Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μελεάγρου Ήβη (Λογοτέχνης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μελεάγρου Ήβη (Λογοτέχνης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 19 Ιουνίου 2014

Προτελευταία εποχή (Aποσπάσματα)

[…] Όταν ακούεται η φωνή του Χότζα, είναι ο τελευταίος 
σταθμός της νύχτας, το προοίμιο της μέρας. Σύνθημα για τον ίδιο, 
για τους Τούρκους φρουρούς του τείχους, για τους δικούς μας του 
φυλακίου στο πλαϊνό σπίτι. Μια κίνηση αρχινά μεμιάς στα τρία 
σημεία, σαν περίπου ανάμεσά τους. Ο Ίων ανάβει το φως, αρχίζει 
να ετοιμάζεται. Από το τείχος ακούγονται ομιλίες, βήματα. Κι από 
το πλαϊνό σπίτι ένα τζιπ, βάζει μπρος τη μηχανή, ξεκινά, φεύγει.
Ο Ίων πάει νωρίς στο γραφείο του, αυτό από πάντα. Τον 
χειμώνα είναι συνήθως νύχτα, δεν έχουν σβήσει ακόμη τα φώτα 
του δρόμου, η πόλη κοιμάται. Περπατεί μέσ’ από δρόμους άδειους. 
Είναι η ώρα που παρακολουθεί καθαρά τες σκέψεις του, μια 
μια, τες πιάνει, δεν του φεύγουν να χάνονται όπως αργότερα 
στη διάρκεια της μέρας. Ο ήσυχος κόσμος κι ο αψύς αέρας του 
πρωινού μπαίνουν μέσα του και συμβαδίζουν μαζί του, σε λίγο το
βήμα του ζωηρεύει κι η σκέψη του και μαζί η πεποίθηση πως όλα 
είναι δυνατά, ενόσω υπάρχει η ζωή. Μόνο η «χωρισμένη πόλη» δεν 
σβήνει, παράλληλα βαίνει με τα βήματά του. Ούτε και το γραφείο 
του όπου φτάνει μπόρεσε ποτέ να σβήσει το άλλο. Μπαίνει μέσα 
κι αισθάνεται τώρα πάλι μια γροθιά στο στήθος, και τη διάθεση 
να γυρίσει να βγει. Τι γυρεύει αυτός σε τούτο τον χώρο, ανάμεσα 
σ’ αυτά τα έπιπλα, τες κουρτίνες, τα κάδρα στους τοίχους; Όλα 
τούτα τα καινούρια πράγματα που εξακολουθούν καινούρια και 
ξένα, είναι αδύνατο να δεθούν μαζί του, πάνε τόσα χρόνια. Ξένο 
το γραφείο, όπως και το μεγάλο κτίριο, οι καλοβαμμένοι τοίχοι, οι 
μαρμάρινες σκάλες και το ασανσέρ που αναγκάζεται καμιά φορά 
να πάρει. Αισθάνεται εξόριστος μέσα σε τούτους τους χώρους 
και τους νέους δικηγόρους που έχουν εκεί τα γραφεία τους. 
Έτσι εξαρχής· νόμιζε θα το συνήθιζε, φυσικό να προσαρμόζεται 
κανένας. Αυτό δεν έγινε ποτέ. Η πλατεία από κάτω κι οι ουρές 
των αυτοκινήτων που πυκνώνουν ιδιαίτερα ορισμένες ώρες, το 
βουητό της πόλης, οι φωτεινές διαφημίσεις ολόγυρα.
... στο γραφείο το δικό του, κείνο το μόνο, τα έπιπλα ήταν άλλα 
ριγμένα χάμω, άλλα σπασμένα, καμένα, οι δυο βαριές πολυθρόνες 
του πατέρα της Φρύνης λείπαν, το πάτωμα ήταν γεμάτο σκισμένες 
σελίδες, όπου έβαζε το πόδι του πατούσε επάνω τους, κι υπόφερε, 
μελάνια χυμένα, ξεραμένα, το πορτρέτο του πατέρα της Φρύνης 
βγαλμένο από την κορνίζα, τρυπημένο στα μάτια, ανθρώπινες 
ακαθαρσίες επάνω του. Ήταν μια εικόνα καταστροφής, σα 
σκηνοθετημένη για να γυριστεί ταινία. Sorry, είπε ο αξιωματικός των 
Ηνωμένων Εθνών που τον συνόδευε στην αποκλεισμένη περιοχή της 
παλιάς πόλης· οι δυο στρατιώτες μείναν κάτω να φρουρούν την είσοδο. 
