Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρνέρας Κυριάκος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Καρνέρας Κυριάκος (Ποιητάρης). Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 13 Μαρτίου 2016

ΕΛΕΙΠΕΝ Ο ΧΑΝΟΥΤΑΡΗΣ

Που την ώραμ που γεννήθης,
πούσουμ μιαν οντζιάμ μωρόν,
που σ΄ αγάπησα τζαι στέκω
ως τωρά τζαί καρτερώ,
να μιαλύνης, να μυρίσεις,
τα γινής νόμου σειράν. 

Τζ΄ όπως κάμν΄ ο κόσμος ούλλος,
με αγάπην, με χαράν, 
να σου πέψη τους γονιούςς σου, 
νάρτουν, τζ΄ άσ΄ σε δώσουσιν 
οι γονιοί σου, να σαστούμεν
τζαί να μας χαρτώσουσιν. 

Μάλειπεν ο χανουτάρης
πώβκαλλα λοαρκασμόν
τζαί γυρίσαν οι ορπίες 
τζ΄ οι χαρές ούλλον καμόν. 

Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2015

ΕΙΜΑΙ


Είμ αγράμματος κουλούτζ ιν, έν θωρώ τα δκυό μου νύσ ια
τζ εις τήν γήν γοιόν το σκουλούτζ ιν πασπατεύκω ίσ ια ίσ ια.
Είμαι όπως μνιά κουζούλα, είμαι γέρημος πό ούλα,
πόν έσ ει ποτζ εί τζ αι τζ εί είς τον κόσμον παραπάνω.
Τζ η δουλειά μόν βοσσ ιτζ ή τζ αί βοσκός εννά πεθάνω,
γιατί ο τζ ύρης μ ο φτωχός άφησέν με δίχα φώς.


Κυριάκος Καρνέρας

Πέμπτη 18 Σεπτεμβρίου 2014

ΠΟΥΣΟΥΝ ΚΑΛΛΙΤΕΡΗ ΤΟΥΣ

Πόφκης μέσ΄  στ΄  απριλλόμαρτα στου κάμπου το λιβάιν 
πόλα- σέλα εβλάην 
τζ΄ έμεινεν του σημάιν. 

Τα πυχτοπρασινόχορτα, τα όμορφα λουλλούδκια
γινήκασιλ λουβούδκια
τζ΄ έν τους παν τα τραούδκια.

Επήαν εξεράνασιν τζ΄ ετζείνα τζ΄ οι αθοί τους, 
ανόστησεν τζ΄ η γη τους, 
πούσουγ καλλίτερή τους. 

ΕΘΕΛΑ

Έθελα νάμουν σύγκολλα, αππέξω του χωρκού, 
έναβ βουνόν, ψηλόβ βουνόν, γυρόγ γυρόχ χωράφκια,
για νάρκουνται  να φένρουσιν τ΄ ασπρόμαλλα κουπάδκια,
οι κακομάζαλ΄ οι βοσιοί μέσ΄ στου καλοτζαιρκού

τες νύχτες, το ξημέρωμαν, στο φως του φεγγαρκού, 
για να γροικώ τα κλάματα των αίγιων, των κουέλλων, 
τον άχτυπον  των κουουνιών, βασμόν των καμπανέλλων, 
ν΄ ακούω το γλυκόφωνον πιδκιάβλιν του βοσκού. 

ΕΙΜΑΙ


Είμ’αγράμματος κουλούτζιην,
έθ θωρώ τα δκυο μου νύσια,
τζι’ εις την γην σαν το σκουλούτζιην,
πασπατεύκω ίσια – ίσια.

Είμαι όπως μια κουζούλα,
είμαι γέρημος ποούλα,
πον έσιει ποτζιεί τζιαι τζιει,
εις τον κόσμον παραπάνω,
τζι’η δουλειά μου βοσιητζιή.

Τζιαι βοσκός εν να πεθάνω,
γιατ’ ο τζιύρης μ’ ο φτωχός,

άφηκεν με δίχα φως.

Έ αδρωπε

Έ αδρωπε πού μάσιεσε ν' αρπάξεις να στιβάσεις
τηγ γην να κάμεις μάλισ σου, τογ κόσμον ν' αγκαλιάσεις

σαν έρκεσαι χαρέφκεσαι τογ κόσμον εν να φάεις
'μμά πάλε πίσω νηστικός σαν ήρτες εν να πάεις.

Τρεις εν οι μέρες σου πού ζιείς στήγ γην τζιαί βασιλέφκεις
τήμ μιάμ μωρόν, στές δκυό 'σαι νιός, στες τρεις γερνάς τζιαί φέφκεις.

Με βασιλιάς κρατίζει σε στήγ γήμ με δκιακονίτης.
Σήμερον  είσαι  ζωντανός, άβριον μακαρίτης.

