκαματιάρηδες
Ίπποι τερατόμορφοι
Σκάβουν τεράστιους λάκκους
Λατομούν τα στήθη της μάνας μας
Τη σέρνουν φτιασιδωμένη
Σπρώχνουν μια τετράχοντρη χανούμ
Που αγκαλιάζει απειλητικά.
Έτοιμο το χειρουργείο; ρωτάς πάλι.
Δεν ήταν μέσα στα όνειρά μας
Αναμείχθηκε με τους εφιάλτες μας
Τα ζιζάνια φύτρωναν αργά και σταθερά
Μαζί με ακάνθες και τριβώλους
Μισταρκοί σκάβαν το λάκκο
Ξένοι και δικοί.
Σήμερα και πάλι ξυπνά η ψυχή μας
Χτυπούμε το πρόσωπο ν’ ανοίξουν τα μάτια
Ν’ ακροαστούμε μηνύματα
Ύστερα από τόσους εργολάβους
Ξημερώνει ο νους
Η ψυχή λαμπυρίζει
Κελαρίζει καθάριο νερό.
Η ψυχή αντρειεύεται στην αδικία, λες,
Στη σκλαβιά, στα σκελετωμένα κορμιά
Ριγμένα στην καταπαχτή.
Κανένας Κύκλωπας δεν τη νικά.
Να ξαναπιάσουμε το μίτο
Να δούμε φως έξω από το λαβύρινθο
Στο καμίνι πνεύμα δρόσου διασυρίζον.
Έτοιμοι για χειρουργείο;

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2015

Ο αρχιτσέλιγγας του Στέλιου Παπαντωνίου



Είναι κάτι ταινίες τώρα τελευταία στην τηλεόραση πολύ βουκολικές, πολύ του αρνιού, των βοσκών και των βοσκότοπων, ένας μεγάλος κτηνοτρόφος μεταφέρει τα αρνιά του από τον ένα στον άλλο βοσκότοπο, πράσινο πολύ να χορτάσουν ή θέσεις κυβερνητικές ν’ αρμέξουν-αν είναι αρχηγός κόμματος - γιατί ένας είναι ο μεγάλος τσέλιγγας σήμερα στην Κύπρο, ο αρχηγός του ΔΗΚΟ, που αποφασίζει και διατάζει ποιον θα ψηφίσουμε, όχι να εκλέξουμε, γιατί αυτός εκλέγει για μας πριν από μας, πήρε κι έφερε το ποίμνιο, περιστρέφοντας το χώρο του κέντρου, άνω κάτω τον έκανε, μέχρι διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία τον όρκισε να επιζητεί για λύση του προβλήματος, τον ζάλισε τον κεντρώο με τα τέσσερα ζάλα του, ούτε πεντοζάλη να χόρευε, τόσο που έμειναν πολλοί μ’ ανοιχτό το φαφούτικο στόμα, χάσκοντας, χάσμα μέγα και κατάμαυρο, τι κάνει αυτό το παιδί, από το ένα στο άλλο μαντρί μας περιστρέφει, για ποιμνιοστάσια μόνο μιλά και για αλόγατα, έτσι τα καταλαβαίνει τα πολιτικά, κτηνοτροφία ένα πράμα, αυτή είναι γι’ αυτόν η δημοκρατία, η του αρχιτσέλιγγα αρχή, και δεύτερος άντρας σ’ αυτή τη νήσο δεν υπάρχει, μας τους πάτησε το τρένο κι από κείνους που περιμέναμε… χάθηκαν αύτανδροι.
Αποφάσισε λοιπόν ο ένας και μόνος καουμπόυς, ο αιπόλος και βουκόλος, ποιος θα είναι ο επόμενος πρόεδρος της Κυπριακής Δημοκρατίας και τα αρνιά, τα κριάρια, τα βόδια, όλα τα χοιροειδή, το θεωρεί βέβαιο πως θα ακολουθήσουν το πρόσταγμα του μεγάλου αρχιποίμενα- πώς καταντήσαμε λοχία, να μας κοροϊδεύουν μέρα μεσημέρι- σκίστε τα πτυχία, τα δοκτοράτα και τα μαστορικά, μη σκέφτεστε, έλεγαν πάντα οι μεγάλοι ηγέτες, εγώ σκέφτομαι για σάς, κι αϊ γονατίστε μπροστά στην πολιτική ιδιοφυία του αιώνα, «αυτός έφα», αντίρρηση δεν νοείται, αν ανοίξετε στόμα, θ’ ακούσετε μακαρονάδες, να πνιγείτε στην τραχανόσουπα. «Άνδρα μοι έννεπε μούσα πολύτροπον», γιατί πιο πολύτροπος από το Μάριο κανείς, μας παίρνει στη βρύση κι άποτους μας φέρνει, όπως με τους μεγάλους κύκλους των συνομιλιών του τέως κεντρώου λεγόμενου και νυν σβησμένου χώρου, ελέω μεγάλου ποιμνιοτρόφου, που μάλιστα απειλεί πως και τα δυο συμπαθητικά κουταβάκια του κεντρώου εκεί θα καταλήξουν, Αναστασιάδη μεριά, αφού αυτός ηγείται του μεσοκέρατος, ως έχων το μεγαλύτερο των μικρών- όποιο μυρμήγκι ο Θεός θέλει να τιμωρήσει, του δίνει φτερά.
Η αριστερά, σου λέει ο αρχιτσόμπανος, χαμένη από χέρι, χειρότερη χοίρου η διακυβέρνησή της, θα μείνει στην ιστορία μας κατάμαυρη, πολιτικά, οικονομικά, κοινωνικά, άσχετο αν μαζί τα’ τρωγαν τόσον καιρό, κατά που λέει κι ο γνωστός μας, τώρα έγιναν οι τιμητές κι οι δημόσιοι κατήγοροι, αφού το ποίμνιό μας ερεθίζεται δερματικά στο άκουσμα της αριστεράς, ας το παίξουμε δεξιά, καιρό έχουμε να δείξουμε και το δεξί μας προγούλι, κι από κει κερδισμένοι θα βγούμε, κόμμα εξουσίας που είμαστε, κοινώς λεγόμενα τσιβίκια ή κολαούζοι.
Καλείται λοιπόν από τον αρχιβλαχοτσόμπανο του ΔΗΚΟ ο κυπριακός ελληνισμός να ψηφίσει τον άνθρωπο που έλεγε «Ναι», την ώρα που η πλειονότητα έλεγε «Όχι» στο δημοψήφισμα, τον άνθρωπο που έσπευσε να συναντήσει τον Ερτογάν να του υποβάλει τα σέβη του, τον άνθρωπο που κατάγγελλε διεθνώς τον μακαριστό Τάσσο Παπαδόπουλο για τη σθεναρή κι αντρίκεια στάση του έναντι του μέλλοντος της Κυπριακής Δημοκρατίας και του κυπριακού ελληνισμού, τον άνθρωπο που είπε σε τελευταία ανάλυση «ναι» στη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας- και όχι μόνο- και που οραματίζεται αύριο να ορκίζεται πίστη στο σύνταγμα και διαφύλαξη της εδαφικής ακεραιότητάς της. Θεός φυλάξοι! Ο αρχιτσέλιγγας στο μεταξύ αναφωνεί: Όσοι αμνοερίφια προσέλθετε! Ουδείς κίνδυνος από τους επικίνδυνους, προπάντων τώρα που είναι δύο!