Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχαηλίδης Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μιχαηλίδης Βασίλης. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

Η Ανεράδα / Βασίλης Μιχαηλίδης

Η Χιώτισσα / Βασίλης Μιχαηλίδης

Η 9η Ιουλίου του 1821 (απόσπασμα) / Μιχαηλίδης Βασίλης

1. Εισαγωγή

-Αντάν αρτζιέψαν οι κρυφοί ανέμοι τζι' εφυσούσαν
τζι' αρκίνησεν εις την Τουρτζιάν να κρυφοσυνεφκιάζη
τζιαι που τες τέσσερεις μερκές τα νέφη εκουβαλούσαν,
ώστι να κάμουν τον τζιαιρόν ν' αρτζιεύκη να στοιβάζη,
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου το κρυφόν της
μεσ' στους ανέμους τους κρυφούς είσιεν το μερτικόν της.
Τζι' αντάν εφάνην η στραπή εις του Μοριά τα μέρη
τζι' εξάπλωσεν τζι' ακούστηκεν παντού η πουμπουρκά της,
τζι' ούλα ξηλαμπρατζιήσασιν τζιαι θάλασσα τζιαι ξέρη
είσιεν σγιαν είχαν ούλοι τους τζι' η Τζιύπρου τα κακά της.

Μιαν νύχταν, νύχταν σιανήν, τζιαιρόν Δευτερογιούνην,
νύχταν Παρασιευκόνυχταν, που τ' άστρα μιλιούνια
ελάμπασιν που πανωθκιόν τζι' εν έυρισκες ρουθούνιν
μέσα στης Χώρας τα στενά, στης Χώρας τα καντούνια,
σιανεμιά, εν άκουες δεντρούδιν να ταράξη
μήτε του σιύλλου λάξιμον, με πετεινόν να κράξη.
Ητουν μια νύχτα μουλλωτή, μια νύχτα μουρρωμένη,
που θάρειες πως χώνεται που του Θεού την κρίσην.
Σε τέθκοιαν νύχταν σιανήν οι Τούρτζιοι βαδωμένοι
μεσ' στο Σαράγιον είχασιν μιάλον μετζιηλίσιν.




2. Ο Κκιόρ-ογλους  
 
Εγείραν τα μεσάνυχτα τζι' επήρεν το ξιφώτιν,
τζι' ο Κκιόρ-ογλους πούτουν καλή, πολλά καλ' η ψυσιή του
εξέβην πώσσω του κρυφά τζι' επήεν στον Δεσπότην,
τζι' εξύπνησέν τον τζι' έκατσεν κοντά του τζιαι λαλεί του:
"Εν' έσσω μου, Τζιυπριανέ, τ' αμάξιν μου ζεμένον,
τ' αμάξιν μου, Τζιυπριανέ, εν' έσσω αντροσιασμένον,
τζι' αν θέλης για να ποσπαστής που σίουρην κρεμμάλλαν
τζι' αν θέλης που τον θάνατον να φύης να γλυτώσης,
να πας με το χαρέμιν μου κρυφά κρυφά στην Σκάλαν,
τα κουσουλάτα εν' αννοιχτά, να πάης να τρυπώσης.

Ηρτεν του Μουσελλίμ-αγά φερμάνιν που την Πόρταν
τζι' εψές άρπα τζι' ανόρπιστα εγίνην μετζιηλίσιν,
τζι' έσιει πκιον εις το σιέριν του την μαύρην σας την σόρταν,
στο σιέριν του τον θάνατον, στο σιέριν του την κρίσην.
Να μεν αρκής, Τζιυπριανέ, να χάννης τον τζιαιρόν σου,
να πάης να φαραντζιστής αν θέλης το καλόν σου.
Πρέπει να πας, ει δε τζι' αν ου, εχάθης δίχως άλλον,
αν σ' εύρ' η μέρα το πωρνόν δα μέσα δα, εν νάσαι
νεκρός εις την κρεμμασταρκάν είτε νεκρός στον πάλλον.
Ανου να πάμεν γλήορα, τ' αμάξιν καρτερά σε!"

Εσιυψεν ο Τζιυπριανός τζι' έμεινεν νάκκον ώραν
τζι' εδκιαλοίστην νακκουρίν τζι' αννοίει τζιαι λαλεί του:
"Δεν θέλω, Κκιόρ-ογλου, εγιώ να φύω που την Χώραν,
γιατί αν φύω, το κακόν εν' να γινή περίτου.
Θέλω να μείνω, Κκιόρ-ογλου, τζι' ας πα' να με σκοτώσουν,
ας με σκοτώσουσιν εμέν τζι' οι άλλοι να γλυτώσουν.
Δεν φεύκω, Κκιόρ-ογλου, γιατί, αν φύω, ο φευκός μου
εν' να γενή θανατικόν εις τους Ρωμιούς του τόπου.
Να βάλω την συρτοθηλειάν εις τον λαιμόν του κόσμου;
Παρά το γαίμαν τους πολλούς εν' κάλλιον του πισκόπου."

Λαλεί του πάλ' ο Κκιόρ-ογλους: "Λυπούμαι σε, Δεσπότη,
να μεν σ' εύρη που το πωρνόν ο ήλιος μεσ' στην Χώραν,
γιατί ευτύς εν' να κοπή η τζιεφαλή σου πρώτη.
Ενας Μουρούζης τζι' έφυεν έσιει τωρά μιαν ώραν,
που κρεμαλλίστην του τεισιού τζι' εξέβην εις την στράταν,
τζιαι πα' κατά τον Λάρνακαν να μπη στα Κουσουλάτα.
Εφέραν του τζι' εφόρησεν μιαν αλλαήν, 'πο τζιείνες
τους Πίτσιλλους, συλλούριτζιην, λιμίν λιμίν, σαλάταν,
τζιαι σέρτουκα τζιαι μέρτουκα στα πόδκια του ποδίνες,
μεν τύσιη τζι' αγρωνίση τον κανένας εις την στράταν."

