Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοχάρους Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Θεοχάρους Ελένη. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Παρασκευή 15 Σεπτεμβρίου 2017

Πολιτικά και Ποιητικά Δρώμενα της Ελένης Θεοχάρους

Κοινό Κυπρίων / Ελένη Θεοχάρους

Το κορίτσι που ακροβατούσε πάνω στην πράσινη γραμμή / Ελένη Θεοχάρους

Το ποίημα μπορείτε να το διαβάσετε στη σελίδα: https://genesis.ee.auth.gr/dimakis/simeio/1/29.html

Θεοχάρους Ελένη (βιογραφικά στοιχεία)

Γεννήθηκε στο Μεταλλείο Αμιάντου. Γονείς της ο Χρίστος Θεοχάρους και η Χρυστάλλα Παρίλα.

Είναι το πρώτο από τα πέντε παιδία της οικογένειας.

Δημοτικό σχολείο πήγε στην Δεύτερη και στην Έκτη Αστική Σχολή Λεμεσού.

Γυμνάσιο πήγε στο Πρώτο Γυμνάσιο Θηλέων Λεμεσού και στο Πρακτικό τμήμα του Λανίτειου Γυμνασίου από όπου και απεφοίτησε με άριστα.

Σπούδασε στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και απεφοίτησε με άριστα.

Ειδικεύθηκε στην Γενική Χειρουργική σε Πανεπιστημιακά Νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και παράλληλα φοίτησε στην Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.


Το 1996 διεκδίκησε με το  ΔΗΚΟ εκλογή στη Βουλή των Αντιπροσώπων αλλά απέτυχε.

Το 2001 εξελέγη Βουλευτής  ΔΗΣΥ Λεμεσού και επανεξελέγη το 2006.

Το 2006 διεκδίκησε την Δημαρχία Λεμεσού με τον ΔΗΣΥ.

Το 2009 εξελέγη Ευρωβουλευτής του ΔΗΣΥ-ΕΛΚ.


Εξέδωσε πέντε Ποιητικές Συλλογές:

  1. ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ (1990) ( Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης)
  2. ΠΡΟΞΕΝΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ ΑΓΓΕΛΕ ΜΟΥ (1995)
  3. ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΙΤΟΙ (1999) ( Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης) 
  4. ΤΕΜΠΕΛΟΚΑΛΟΚΑΙΡΟ (2008)
  5. ΕΛΛΗΝΟΣΥΡΩΝ ΜΑΓΩΝ
  6.  «Η ΩΡΑΙΑ ΑΝΘΟΠΩΛΙΣ» 2012





Τιμήθηκε δύο φορές με το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποιήσεως. Το 1990 για το Βιβλίο «ΠΟΙΗΤΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΜΠΡΑΞΗ» και το 2001 για το Βιβλίο «ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΤΡΙΤΟΙ».

Η Ποίηση της Ελένης Θεοχάρους μεταφράστηκε αποσπασματικά στα ρώσικα, βουλγάρικα, πολωνικά, σέρβικα, ιταλικά, αγγλικά και ισπανικά.



Ποιήματα της περιλήφθησαν σε ομαδικές εκδόσεις στην Αθήνα, Μόσχα, Μπισκέκ, Σαντιάγο Χιλής και Ρώμη.


περισσότερα: http://www.allileggii.com/proedros/

Σε άδειους καιρούς / Θεοχάρους Ελένη



στον Δημήτρη Χαραλάμπους

Επέστρεφε συχνά στα οχυρά,
επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα
για ώρες…
κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης
καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.
Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.
Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.
Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,
γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο
κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,
μου φάνηκε άρρωστος,
ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…
Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,
δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.
Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,
θέλησα να του κάνω κάνω τα χατίρια.
Χασομερούσε ασκόπως
εδώ κι εκεί, για ώρες,
κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε
σε τοπωνύμια αλλότρια,
φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.
«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός
«αυτός είναι ο αύλακας,
αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,
το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά
εικόνες φτιαγμένες με χώμα.
Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά
και περπατούσαμε μονάχοι
σε άδειους καιρούς.
«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε
«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».
Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.
«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»
αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,
με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.
Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά
και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.
Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα
εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.
Έτρεξε ο μεντεσές,
στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα
τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:
«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953
Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».
Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.
Σε άδειους καιρούς
στον Δημήτρη Χαραλάμπους
Επέστρεφε συχνά στα οχυρά,
επέστρεφε επί νεφέλης και καθόταν στα ορύγματα
για ώρες…
κοίταζε επίμονα τη σπαργή της μνήμης
καθώς ορθώνονταν στο άδειο τοπίο.
Οι άλλοι κοίταζαν επίμονα αυτόν.
Χτες ήρθε πάλι ξαφνικά.
Με άσπρες τρίχες στους κροτάφους,
γκρίζο γενάκι, βλέμμα αχυρένιο
κι επίπεδες εκφράσεις των χεριών,
μου φάνηκε άρρωστος,
ήρθε πάλι, μου φάνηκε κόντευε πια τα πενήντα…
Μου ζήτησε να πάμε σπίτι του,
δέχτηκα, με θλίψη μπορώ να πω, μα δέχτηκα.
Άλλωστε είχα χρόνια να τον δω,
θέλησα να του κάνω κάνω τα χατίρια.
Χασομερούσε ασκόπως
εδώ κι εκεί, για ώρες,
κι αφού περάσαμε τη γραμμή και πλανηθήκαμε
σε τοπωνύμια αλλότρια,
φτάσαμε μεσημέρι στο χωριό του.
«Εδώ είναι το σπίτι», είπε ιδιαιτέρως νευρικός
«αυτός είναι ο αύλακας,
αντλούσαμε νερό για τα μποστάνια…»,
το σπίτι, ο αύλακας, η ροδιά
εικόνες φτιαγμένες με χώμα.
Οι ψυχές αποσύρθηκαν διακριτικά
και περπατούσαμε μονάχοι
σε άδειους καιρούς.
«Αυτή είναι η κάμαρή μου», είπε
«κι αυτό το αρμάρι των γονιών μου».
Διστακτικά το είπε, όχι για την κάμαρη, μα για το ερμάρι.
«Είναι ή δεν είναι το ερμάρι αυτό;»
αναρωτήθηκε δύο και τρεις φορές,
με την αγωνία να του υγραίνει τις ρυτίδες.
Για ένα παλιό ντουλάπι με πολλά νερά
και σκισίματα από την υγρασία αναρωτιόταν.
Πήγα δειλά και άνοιξα την ακριανή πόρτα
εκείνης της παμπάλαιας ντουλάπας.
Έτρεξε ο μεντεσές,
στη μέσα μεριά του ξύλου διάβασα
τα αχνά πλην όμως ευδιάκριτα γράμματα:
«Κυπριανός, εγεννήθη στις 24 Ιουνίου 1953
Μενέλαος εγεννήθη ημέρα Σάββατο στις 15 ΜΑΡΤΙΟΥ
Δημήτρης εγεννήθει 26 Οχτωβρίου 1960».
Είναι αυτή η ντουλάπα, του είπα.