Γιατί τα θέλεις τα πολλά τζιαί τυραννιέσαι 'κόμα
αφού 'ν να μείνουν γέρημα τζι' εσού μια φούχτα χώμαν

τζιαί τυραννιέσαι τζι' εν έσιεις με νεπαμόν με πνάσμαν;
Ο άδρωπος εν τρώ τήγ γην, ή γη τρώει το πλάσμαν.

Τζι' όσα τζι' αν κάμεις άδρωπε στήγ γην τζι' όσα κερτίσεις
μητά σου εν τζιαί παίρνεις τα, δαπάνω 'ν να τ΄ αφίσεις.

Να λυούν να στάσσουν, να 'σκοπούν μες του βορκά τι ρέμαν
γιατ' εν τζι' εν άλλον τίποτε παρά φκιασμένον ψέμαν.

Ψέμαν τζι' εσού πας τούν τήγ γην, τζιαί ψέμαν τζι' οι δουλειές σου
σαν τα φτερά στον άνεμον μαθκιούν, σκορπούν τζιαί ρέσσουν.

Έτσι να πεις, ως πών πωρνόν, μεν μείνεις να νυκτώσει
γιατ' υστέρα 'ν αδύνατον για σέν να ξημερώσει.

Εν πού την ώραν πόρκεσαι ως τον τζιαιρόν πού φέφκεις
θωρείς πού πεθανίσκουσιν τζιαί πάλ' έσ' ομ πιστέφκεις;

Τζιαί μάσιεσαι, σκοτώννεσαι, τζιεί χάλασε δά κτίσε
μα στάθης τζιαί καμιάφ φοράν τζιαί σκέφτηκες ποιος είσαι;

Σάν έναφ φύλλον του δέντρου πού σιέται όπως πρέπει
τζι' άξιππα ππέφτει πας στήγ γην τζιαί λλίον λλίον σέπει.

Έτσι τζιαί σέν τον ίδιον εψ ψέφτιτζ' ή ζωή σου
έρκεσαι, φέφκεις, χάννεσαι τζι' ούτε στήγ γήμ πώς ήσουν.

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΡΝΕΡΑΣ (1900 - 1986). (βιογραφικά στοιχεία)


Γεννήθηκε στην Ξυλοτύµπου. Δεν πήγε σε κανένα σχολείο. Βοσκός το επάγγελµα. Χαρακτηρίστηκε σαν ένας  από τους κα­λύτερους λαικούς ποιητές της Κύπρου.  Υπηρέτησεστον αγγλικό στρατό το 1917 - 18 .
Ποιητικές του συλλογές:
  • "Που την αρκήν ως την υστερκάν», .
  • " Τα τραούδκια του βοσκού»,
  • "Νερά του Μάρτη»,
  • "Ποιητικά άπαντα».

Τα καλά των δεντρών



                                                                         
Θέλεις να δεις γην όµορφην που 'ναι παδκιάν και λίραν;
Έβκα στους κάµπους, στα βουνά τζιαι στάθου παρατήρα.

Τζι’ όπου τζι  αν δεις τζι έχει δεντρά, να πας να τους
κοντέψεις τζιει, εν η γη η όµορφη να δεις τζιαι να πιστέψεις.


Τζι αν πεθυµήσεις σπαστρικόν αέραν µυρωδάτον,

µεν βκεις να πας εις τον γιαλόν, κάλλιον να πας τζιει κάτω
πον τζειν' το δάσος που θωρείς το νωστοφυτεµένον,

να βρεις αέραν σπαστρικόν και µουσκοµυρισµένον.


Τζ αν έρτει µέρα τζι έβρει σε άρρωστον, για καλόν σου,
µεν πέψεις να φέρουσιν γιατρόν που πανωθκιόν σου.

Τζ εν µπορετόν στα σσιέρκα του να γείρεις να πεθάνεις,
κάλλιον να πας µιαν εβτοµάν µες στα δεντρά να γιάνεις.

Πόσα καλά µας φέρνουσιν και πόσα µας χαρίζουν;

Την πρασινάαν, την δροσιάν, την µυρωδκιάν π' ανθίζουν,

τα ξύλα τους εν πον φελούν οξά 'ν τα πωρικά τους; ποιον εν το παρακατινόν; Οι µούττες, τα κλωνιά τους, που
κόβκουµεν και κάµνουµεν στον νικητήν στεφάνιν;

'ξα 'ν που µας φέρνουν την βροχήν όποθεν τζι αν 'νεφάνει;

Καληώρα του πόσσιει δεντρά στον τόπο φυτεµένα,

ένι γονιός πόσσιει παιδκιά και βγκαίνουν προκοµµένα,

τζιαι βρίσκει τα παρηορκάν, ζει κι 'εν ηζιπελλεύκει*,
 έτσ' εν τζιείνος που 'βαλε δεντρά τζιαι που φυτεύκει.

* ηζιπελλεύκει: ζητιανεύει