Ο Ίων μάζεψε όσα βιβλία μπόρεσε στη λίγη ώρα που του επέτρεψαν, 
όχι διαλεχτά ή πολύτιμα βιβλία, παρά ό,τι τύχαινε στα χέρια του. 
Σκέφτηκε να πιάσει το μαξιλάρι της πολυθρόνας, για ενθύμιο, ήταν 
πεσμένο χάμω ανάμεσα σε γυαλιά, πλάι ήταν μια σειρά φωτογραφίες 
από τες διάφορες δίκες, το δίπλωμά του, κι επάνω σ’ όλα χυμένα κει 
κι εδώ τα χαλίκια της θάλασσας που του ’χε δώσει η Μαργαρίτα, 
τη μέρα που συναντήθηκαν τυχαία στην ακρογιαλιά, τα μάζεψε ένα 
ένα, πολύχρωμα, γυαλιστερά, και του τα πρόσφερε στη χούφτα της. 
Έκανε να τα πάρει μαζί με το δίπλωμα και τες φωτογραφίες, ω, ήταν 
ανυπόφορη όλη τούτη η σκηνή, τ’ άφησε όλα κάτω, στάθηκε, τα 
’βλεπε, sorry, είπε πάλι o αξιωματικός. Τον βοήθησε να κατεβάσουν 
τα βιβλία ώς κάτω, στην είσοδο είχαν μαζευτεί τουρκάκια μαζί και 
μεγάλοι, τον γιουχάισαν, τον έβρισαν, όρμησαν να αρπάξουν τα 
βιβλία, τους κράτησαν πίσω οι στρατιώτες...
Στο νέο γραφείο αντίκριζε, όταν έμπαινε, ευθύς τα βουνά από 
το μεγάλο παράθυρο που κάλυπτε όλο τζάμια τον τοίχο· τα βουνά 
που ’κοψαν τώρα στον τούρκικο θύλακο* και δεν είχε τρόπο να 
τα πλησιάσει αλλιώς. Τούτος ήταν κι ο λόγος που πήρε αυτό το 
γραφείο. Έλπιζε πως τα βουνά θα τον βοηθούσαν να συμφιλιωθεί με 
τον χώρο. Τώρα δεν υπάρχουν ούτε βουνά, μια άλλη πολυκατοικία 
ορθώθηκε, τα έκρυψε, στον αντίστοιχο όροφο του απέναντι 
μια μεγάλη βιτρίνα πιάνει την πρόσοψη όλη του κτιρίου, με είδη 
ανδρικά, κούκλες με κοστούμια, αδιάβροχα, μαγιό, κατά την εποχή. 
Κλείνει τα μάτια, δεν μπορεί να τα έχει συνέχεια μπροστά του, μα 
πάλι βλέπει μέσα στα κλειστά μάτια του την τελευταία εικόνα, τον 
άντρα-κούκλα, ξανθό, χαμογελαστό, ξυλιασμένο.
Από το παράθυρο παρακολουθεί τώρα ο Ίων την κίνηση 
κάτω στην πλατεία. Πρώτα περνούν οι εργάτες, σε ομάδες, τρεις 
και τέσσερις μαζί, τους έχουν αφήσει πιο κει τα λεωφορεία των 
χωριών, για να πάρει ο καθένας τον δρόμο του προς τες διάφορες 
οικοδομές που γεμίζουν την πόλη. Σε λίγο αρχίζουν αραιά τα 
αυτοκίνητα. Στο περίπτερο της πλατείας σηκώνουν τα ρολά, κι 
ευθύς μετά καταφθάνει το βαν του πρακτορείου, πετάει στοίβα 
τες εφημερίδες στο πλακόστρωτο, φεύγει. Μια μικρή ταραχή στο 
στήθος του Ίωνα... Περιμένει λίγο, κατεβαίνει. Στέκεται ήρεμος 
κι υπομονετικός μπροστά στον περιπτεριούχο, που δεν βιάζεται 
καθόλου να τον εξυπηρετήσει, αλλά ταχτοποιεί, ξεσκονίζει. Ούτε 
κι ο ίδιος βιάζεται ν’ ανοίξει αμέσως τες εφημερίδες, τες κρατεί 
διπλωμένες, διασχίζει την πλατεία, τον δρόμο, κι όταν μπει καλά 