"Ευκαριστώ σου, Κκιόρ-ογλου," λαλεί του ο Δεσπότης.
"Θωρώ σε με καλόν γάλαν πως είσαι βυζασμένος,
μα φύε, μεν σε δουν τζιαι πουν πως γένεσαι προδότης."
Λαλεί τ': "αν μεν θέλης πολλά νάσαι ξωμακρυσμένος,
αμμάγγου πάμεν έσσω μου, να μεν μείνης δαπάνω."
"Εγιώνη θέλω, Κκιόρ-ογλου, να μείνω τζι' ας πεθάνω."
Ο Κκιόρ-ογλους εμάσιετουν να κάμη καλωσύνην,
αμμά επήεν άδικα ο κόπος του χαμένος.
Περίτου ώραν δεν είσιεν τζι' εν έπρεπεν να μείνη,
τζι' έφυεν πκιον περίλυπος τζιαι παραπονημένος.


 3. Η Προσευχή 

Η νύχτα πκιον αρκίνησεν περίτου ν' αναρκώνη,
εγίνην η ανατολή κροκότσιηνη περίτου,
άρτζιεψεν πκιον το Σάββατον να πικροξημερώννη
τζι' ακούστηκεν του ξύλενου σημάντρου η φωνή του.
Εξέβην ο Τζιυπριανός με τζιείνον τον καμόν του,
τζι' επήεν εις την εκκλησ'ιάν τζιαι βάλλει τον σταυρόν του
τζι' ήτουν όσον τζι' εκάμασιν αρκήν της λειτουργίας,
τζι' εστάθηκεν περίλυπος τζιαι σγιαν να δκιαλοίστην,
τζι' επήεν τζι' εγονάτισεν ομπρός της Παναίας
τζιαι κάτι εψουψούρισεν τζι' ευτύς εκλαμουρίστην.

Εμεινεν, δεν ετάραξεν, ούλα που να καρφώθην,
γονατιστός τζιαι πληξιμιός με σιέρκα σταυρωμένα,
αρτζιέψαν το κοινωνικόν τζιαι τότες εσηκώθην,
τζι' εστάθηκεν τζι' εφαίνουνταν ταμμάδκια του κλαμένα,
τζιαι προσκυνά τρεις τέσσερεις φορές την Παναίαν,
εθάρειες ποσιαιρετά τζιαι κόσμον τζι' εκκλησίαν.
Εσυχχωρήθην με τους λας τζι' έμπην μεσ' στάγιον Βήμαν,
εμπήκεν τζι' εκοινώνησε τζι' εξέβηκεν τζι' εστάθην,
τζι' έμοιαζεν ούλα τον νεκρόν που βάλλουν εις το μνήμαν,
εθάρειες που πάνω του το γαίμαν πως εχάθην.


 4. Η Σύλληψη  
 
Εξέβην που την εκκλησιάν με την συναπαρτζιάν του,
τζιαι Τούρτζ' ευτύς του Σαραγιού επλάστησαν ομπρός του.
Ευτύς έριψεν πάνω τους μιαν άρκαν αμμαδκιάν του
τζι' εδήθηκεν το βρύδιν του τζι' εφάνην ο θυμός του.
Εμειναν τζι' εθωρούσαν τον ομπρός τους θυμωμένον
τζι' εθάρειες το στόμαν τους πως ήτουν πουμωμένον.
Λαλεί τους: "Πκοιός σας έπεψεν πωρνόν-πωρνόν κοντά μου;
Πέτε μου το, συντύσιετε τζιαι μεν βαρυκωλιήτε,
αν εν τζι' ελυπηθήκετε, εν πέτρα η καρδκιά μου,
πέτε μου, είντα θέλετε χωρίς να μ' αντραπήτε.

"Ηρταμεν να σε πκιάσωμεν, είμαστον προσταμένοι
από τον Μουσελλίμ-αγάν τον άρκονταν της χώρας."
Λαλεί τους: "Με καλόν γάλαν αν είστε βυζασμένοι,
σταθήτε, καρτεράτε με πέντε λεφτά της ώρας."
(τζιαι πκοιός ηξέρ' ειντά 'κρυφεν που μέσα στην καρδκιάν του!)
Εξέβην πάνω βκιαστικός τζι' ενέην στον νοτάν του
τζι' άψεν λαμπάδιν τζι' έκρουσεν κάτι χαρκιά γραμμένα
τζι' ύστερα στράφην τζι' είπεν τους: "Ελάτ', αντρειωμένοι,
τώρα πώχω τα πράγματα σγιαν θέλω τελειωμένα,
επάρτε με να πάμεντε σγιαν είστε προσταμένοι.
Επάρτε με να πάμεντε ν' αδικοθανατήσω,
επάρτε με, σκοτώστε με χωρίς καμμιάν αιτίαν."
Τζι' άλλοι δεξιά τζι' άλλοι ζαβρά τζι' άλλοι ομπρός τζιαι πίσω
ευτύς ετριυρκάσαν τον τζι' επήραν τον τζι' επήαν.