Χωματερές / Θεοχάρους Ελένη




Ανθίζει πάλι η Αλεξάνδρα, δεν είναι μόνη...
Φουριόζα μέσα στο κόκκινο φουστάνι ενηλικιώνεται,
γύρω, τα μικρά, μικρά και κάτασπρα ανθάκια
γύρω οι ελιές, τα στάχυα, ο ανεμοθραύστης,
μια ρίζα γιασεμί από παλιά
και μια δροσοπηγή στα βόρεια της Λευκωσίας...

Ωστόσο,
εξαγόρασε τις μνήμες η Αλεξάνδρα
και δεν πονά.
Ούτε κι εγώ, μήτε το γιασεμί,
κι ύστερα είν' ο κάμπος, γεμάτος αμφιβολίες και σκιές,
βολευόμαστε τον χειμώνα στο υπόγειο,
δουλεύουμε στα ροδάκινα τα καλοκαίρια
τα βράδυα φιλόξενη σιωπή μες' στις παράγκες των εργατών,
είναι και κάτι γριούλες,
είναι και κάτι γερόντοι, από τα βόρεια της Λευκωσίας,
που δεν έφαγαν ποτέ τα ψωμιά τους,
όλοι μας πιο ξένοι και πιο δικοί.
Το μεροκάματο σφραγίζει την άδεια εργασίας αλλοδαπού,
το νερό που κελαρίζει μέσα στ' αυλάκια
δεν ξεγελά
παρά μονάχα
το γιασεμί.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2015

[με την κλεμμένη βάρκα της έφηβης αγωνίας] / Θεοχάρους Ελένη

«…με την κλεμμένη βάρκα της έφηβης αγωνίας,
βγήκαμε σούρουπο από το λιμάνι της Κερύνειας…
με φίλησες για πρώτη και τελευταία φορά,
κι αφήσαμε την εφηβεία ναρκωμένη
μέχρι που γίναμε τριάντα.»

Έμπαινα μέσα στον καθρέφτη /Θεοχάρους Ελένη


Στεκόταν στην κουπαστή και κοίταγε
τους ανθρώπους κάτω στην προκυμαία
η ωραία ανθοπώλις.
Μ’ ένα μαντήλι αποχαιρετούσε κάποιους μέσα στο πλήθος,
λύγιζε το κορμί αδέξια, κρατώντας τον κουβά
με τα λουλούδια, λες κι ήταν ο κουβάς μικρό παιδί
και νοιάζονταν μην της ξεφύγει.
Τον κράταγε σφικτά
από το χέρι,
φύσαγε τα μαλλιά της ο αέρας προς τα με
κι ήμουν εκεί, την έβλεπα
από κάποιαν απόσταση.
Μα έβλεπα κι εμένα στην κουπαστή,
να χαιρετάω τα πλήθη και να κρατάω τον κουβά
κι ήμουνα έξω από εμέ και με φυσούσε ο άνεμος…
Ωστόσο καθόμασταν δυο μέτρα πίσω,
σ’ έναν νοτισμένο πάγκο.
Το ένιωθα πως ήταν όνειρο.
Γιατί ήμουν εγώ που έβλεπα εμένα στην κουπαστή.
Μπορεί όμως και να μην ήταν,
γιατί μια μάγισσα στους τροπικούς
μου είπε επί λέξει:
«βλέπω εσένα μέσα σ’ αυτήν»
κι έδειξε το κορίτσι δίπλα μου.
Ένα κορίτσι, που όποτε ήθελε έβγαινε από μένα
κι όποτε ήθελε ξαναγυρνούσε στα εντός μου.
Λες κι ήμουνα καθρέφτης.