ώς μέσα στην είσοδο της πολυκατοικίας, το επιχειρεί. […] 
[…] ...Συντείνει αναμφίβολα κι η νέα διαδρομή του. Έξω πια από 
τα κλειστά σοκάκια, πηγαινέλα ο Οσμάν δέκα χρόνια, τόσα βήματα 
να κάνει εδώ, τόσα εκεί, τόσα ώς τη στροφή, από κει ώς την πλατεία, 
και μετά προς το γραφείο όπου δεν χωρούσε να πάει το αυτοκίνητο, 
αρκετές στροφές προς τα κει τον δυσκόλευαν, όταν ήταν ανάγκη να 
το πάρει για δουλειά. Τώρα αισθάνεται απαντοχή κάθε πρωί γι’ αυτή 
τη νέα διαδρομή κι η καλή του διάθεση αυξάνει. Κοντοστέκεται στην 
αυλή, πιάνει κουβέντα με τον Μεμεταλή, αν τύχει και τον συναπαντήσει 
ν’ ασχολείται με τα πουλιά του, γυρίζει στη Μεμεταλίνα, καθισμένη σ’ 
ένα σκαμνί να παρακολουθεί τον άντρα της, της χαμογελά και τη ρωτά 
για τους ρευματισμούς της, δεν αφήνει να του προσηκωθεί όπως 
γινόταν πάντα. Το βλέμμα του στέκει με συμπάθεια στα φουσκωμένα 
πόδια της, του έρχεται στον νου η εικόνα της όταν την πρωτογνώρισε 
ν’ ανεβοκατεβαίνει σβέλτα στον στάβλο, να κάνει για όλους δουλειές, 
πάνω στου Ζαΐμ, κάτω κοντά τους. Τώρα βάρυνε, χάλασε, μοιάζει 
φουσκωμένη όλη, η καημένη.
Ο δρόμος του βγαίνει έξω από την κλειστή πόλη: Η Βόρεια Πύλη, 
της Κερύνειας· το άγαλμα του Ατατούρκ· η τάφρος, το τειχιό· ο 
δρόμος κυλά για λίγο παράλληλα, στην απέξω πλευρά της τάφρου 
τώρα, μπαίνει μετά σε γειτονιές εξοχικές με σπίτια μοντέρνα, κήπους, 
οι γειτονιές που δημιούργησαν στη χέρσα τούτη περιοχή Τούρκοι 
κι Έλληνες τα τελευταία χρόνια πριν τον χωρισμό· κι υστέρα πια ο 
δρόμος ξανοίγεται διπλός, ευθύς, κατά τα βορειοδυτικά, πάντοτε 
μέσα στον δικό τους θύλακο, την επικράτειά τους...
Ο ουρανός που ’ναι ανοιχτός πάνω και γύρω; Ο κάμπος και οι 
λόφοι παραπέρα; Η κοίτη του ποταμού πλάι, πότε να κοντεύει, 
πότε να απομακρύνεται; Τι του ξανοίγει απ’ όλα την ψυχή και νιώθει 
ξαφνικά σα να πετά, σα να μπορεί οτιδήποτε να το αναλάβει και να 
το βγάλει πέρα;
Κει δω παράλληλα στην κοίτη παν ασπροκόκκινα, ραβδωτά τα 
φυλάκια, αλλού μισοφαίνονται, αλλού κρυμμένα. Κι από την άλλη 
μεριά του ποταμού απλώνεται ανεμπόδιστα στα μάτια του η πόλη η 
ελληνική, κάθε πρωί ο Οσμάν να ξεχωρίζει κάτι άλλο απ’ όσα γνώριζε 
παλιά, σπίτια γνωστών και συναδέλφων που έτυχε κάποτε, πριν, να 
επισκεφθεί ή ένα άλλο ακόμη κτίριο... νά η Πολυκατοικία Πεδιαίου, 
τότε ήταν τσιμεντένιος σκελετός... σιγά σιγά να τα εντοπίζει όλα, 
ανάμεσα στα τόσα νέα σπίτια και πολυώροφα κτίρια που φύτρωσαν 
στο μεταξύ.