[Αυτ’ η καρδιά που την κτυπάς ] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Αυτ’ η καρδιά που την κτυπάς και θες να την ακούσεις,
αυτήν που βλέπεις και θαρρείς είν’ όργανον της Μούσης,
αχ! Πόσα, πόσα βάσανα την έχουνε δερμένη·
πόσα φαρμάκια η τύχη της την έχει ποτισμένη.
Αν ήξευρες τα μέσα της πώς έχουν καταντήσει,
θα ‘λεγες: «Είναι κρίμα πλια τέτοια καρδιά να ζήσει».
Πέρασ’ ο πρωτινός καιρός κι η πρωτινή καρδιά μου,
όπου μεθούσ’ από χαρά κι έψαλλα τ’ άσματά μου.
Βλέπεις πως είμαι ζωντανός κι εσύ θαρρείς για μένα
πως νιώθω γλύκα της ζωής κι εγώ καθώς εσένα;
Θαρρείς του κόσμου την χαρά πως νιώθει κι η ψυχή μου;
Ο κόσμος είναι κόλαση και πίκρα η ζωή μου·
ανάθεμα την τύχη μου· αχ! Τρις ανάθεμά την,
που μ’ έχει πάντα την καρδιά με βάσανα γεμάτην. [...]
Μέσα σε τέτοια τρομερή και μαύρη δυστυχία,
μέσα σε τέτοια κόλαση, σε τέτοια τυραννία [...]
Αχ! Μη ζητείς ν’ ακούσεις πλια της λύρας μου τους ήχους,
δεν είμαι πλια για ποίηση, δεν είμαι πλια για στίχους.
Εκείν’ η πρώτη μου καρδιά που είχα τότ’ εχάθη,
οι πόνοι την εσκότωσαν, την έφαγαν τα πάθη. [...]
Αυτό το μαύρο μέλλον μου είν’ Άδης εμπροστά μου,
τέτοια ζωή να ζήσω πλια δεν με βαστά η καρδιά μου.
Κάλλια για με του μολυβιού μια σφαίρα να με θάψει,
τ’ αστροπελέκι τ’ ουρανού να πέσει να με κάψει.
Να γίνω στάκτη, να χαθώ, να μην υπάρχω πλέον,
γιατ’ εκουράσθηκα να ζω, βαρέθηκα να κλαίω.

[Για τουν την θέσην που κρατώ] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Για τουν την θέσην που κρατώ, για τουν την υστερκάν μου,
για κείν’ τα πρώτα κάλλη μου, την πρώτην ομορφκιάν μου,
πολλοί με πεθυμήσασιν, πολλοί με ρεσιστήκαν,
και ’που την Δύσην πάνω μου πολλοί ποταυριστήκαν.
Αρπάσσαν με κ’ επαίζαν με ’πό ’ναν εις άλλον χέριν.
Τούτ’ η καρδκιά τα δκιάβασεν, ένας Θεός τα ξέρει.
Που μέσα στους νεκατωμούς που γένονταν στην Δύσην,
που μέσα σ’ κείν’ τες τάραξες που δεν είχασιν στήσην,
όπκοιοι εποτυλίουνταν ανέμοι κ’ εφυσούσαν,
έρκουνταν ούλοι πάνω μου εμέν και ’ποκομπούσαν.

Ήμουν δα μέσα κ’ έπιννα την πίκραν κάθε βρύσης,
η πέτρα που φακκούσασιν τα κύμματα της Δύσης.
Το πέζεμαν των δκιαβατών, το στάμαν τους πολέμους·
ήμουν δεντρόν που στέκεται στο ρέμαν τους ανέμους.
Κι όσοι κι αν ήρταν πάνω μου ανέμοι κι αν εδώσαν,
ήτουν οι ρίζες μου βαθκιά και δεν με ξηριζώσαν.
Ερίψασιν τα φύλλα μου, ερίψαν τους αθθούς μου·
εκαταφατσελλώσαν με κ’ εκάψαν τους πολούς μου·
εσείσαν με κ’ εκλίναν με κ’ εκόψαν τα κλωνιά μου,
μ’ αππέσσω στέκεται γερή η ρίζα κ’ η καρδκιά μου.

[Κανέναν φόοον δεν έχω από τους Κυπριώτες] / Μιχαηλίδης Βασίλης

«Κανέναν φόοον δεν έχω από τους Κυπριώτες.
Θωρούν εις την Καραμανιάν πως η Τουρκιά ’ν λιμπούριν,
τέλεια κοντά π’ ακούουνται κ’ οι σκύλλ’ αντάν να ’λάξουν·
με μιαν σφυρκάν πετάσσουνται ’ποδώθθ’ έναν λιγγούριν
κι ούλους μέσα σε μιαν ώραν μπορούν να τους-ι σφάξουν.

Απού την άλλην έχουσιν κοντά τους το Μισίριν.
Αν πεις καράβκια; δεν έχουν, έν’ του αλέτρ’ αθρώποι.
[...]
Δα κάτω τούτοι έν’ πολλά, πολλά ξωμακρισμένοι,
περνούν μηνάδες κ’ εν έχουν χαπάριν ’που τα ξένα
και θέμι έν’ ’που την Τουρκιάν στενά τριυρκασμένοι.
Δα κάτω τούτ’ έν’ σαν τ’ αρνιά πών’ χώρκα μαντρισμένα.

Παρασκευή 7 Νοεμβρίου 2014

ΜΙΑ ΝΥΞ (απόσπασμα) / Μιχαηλίδης Βασίλης

Αχ! της καρδιάς μου την φωτιάν εκείνη μόνο σβήνει.
Ω! άγγελέ μου στην ομορφιάν! 
Ω! Πλάστη μου, δώσμου καρδιάν, 
να ζωχωρίς εκείνην! 