Δεν τα προσέχει ωστόσο, όλα τα πρωινά. Κάποτε δεν βλέπει καν 
τον δρόμο μπρος του, όταν το φτερούγισμα δυναμώνει μέσα του, το 
αίμα του κυλά γρήγορα, όταν στη σκέψη του αρχίζουν να γεννιούνται 
ιδέες, να σχεδιάζονται προγράμματα... Και πρώτα θα ζητήσει ένα 
σπίτι στη θάλασσα για το καλοκαίρι, τώρα που έρχεται η νιόπαντρη 
κόρη του, για να περάσουν εκεί τες διακοπές... Θα το θέσει σαν 
αίτημα στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί ένα από τα εξοχικά 
που έχουν οι πλούσιοι στη βόρεια θάλασσα και τα νοικιάζουν σε 
Αμερικανούς διπλωμάτες... Θα ’ναι ωραία... Θα πηγαίνουν εκδρομές 
γύρω στην περιοχή, τη «δική» τους, και στα «δικά» τους βουνά πέρα, 
θ’ ανέβουν στο κάστρο ψηλά να φτάσουν μέχρι τες κορυφές όπου 
βρίσκονται τα ακραία τους φυλάκια... ίσως αποφασίσει, αδερφέ, 
να ’ρχεται κι η γυναίκα του μαζί.... θα κάνουν ταξίδια και προς τες 
άλλες πόλεις όπου υπάρχουν θύλακοι «δικοί» τους, θα τους δείξει το 
λιμάνι, τα μεσαιωνικά μνημεία, ευκαιρία να τα ξαναδεί κι ο ίδιος μετά 
από τόσα χρόνια... όμως στο υπόλοιπο νησί που είναι επικράτεια των 
άλλων, αυτός δεν είναι δυνατό να πάει, δεν είναι ο όποιος όποιος για 
να κυκλοφορεί από κει σα να τους αναγνωρίζει, αν θέλουν οι δυο νέοι 
ας πάνε, δεν θα τους εμποδίσει, αν και δεν πιστεύει πως η κόρη του 
θα παραβλέψει και θα πάει, μήτε ο άντρας της... αυτός πιθανό να ’ναι 
αυστηρότερος στο θέμα, καθώς δεν είναι καν ντόπιος....

Ο δρόμος του βγαίνει έξω από την κλειστή πόλη: Η Βόρεια Πύλη, 
της Κερύνειας· το άγαλμα του Ατατούρκ· η τάφρος, το τειχιό· ο 
δρόμος κυλά για λίγο παράλληλα, στην απέξω πλευρά της τάφρου 
τώρα, μπαίνει μετά σε γειτονιές εξοχικές με σπίτια μοντέρνα, κήπους, 
οι γειτονιές που δημιούργησαν στη χέρσα τούτη περιοχή Τούρκοι 
κι Έλληνες τα τελευταία χρόνια πριν τον χωρισμό· κι υστέρα πια ο 
δρόμος ξανοίγεται διπλός, ευθύς, κατά τα βορειοδυτικά, πάντοτε 
μέσα στον δικό τους θύλακο, την επικράτειά τους...
Ο ουρανός που ’ναι ανοιχτός πάνω και γύρω; Ο κάμπος και οι 
λόφοι παραπέρα; Η κοίτη του ποταμού πλάι, πότε να κοντεύει, 
πότε να απομακρύνεται; Τι του ξανοίγει απ’ όλα την ψυχή και νιώθει 
ξαφνικά σα να πετά, σα να μπορεί οτιδήποτε να το αναλάβει και να 
το βγάλει πέρα;
Κει δω παράλληλα στην κοίτη παν ασπροκόκκινα, ραβδωτά τα 
φυλάκια, αλλού μισοφαίνονται, αλλού κρυμμένα. Κι από την άλλη 
μεριά του ποταμού απλώνεται ανεμπόδιστα στα μάτια του η πόλη η 
ελληνική, κάθε πρωί ο Οσμάν να ξεχωρίζει κάτι άλλο απ’ όσα γνώριζε 
παλιά, σπίτια γνωστών και συναδέλφων που έτυχε κάποτε, πριν, να 
επισκεφθεί ή ένα άλλο ακόμη κτίριο... νά η Πολυκατοικία Πεδιαίου, 
τότε ήταν τσιμεντένιος σκελετός... σιγά σιγά να τα εντοπίζει όλα, 
ανάμεσα στα τόσα νέα σπίτια και πολυώροφα κτίρια που φύτρωσαν 
στο μεταξύ.