Παρασκευή 18 Ιουλίου 2014

Η Ανεράδα / Μιχαηλίδης Βασίλης

Στην χώραν π' αναγιώθηκα
τζιαί 'κόμα αναγιώννουμουν
τζι' άρτζιεψα νάκκον να λαχτώ
τότες εξηφοήθηκα
τα ζώθκια τζ' εν εχώννουμουν
τζ' εξέβηκα να δκιανεφτώ.

Σε μιάν ποταμοδκιάβασην
μιάν λυερήν εσσιάστηκα
νείεν καεί η σταλαμή!
Ούλα τ' αρνίν εις τον τσοκκόν
ο άχαρος επιάστηκα
αντάν πιαστεί μες στην νομήν.

Αντάν με είδεν έφεξεν
τζι ο νους μου εφεντζιάστηκεν
τζ' εφάνην κόσμος φωτερός.
Αντάν μου χαμογέλασεν
παράδεισος επλάστηκεν
ομπρός μου τζ' έμεινα ξερός.

Ευτύς το πας μου έχασα
τον κόσμον ελησμόνησα
τζ' έμεινα χάσκοντα βριχτός.
Είπεν μου: "έλα κλούθα μου"
Τζιαί που καρκιάς επόνησα
τζ' εκλούθησά της ο χαντός.

Λαόνια, κάμπους τζιαί βουνά
αντάμα εδκιαβήκαμεν
γεμάτ' αθθούς τζ' αγκαθερρά
η στράτα δεν ετέλειωννεν
τζιαί δεν εποσταθήκαμεν
ήτουν για λλόου μας χαρά.

Ετρεμεν μεν τζιαί χάσει με
τζ' έτρεμα μεν τζιαί χάσω την
τζιαί μεν της πω τζιαί μεν μου πει
εδίψουν την εκαύκουμουν
τζ' έτρεμα μεν τζιαί πκιάσω την
τζιαί γίνουμεν τζ΄οι δκυό 'στραπή.

Υστερα σγοιάν παράδεισον
εναν βουνόν εφτάσαμεν
ισια με τα 'ψη τ' ουρανού.
Τζει πάνω τζει εκλάψαμεν
αντάμα τζ' εγελάσαμεν
μέσα στους μούσκους του βουνού.

Λαλεί μ' αν είσαι πέρκαλλος
τώρα πιόν μείνε δίχως μου
αν σου αρέσκ' έτσι ζωή
τζιαί ξαπολά 'ναν χάχχανον
ίσια 'νωσα το στήθος μου
πως αλλονάκκον να ραεί.

Είπεν τζ' εγίνην άφαντη
εφτύς π' ομπρός μο' χάθηκεν
σγοιάν άνεμος περαστικός.
Εράην η καρτούλλα μου
ευτύς ο νους μο' στάθηκεν
τζ' είμαι που τότες ξηστηκός.

Οι πλήξες που με τρώασιν
ακόμα 'ν' αφανέρωτες
τζ' εις τα πουλιά που τζηλαδούν
εσιει που τότες όπου δω
τες ανεράδες τρέμω τες


τζιαί πογυρίζω μεν με δουν.

Η Χιώτισσα (απόσπασμα) / Μιχαηλίδης Βασίλης

 εν Λεμεσώ, κατά το 1821


100

Κ`είν την ημέραν κ`αι κ`είν’ την ώραν
που γίνην πάλε τούν το κακόν
αρφός μου ήτουν έξω στην Χώραν
κ`ι ο κ`ύρης μούτουν εις το χωρκόν
κ` οι Τούρκ`οι έξω αρματωμένοι
εκαρτερούσαν τριβικ`ιασμένοι·
Εγιώ κ` η μάνα μου οι πικραμμένες
είχαμεν πάντα παραγ`γ`ελιάν
κ` ήμαστον έσσω ρωμανισμένες
προσκολισμένες εις την δουλειάν.

110

Εγιώνη επότιζα τα καβάκ`ια
κ` ήτουν το χώμαν πολλά σκλερόν
κ` είχαν κ`αι σύρπην πολλήν ταυλάκ`ια
κ`ι ούλλον κ` εστ’αλωνεν το νερόν·
κ` ήμουν βκιαστή κ`αι δισπιρκασμένη
κ` ήμουν δρωμένη κ`αι ποσταμένη·
η μάνα μώθεν να ξηντιλήση
του πιθαρκού τον καταστατόν
κ` επεριπκοιέτουν ν’ ανανακ`ινήση
νάκκον προζύμιν για ζυμωτόν.

120

Θεέ μου, μεν δώκης έτσι σόρταν!
κάλλιον το πλάσμαν να μέν πλαστή:
Ακούω μιάν πουμπουρκάν στην πόρταω
κ`αι ππέφτ η πόρτα χαμαί σωστή
κ`αι μ’έναν βρύχος κ` έναν χωχώιν
εδωκεν έσσω το Τουρκολόιν.
Εγιώ τιτσίρα, μεσοντυμένη,
που την πολλήν μου την αντροπήν
έμεινα μεσ στα δέντρα χωσμένη
κ` είχα τα μμάδκια μου σαν στραπήν.

130

Επεριπκοιούνταν να μπούν να σφάξουν
να μπούν ν αρπάξουσιν, κ`αι πριχού
που την αυλήν κόμα να δκιαλλάξουν
έμπην της πόρτας κατά λαχού
αρματωμένος ευτύς ο αρφός μου
κ`ι ούλλα που νάμπηκεν ο Θεός μου.
Λαλεί τους-Τούρκ`οι, σταθήτε πίσω·
αν ηδκιαλλάξετε ας`κ`ελλιάν
εν να βουττήσω να σας μελίσω·
κ`αι κ`είν επαίξαν μιάν πιστολιάν.