Δεν τα προσέχει ωστόσο, όλα τα πρωινά. Κάποτε δεν βλέπει καν 
τον δρόμο μπρος του, όταν το φτερούγισμα δυναμώνει μέσα του, το 
αίμα του κυλά γρήγορα, όταν στη σκέψη του αρχίζουν να γεννιούνται 
ιδέες, να σχεδιάζονται προγράμματα... Και πρώτα θα ζητήσει ένα 
σπίτι στη θάλασσα για το καλοκαίρι, τώρα που έρχεται η νιόπαντρη 
κόρη του, για να περάσουν εκεί τες διακοπές... Θα το θέσει σαν 
αίτημα στη Διοίκηση για να του παραχωρηθεί ένα από τα εξοχικά 
που έχουν οι πλούσιοι στη βόρεια θάλασσα και τα νοικιάζουν σε 
Αμερικανούς διπλωμάτες... Θα ’ναι ωραία... Θα πηγαίνουν εκδρομές 
γύρω στην περιοχή, τη «δική» τους, και στα «δικά» τους βουνά πέρα, 
θ’ ανέβουν στο κάστρο ψηλά να φτάσουν μέχρι τες κορυφές όπου 
βρίσκονται τα ακραία τους φυλάκια... ίσως αποφασίσει, αδερφέ, 
να ’ρχεται κι η γυναίκα του μαζί.... θα κάνουν ταξίδια και προς τες 
άλλες πόλεις όπου υπάρχουν θύλακοι «δικοί» τους, θα τους δείξει το 
λιμάνι, τα μεσαιωνικά μνημεία, ευκαιρία να τα ξαναδεί κι ο ίδιος μετά 
από τόσα χρόνια... όμως στο υπόλοιπο νησί που είναι επικράτεια των 
άλλων, αυτός δεν είναι δυνατό να πάει, δεν είναι ο όποιος όποιος για 
να κυκλοφορεί από κει σα να τους αναγνωρίζει, αν θέλουν οι δυο νέοι 
ας πάνε, δεν θα τους εμποδίσει, αν και δεν πιστεύει πως η κόρη του 
θα παραβλέψει και θα πάει, μήτε ο άντρας της... αυτός πιθανό να ’ναι 
αυστηρότερος στο θέμα, καθώς δεν είναι καν ντόπιος....

Ύστερα ο Οσμάν στρέφεται στα πράγματα που λογαριάζει 
ν’ αγοράσει· ρούχα, έπιπλα, στολίδια για το σπίτι, όλα τούτα 
που στερήθηκαν χρόνια ολόκληρα. Τώρα τα θέλει πια, τους 
χρειάζονται, θ’ αγοράζει κάθε μήνα κάτι άλλο, ο μισθός του 
είναι αρκετά μεγάλος, θα μπορούν να εξοικονομούν, θ’ αλλάξει 
και αυτοκίνητο, πάλιωσε πια τούτο δω, το ’χει από... πριν τον 
χωρισμό, και τώρα που θ’ αρχίσουν να βγαίνουν, γιατί το ’χει 
σκοπό ν’ αλλάξουν ζωή, να πηγαίνουν κάθε Κυριακή κάπου, τους 
χρειάζεται νέο αυτοκίνητο, θα πάρει και στερεοφωνικό πικάπ μ’ 
όλα τα εξαρτήματα... και γραφείο οπωσδήποτε, δεν μπορεί πια να 
δουλεύει πάνω σε κείνο το έπιπλο, το παλιό λαβομάνο που τους 
παραχώρησε ο Ζαΐμ και το ’κανε γραφείο του... τόσα χρόνια ζήσαν 
μ’ ό,τι πρόλαβαν να φέρουν από το σπίτι τους και μ’ αυτά που τους 
έδωσε ο Ζαΐμ, φτάνει πια, θέλει πράγματα καινούρια, ανανέωση. 
Ίσως μάλιστα να αποφασίσει να χτίσει δικό του σπίτι, αυτή τη 
στιγμή του έρχεται η ιδέα, πάνω σ’ ένα από τα οικόπεδα αυτού 
του δρόμου, που ’ναι ακόμα άχτιστα, εδώ μέσα στην ανοιχτοσύνη. 
Μπορεί να πάρει άτοκο δάνειο από την Τουρκική Τράπεζα, ο 
Διοικητής είναι γνωστός του, θα θελήσει να τον εξυπηρετήσει, 
τώρα προπαντός... Α! Όλα αυτά τα σχέδια! Είχε ξεχάσει μέσα στα 
χρόνια πως γίνονται, υπάρχουν, πως κάνουν σχέδια οι άνθρωποι, 
για τη ζωή και το μέλλον… Δεν θυμάται πότε έκανε σχέδια για 
τελευταία φορά, μήτε πώς ήταν ο ίδιος πριν τον χωρισμό, τι είδους 
άνθρωπος ακριβώς. Αλλά τέτοιος θα ήταν περίπου όπως τώρα, 
μόνο που σα νεότερος του έλειπε η σφαιρικότητα της σκέψης. […]