140

Ότι κ`ι ακούστην η πιστολιά τους
ευτύς σκουλλίζει τον ο θυμός
κ` επλατυδκιάστηκ`εν ομπροστά τους
κ` εγίνην κόκ`κ`ινος κ`αι χλωμός
κ`αι θαμπωμένος απού το γαίμαν
άρκ`εψεν πόλεμον κ` επολέμαν·
τάρματα πκιόν εστραφτοκοπούσαν,
επουμπουρίζαν οι πιστολιές
κ`αι τα κορμιά εκουτρουμπελλούσαν
κατακομμένα που τες ππαλιές.



.....................................




230

Κάμνω να κλάψουν ευτύς μανάες,
τον κόσμον κάμνω τον γερημιάν·
στήννω σου πύρκους με κ`εφαλάες,
στήννω σου κάστρα με τα κορμιά·
κάμνω σου θάλασσαν με το γαίμαν
ευτύς σ`αι βρίσκω πκοιός εν το θέμαν.
Κ`ι΄αν θέλης, σφάξε τον μανιχ`ή σου,
αν θέλης, κάψε τον ζωντανόν,
αν θέλης, μέλισ τον απατή σου,
ναύρης σιούρκασην κ`αι παμόν.

240

-Μούλλωσε, μεν μου πής παραπάνω·
δεν θέλω φόνους κ`αι μακ`ελλειά·
ακούω κ` έν μπορώ νανασάνω·
βρίξε πκιόν π’ε μου για τα παλιά.
Εμέναν άλλος εν ο καμός μου:
ζ`ούν οι γονιοί μου κ`αι ζ`ή κ`ι ο αρφός μου;
-Ο ένας, έν-ι-ξέρς, ο γονιός σου·
να πώ το ψέμαν είντα φελά;
όμως η μάνα σου κ`ι ο αρφός σου
ζ`ούσιν κ`ι οι δκυό τους κ` έν κ`αι καλά.

250

Τούτ η χανούμισσα η νιώτατη
ήτουν κλαμένη μεσ στα στενά,
που τον αγάν της ήτουν φευκάτη
κ`αι για να μεν μείνη να πεινά,
άησ την έσσω να ζ`ή μιτά μας,
νάν με τες άλλες σκλάβες κοντά μας.
Τότες ο Μπέης δειπνά κ`αι φεύκει
κ`αι πάει έσσω του Χατζ`αλά
κ`αι η χαρά του κ`εί περισσεύκει,
γιατ ήτουν φίλοι κ` οι δκυό πολλά.

260

-Τότες ρωτά η κ`υρά την ξένην
μισοκλαμένη κ`αι σιανά
πως την λαλούσιν κ`αι πόθθεν ένι
κ`αι πως ευρέθην μεσ στα στεν’α.
-Μεν μ αρωτάς, κ`υρά μου, κ` η καμένη
είμαι πολλές πίκρες ποτισμένη.
Είμαι νωστάρμαστη με τρείς άλλες
μ έναν κ` οι τέσσερεις ασκερλήν
κ` ελοοφέραμεν τες προάλλες
κ`αι το κακόν εγίνην πολλύν.

270

Εχ`ει που τότες καστιορούν με
κ`αι μέραν νύχταν ξητιμασιές·
ό,τι κ`αν τύχ`η κακολοούν με·
η φάκκα πάνω της Αϊς`ές.
Αννοιξα κ` εβκήκα γιάλι γιάλι
κ` έπκιασα στράταν κ`ι’ όπου με βκάλη.
Είμαι, χανούμγκατη, που την Χώραν
κ`αι που γενιάν κ`αι σόρταν καλήν·
που νείεν κάψ ο Θεός την ώραν
που εγεννιούμουν εις το σελλίν.

280

Ήρτεν η Πέφτη κ`αι, πρίν σιγράση,
τριβικ`ιασμέν η Τουρκού σ`κ`υφτή
θωρεί π αππέσω που το καφάσιν
κ` η ρκά χαρούμενη κ`αι βκιαστή
έρκετουν έσσω της ‘σκομαχώντα.
Πέμπει τες κλάβες ευτύς βουρώντα
κ`αι πάν κι εφέραν της την κοντά της.
Κ` είδαν πως ένεψεν την κ`υράν
κ` ευτύς εφύασιν π’ ομπροστά της
κ` αρκέφκ’ η ρκά γεμάτη χαράν:

Σάββατο 12 Απριλίου 2014

Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης (1849-1917) είναι Έλληνας ποιητής της Κύπρου. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της Κυπριακής λογοτεχνίας.

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης γεννήθηκε στο Λευκόνοικο το 1849 (ή 1853). Γονείς του ήταν ο Χατζής Μιχαήλ Χαραλάμπους και η Αννέττα Κονόμου. Το επίθετο "Μιχαηλίδης" υιοθετήθηκε αργότερα από τον ποιητή.
Έμαθε τα πρώτα του γράμματα από το θείο του Χρύσανθο Παπακονόμου, ποιητή και ζωγράφο, στο Δάλι . Σε νεαρή ηλικία (δέκα ή δώδεκα χρονών) ο Μιχαηλίδης έδειξε μεγάλο ενδιαφέρον για τη ζωγραφική και ο πατέρας του αποφάσισε να τον στείλει στη Λευκωσία για να παρακολουθήσει μαθήματα αγιογραφίας. Εκεί ο νεαρός Μιχαηλίδης έζησε υπό την προστασία του θείου του, Γιάννη Οικονομίδη, αργότερα μητροπολίτη Κιτίου .

Εφηβικά Χρόνια

Κατά την παραμονή του στην Αρχιεπισκοπή της Λευκωσίας ο Μιχαηλίδης απέτυχε στην απόκτηση ανώτερης σχολικής μόρφωσης. Παράλληλα, η αγιογραφία που διδάχθηκε ο Μιχαηλίδης δεν τον οδήγησαν σε σημείο που θα μπορούσε να ασχοληθεί βιοποριστικά με την τέχνη. Ωστόσο, στην Αρχιεπισκοπή ο Μιχαηλίδης ενδέχεται να γνωρίστηκε με τον Γεώργιο Βιζυηνό, που βρισκόταν στην Κύπρο για να παρακολουθήσει μαθήματα στην Ελληνική Σχολή.
Με τη χειροτόνησή του ως Μητροπολίτη Κιτίου το 1868 ο θείος έφυγε για τη Λάρνακα παίρνοντας μαζί του τον έφηβο Μιχαηλίδη. Ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της Λάρνακας και οι επιρροές από τους λόγιους της περιοχής έστρεψαν το ενδιαφέρον του Μιχαηλίδη προς την ποίηση. Με παρότρυνση του ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Θεόδουλου Κωνσταντινίδη ο Μιχαηλίδης δημοσίευσε τα πρώτα του έμμετρα κείμενα στον Πυθαγόρα της Σμύρνης το 1873.

Ενήλικη Ζωή

Το 1875, πήγε στη Νεάπολη για να συνεχίσει τις σπουδές του. Η ελλιπής του μόρφωση, το ανεπαρκές ταλέντο του στη ζωγραφική και οι περιορισμένες οικονομικές του δυνατότητες καθόρισαν την εξέλιξη της προσπάθειας του Μιχαηλίδη. Μετά από δύο χρόνια συμμετείχε στην απελευθέρωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους. Επέστρεψε στην Κύπρο το 1878, με τη λήξη της Τουρκοκρατίας και την αρχή της Αγγλοκρατίας.
Το βάρος των αποτυχημένων του σπουδών κράτησαν τον Μιχαηλίδη μακρυά από τους φιλικούς του κύκλους στη Λευκωσία και στη Λάρνακα. Εγκαταστάθηκε στη Λεμεσό όπου, άνεργος και άστεγος, υποχρεώθηκε να αναζητήσει στέγη στη Μητρόπολη της Λεμεσού. Την ίδια χρονιά και μέχρι το 1884 εργάστηκε ως υπάλληλος στη φαρμακευτική του Δήμοτικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Παράλληλα άρχισε να ασχολείται συστηματικότερα με την ποίηση. Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Η Ασθενής Λύρα, εκδόθηκε το 1882, ενώ συνάμα ο Μιχαηλίδης δημοσίευε διάφορα πατριωτικά και σατιρικά ποιήματα στην εφημερίδα Αλήθεια.
Το 1884 ο Μιχαηλίδης έγινε επιστάτης του νοσοκομείου στο Δήμο Λεμεσού. Συνάμα άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα στην εφημερίδα Σάλπιγξ. Το 1888 δημιούργησε ένα έμμετρο παράρτημα της Σάλπιγγας, τον Διάβολο. Ωστόσο η προχειρότητα και ο επικαιρισμός του εγχειρήματος εμπόδισαν την επιβίωσή του.

Τελευταία Χρόνια

Η κατάσταση της υγείας του Μιχαηλίδη επιδεινώθηκε κατά τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια της ζωής του. Το 1904 και το 1906 υποχρεώθηκε να ταξιδέψει στο εξωτερικό για λόγους υγείας. Παράλληλα, ο αλκοολισμός του και οι προστριβές με συνεργάτες του στο νοσοκομείο οδήγησαν στη μείωση του μισθού του.
Το 1910, λόγω προβλημάτων με το αλκοόλ, έχασε τη δουλειά του ως νοσοκόμος. Παρ' ολ' αυτά του δόθηκε στέγη στο Δημαρχείο της Λεμεσού και διορίστηκε στο Υγειονομείο. Παρόλη τη σωματική και ψυχική του εξαθλίωση, ο Μιχαηλίδης δεν σταμάτησε να γράφει. Το 1911 εξέδωσε τη συλλογή Ποιήματα, ενώ το 1915 ο αλκοολισμός του ποιητή ήταν πια σε προχωρημένη κατάσταση και ο Μιχαηλίδης εγκαταστάθηκε στο Πτωχοκομείο της Λεμεσού.
Με την πνευματική του διαύγεια ανέπαφη, ο Μιχαηλίδης έγραφε μέχρι την τελευταία του στιγμή. Προσπάθησε μάλιστα να συνθέσει ένα εκτενές ποίημα σχετικά με τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Ωστόσο τελικά το ποίημα έμεινε ατελές· ο Μιχαηλίδης πέθανε στις 8 Δεκεμβρίου του 1917.

Έργα

Ο Βασίλης Μιχαηλίδης έγραψε τα έργα του στην κυπριακή διάλεκτο, αλλά και στη δημοτική και την καθαρεύουσα. Τα πιο γνωστά του έργα είναι τα «Η 9η Ιουλίου του 1821 εν Λευκωσία Κύπρου», «Η Χιώτισσα» και «Η Ανεράδα». Η συλλογή του «Ποιήματα» κυκλοφόρησε το 1911, ενώ τελευταίο του έργο θεωρείται το «Όρομαν του Ρωμιού».


ΕΠΙΣΚΕΦΤΕΙΤΕ ΣΕΛΙΔΕΣ: 

https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%92%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82_%CE%9C%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%B7%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82


http://www.snhell.gr/references/quotes/writer.asp?id=215


http://konstantinosholevas.gr/o-poihths-vasilis-michaelides-kai-i-rwmhosyni/#.W3UrDyQzbIU

https://www.oanagnostis.gr/%CE%B2%CE%B1%CF%83%CE%AF%CE%BB%CE%B7%CF%82-%CE%BC%CE%B9%CF%87%CE%B1%CE%B7%CE%BB%CE%AF%CE%B4%CE%B7%CF%82-%CE%AD%CE%BD%CE%B1%CF%82-%CE%BE%CE%B5%CF%87%CE%B1%CF%83%CE%BC%CE%AD%CE%BD%CE%BF%CF%82/

Ο αμολόητος / Μιχαηλίδης Βασίλης

                                                                                                    
Έναν τζαιρόν τζαι μιαν βολάν του σώματος τα μέλη,
έτσι σγοιαν είχαν ούλλα τους αγάπην σαν το μέλιν,                                             
έκαμαν επανάστασην τζ’ αρκέψαν πάνω κάτω                                                         
να ρίψουσιν την τζεφαλήν ‘που το καπετανάτον.
Έτσι σαν εμαλλώνασιν τζ’ ήταν να σκοτωθούσιν,                                  5
αθθυμηθήκαν τους θεούς τζαι πάσιν να κριθούσιν.
Αφού τ’ αποφασίσασιν για να το κάμουν τότες,
εμπήκασιν εις την γραμμήν ούλα τούς στρατιώτες.
Βάλλουν τον αμολόητον ομπρός παϊρακτάρην                                                      
τζαι πουρουτζήν τον γείτον του να παίζει να τους πάρει                  10                  
Πκιάννουν την στράταν, φίλοι μου, κατταρκαστοί λουρκάζουν,                  
παν’ κόττα βία στους θεούς τζ΄ αρκέψαν να φωνάζουν.                                      
όι εγώ, όι εσού, πκοιος να’ σιει τα πρωτεία.
Θωρείς τζαι τζει π’ ακούουνταν ούλλους οι μαλλωμοί τους,                   15
σηκώννεται ο αμολόητος τζαι στέκει τζαι λαλεί τους:
– Πάψετε τα μαλλώματα, κάτσετε ‘νεπαμένα                                                             
τζαι βάρτε φτιν ν’ ακούσετε τα λόγια μου εμέναν.                                                     
Είντα νεκατωθήκατε ούλα τους καραόλους;                                                               
Ό,τι τζ’αν είμαι, εγιώ είμαι, εγιώ σας ‘ρίζω όλους.                                           20
Αντάν τζοιμάστε ούλλοι σας τζ’ εσείς τζ’ ο καπετάνος,                                           
εγιώ ξυπνώ τζαι στέκουμαι τζαι γλέπω σαν βαριάνος.                                          
Βαριάνος ντούρος, άφοος, ‘γρυ’ να μου πει πκοιος μπόρει,
να κάμω χίσαν μιαν τρυπώ θωρακωτόν παμπόριν.                                               
Εσείς πρέπει να στέκεστε ομπρός μου ντροπιασμένοι,                                25
γιατ’ είστε μ’ έναν φτύμμαν μου ούλλοι σας καμωμένοι.
Εγιώ ξέρω είντα τράβησα, για να’ στε σεις να ζείτε,
χωρίς εμέναν την ζωήν πού έθεν να την δείτε;
Εξύπνουν τζ’ εσηκώννουμουν σαν λιόντας θυμωμένος
τζ’ επήαινα ανακούτρουλλος, δισακκοφορτωμένος.                              30                  
τζαι δεν ετταϊνάτιζα μέ κρίσην μέ βασίλειον                                                             
παρά ‘μπηα τα μούτρα μου τζ’ έφτυννα μες στον σπήλιον,
σπήλιον πο’σιει το στόμαν του μες στα μαζιά χωσμένον,                                        
τζ΄ άφηννα το δισάτσιν μου π’ αππέξω κρεμμασμένον”.
«Μούλλωσε συ, πουκατινέ, τζαι δεν σου ππέφτουν λόγια,                    35          
τζ’ ο αρχηγός εγιώ είμαι, που κατοικώ στ’ ανώγεια».
Τότες ο αμολόητος με στόμφον τζαι θυμόν πολλύν,
γυρίζει μ’ ένα ξίππασμαν, λαλεί στην τζεφαλήν:                                                          
«Εσού, κυρία τζεφαλή, να μεν αννοίεις στόμαν
τζ’ εν είσαι ο καπετάνιος μας, φορείς τα μαύρα ακόμα.                               40
Ως που’ σαι δασερή εσύ τζαι μαυροφορημένη,
ο αρχηγός εγιώ είμαι, τζαι κάτσε ‘νεπαμένη.
Εννά΄σαι καπετάνος μας τζ’ εννά’ σιεις τα πρωτεία,                                             
αντάν αλλάξεις τζαι ντυθείς τον άσπρον σου μαντύαν.
Τώρα σιώπα, μεν λάμνεις, τζ΄εγώ σε κουμαντάρω                                        45            
τζαι όπου θέλω, ζόρολα, μιτά μου εννά σε πάρω».                                                           
Οι δικαστές εκήρυξαν την τζεφαλήν ανόητον
τζ’ εδώκασιν το δίκαιον στον μέγαν αμολόητον.
Τζ’ ο γείτος του ο πουρουτζής προς το ακροατήριον
ενθουσιώδες έκραξε βροντώδες νικητήριον.              



  •         αμολόητος: ο ακατονόμαστος, ο ανομολόγητος
  •   σγοιαν: σαν, όπως, καθώς [< ως οίον]
  •   αρκεύκω: αρχίζω
  •   παϊρακτάρης: σημαιοφόρος
  •  πουρουτζής: που παίζει τη μπουρού, ο σαλπιχτής
  •     κατταρκαστοί λουρκάζουν = περπατάνε στη σειρά, στη γραμμή
  •     κόττα βία = βιαστικά
    Αρκέψασιν έναν καβκάν τζαι μιαν φιλονικίαν,
  •  νεπαμένος: αναπαυμένος, ήσυχος
  •  βάρτε φτιν = βάλτε αυτί
  •  καράολος, καραόλος: το σαλιγκάρι [σε μας καράβολας]
  •  αντάν: όταν
  •    βαριάνος: ο φρουρός [σε μας βαρδιάνος]
  •   χίσα: επίθεση, έφοδος [τκ. hisa]
  •  ανακούτρουλλος = ξεσκούφωτος
  •   τταϊνατίζω: υπακούω – μέ… μέ.. = ούτε… ούτε
  •    μαζίν: αγκαθωτός θάμνος
  •      μουλλώνω: σωπαίνω, λουφάζω
  •    μ’ένα ξίππασμαν: ξαφνικά, απότομα
  •     εννά = θε να, πρόκειται να, θα
  •    λάμνω: προχωρώ [αρχ. ελαύνω]. Εδώ: μη μιλάς.
  •   ζόρολα: με το ζόρι, μιτά: μαζί

[Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή....] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Η Ρωμιοσύνη έν’ φυλή συνόκαιρη του κόσμου,
κανένας δεν εβρέθηκεν γαι να την-ι ’ξηλείψει,
κανένας, γιατί σκέπει την ’που τ’ άψη ο Θεός μου.
Η Ρωμιοσύνη έν’ να χαθεί, όντας ο κόσμος λείψει!

Σφάξε μας ούλους κι ας γενεί το γαίμαν μας αυλάκιν,
κάμε τον κόσμον μακελλειόν και τους Ρωμιούς τραούλλια,
αμμά ξερε πως ίλαντρον όντας κοπεί καβάκιν
τριγύρου του πετάσσουνται τρακόσια παραπούλια.
Το ’νιν αντάν να τρώ’ την γην, τρώει την γην θαρκέται,
μα πάντα κείνον τρώεται και κείνον καταλυέται.

[Ο λαός στο όρος] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ο λαός στο όρος, σαν πεινάσει,
γυρεύκει τίποτες να φάει,
κι ο κυνηός, για να τον πκιάσει,
στήννει την τσάκραν κει που πάει.
Βάλλει του πάνω έναν κομμάτιν
ψουμίν ξερόν να του γελάσει
του κακορίζικου στ’ αμμάτιν,
νά ’ρτει να φα’, για να τον πκιάσει.

[Ας πκιάσουμεν παράδειγμαν έναν φυτόν του κρίνου] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ας πκιάσουμεν παράδειγμαν έναν φυτόν του κρίνου.
Αντάν βλαστήσει ’που χαμαί κ’ αρκεύκει να ψηλώνει,
αρκεύει και σειρές-σειρές τα φύλλα του ν’ απλώνει
και λλίον-λλίον ώς που πά’ ψηλά και μιαλυνίσκει,
το φύλλον του καλλιωττερά και θέμι λεπτυνίσκει,
βκάλλει φύλλα και μάχεται και πάει πάνω-πάνω,
βκάλλει το κρίνον ύστερα, σαν βασιλιάν που πάνω.
Άμα το βκάλει, στέκει πκιον· έκαμεν την δουλειάν του,
’φήννει το κείνον και σκορπά παντού τη μυρωδκιάν του.

[Ω δροσερόν μου σίγαρον] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ω δροσερόν μου σίγαρον! τίς σ’ έδωκεν την δρόσον;
Τίς σ’ έδωκε την δύναμιν εκ των κομψών δακτύλων,
οπόταν σε συνέθλιβον και σ’ έκαμναν στρογγύλον;
Την δρόσον μήπως σ’ έδωκε με ένα ασπασμόν της
η γλώσσα, ήτις σ’ έβρεξε με το γλυκύ υγρόν της;
Μήπως κανένα μυστικόν σε είπε και γνωρίζεις,
κι οπόταν με τα χείλη μου σε πίννω, ψιθυρίζεις;
Ειπέ το, σίγαρόν μου, πριν ολοτελώς σε καύσω·
Αν είν’ ωραίον να χαρώ, αν είν’ κακόν να κλαύσω.

προσευχή / Μιχαηλίδης Βασίλης

Ο Τούρκος ότι τζι' έφυεν τζι' εμείναν μανισιοί τους,
εγονατίσαν ούλοι τους για να προσευκηθούσιν,
τζι' ούλοι εκλαμουριστήκασιν, τζιαι τζιείν' η προσευκή τους
ήτουν που μέσα στην καρδκιάν την ώραν που πονούσιν.
Στην υστερκάν της προσευκής έτσι γονατισμένοι
είπαν κλαμένοι σιανά τζιαι με φωνήν κομμένην:
"Θεέ μου, τζιαι συχχώρησε τους λας που μας μισούσιν,
Θεέ μου, τζιαι ξησκλάβωσε την άχαρην φυλήν μας,
Θεέ μου, τζιαι στερέωννε τους λας που πολεμούσιν,
Θεέ μου, τζιαι συχχώρα μας τζιαι δέχτου την ψυσιήν μας!