Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαριβάλδη Άντρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Γαριβάλδη Άντρια. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τρίτη 14 Απριλίου 2020

Ο ΘΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΛΠΙΔΑΣ / ΑΝΔΡΙΑ ΓΑΡΙΒΑΛΔΗ



Κάποια καμπάνα
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα πλάι στην εικόνα τ’ Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2020

Οι καλημέρες μας / Άντρια Γαριβάλδη


Τα χρόνια μας μετράμε
Σ' ένα κομμάτι νήμα απ' το κουβάρι της ζωής
Τις μέρες της χαράς ιχνηλατούμε
Μ' ένα ανύποπτο ανασκίρτημα της μνήμης
Να ξέρουμε, να περιμένουμε ή να ξεχάσουμε...
Πώς η ζωή στο παρά πέντε θα χαθεί ένα πρωί
Καθώς μια νέα μέρα θα γεννιέται
Αναζητώντας το χαμόγελο που σπάνια χαρίζεται
Σ' ένα κομμάτι σπάγγο σημαδεύουμε τις καλημέρες μας
Που λιγοστεύουν σιωπηλά και σταθερά.

Πέμπτη 3 Οκτωβρίου 2019

Εδώ Σαλαμίνα / Άντρια Γαριβάλδη


Ήρθε φθινόπωρο,
οδεύουμε προς το χειμώνα.
Τα μάρμαρα,
σκεπασμένα με τη στάχτη των καμένων σπιτιών μας
βυθίζονται όλο και πιο πολύ στη γη.
Οι πέτρες,
φθαρμένες απ' τ' άρβυλα των κουρσάρων
ατενίζουν τον ξεφλουδισμένο ουρανό αναστενάζοντας.
Το αμφιθέατρο, λεηλατημένο και βουβό
δεν μας χωράει πλέον.
Η Αντιγόνη θρηνεί σκυφτή στο χώμα
μην έχοντας πού να θάψει το νεκρό αδερφό, τον Πολυνείκη.
Τα χέρια λύνονται
ανήμπορα να σηκώσουν το σταυρό.
Λυγίζει το τσεκουριασμένο κορμί της πατρίδας
στ' ατέλειωτο ανηφόρι στη ράχη του Πενταδάκτυλου.
Έρχεται μπόρα...
βιαστείτε.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Πέντε [5] ποιήματα για την Κύπρο της Άντριας Γαριβάλδη


Είμαι η Κύπρος

Είμαι ο βυθός που αναδήθηκε στην αγκαλιά της Μεσογείου
Η αλμυρόγλυκη θάλασσα κι ο αφρός του κύματος στην Πέτρα του Ρωμιού
Τα καφεμπλέ βοτσαλάκια στην ακρογιαλιά του παχύ άμμου
Το χνούδι της πρασινάδας κατάκορφα στις παρειές του Τροόδους.

Είμαι το φως στον ορίζοντα όταν σκάει η μέρα πίσω απ’ τον Πενταδάκτυλο
Η ανατολή αγέννητη κι αμύθητη πίσω απ’ την παλάμη του Διγενή Ακρίτα
Ο ηλιοκαμένος κάμπος της Μεσαριάς που ψιθυρίζει την προσευχή του εργάτη
Το καράβι της Κερύνειας  που ξεκουράζεται στο θώρακα  του κάστρου.

Είμαι το ηλιοβασίλεμα πέρα απ΄ την αλυκή με τα φλαμίγκο έξω απ’ τη Λάρνακα
Οι φοινικούδες στη χρυσή παραλία που θα βρεις δίπλα στον ανδριάντα του Κίμωνα
Η ζαχαρένια παραλία της Αμμοχώστου με τις ψάθινες  ομπρέλες
Η Σαλαμίνα του Ευαγόρα που νανουρίζεται απ’ τα σιωπηλά αγάλματα.

Είμαι το ταπεινό κυκλάμινο στον κορμό της Καρπασίας
οι χρυσόχρωμες κιτρομηλιές στον κάτω μαχαλά της Λεμεσού
Η αγέραστη μαρμάρινη κολόνα του  Κουρίου
Το άρωμα  του συκόφυλλου στα μυθικά λουτρά της Αφροδίτης.

Είμαι το εκκλησάκι του Αγίου Επιφανίου στην ακτή της Πάφου
Η σκιά του Αγίου Νεοφύτου στην βουνοκορφή
Τα γεράνια στην αυλή του Αγίου Ηρακλειδίου την ώρα του στοχασμού
Τα γήινο χνώτο της πέτρινης  μονής του Αποστόλου Βαρνάβα!

Είμαι ο ακοίμητος φρουρός  του νησιού, ο Απόστολος Ανδρέας
Το παλάτι της Ρήγαινας των πράσινων καιρών
Ο  αθέατος Άγιος Ιλαρίωνας αναπαυόμενος στο άγγισμα των νεφελών
Η ονειρένια ζαφειρένια θέα του Πέλλα Μπαΐς την ώρα της αυγής.

Είμαι ο θόλος της Φανερωμένης στο βάθος της Λευκωσίας
Η Λαϊκή Γειτονιά με τα φιλόξενα καφενεδάκια και τα σκαλιστά μπαλκόνια
Η Λήδρας, η Ονασαγόρου, η πλατεία Ελυθερίας
Το άσβηστο όνειρο στην παλιά πόρτα του Παγκυπρίου Γυμνασίου.

Είμαι το γνώριμο τιτίβισμα του σπουργιτιού έξω απ’ το σπίτι με το κλήμα στην αυλή
Τ’ ατέλειωτο φτερούγισμα της χελιδόνας πάνω απ’ τη  βαθυγάλαζη λίμνη της Αθαλάσσας
Ο σκοπός της φλογέρας του παππού που φυλάει τα περβόλια του χωριού
Το βλέμμα του νέου που ψάχνει για τις ρίζες του στις θαμπές σελίδες του αλφαβηταρίου.

Είμαι ο ανθός της πορτοκαλιάς στην καρποφόρα κοιλάδα της Μόρφου
Το καλοκαιριάτικο καρπουζοπανήγυρο της Ζώδιας
Η γλυκιά σιγή της ζεστής νύχτας στα μποστάνια
Το σημάδι  της σαύρας στην όχθη του στεγνού ποταμού.

Είμαι η Κύπρος για όσους με ξέρουν από παλιά
Και όσους με γνώρισαν μες στις σελίδες του παλιού βιβλίου
Που δόθηκε στα νιάτα απ’ τους ποιητές
Για να μπορούν να ξαναγράψουν την ιστορία απ’ την αρχή.

Είμαι όλ’ αυτά κι άλλα πολλά…
Όσα δεν είπαμε κι  όσα θα πούμε σαν μνημόσυνο
Ιχνηλατώντας τα σημάδια στην τάφρο δίπλα στα τείχη της πόλης
 Είμαι τ’ ατέρμωνο νησί, η Κυπρία μακάρια γη των δοξασμένων ηρώων!

**


Αντάμωμα

Βρεθήκαμε στην άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που κόπασε για λίγα λεπτά.

Η ανάσα γρήγορη
 ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.

Πίσω απ’ της πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.

Και η βροχή ξανάρχισε το μέτρημα...

Να ’ταν τ’ αντάμωμα τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;

Η πόλη ολόσωμη φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους ώμους μας το χιόνι.

Έτσι, χωρίς βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα χάθηκε...
 μέσα στο άγνωστο.


**

Ο θόλος της ελπίδας


Κάποια καμπάνα
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα πλάι στην εικόνα τ’  Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.

**

Καράβι  του Βοσπόρου

Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.

**
Καράβι  του Βοσπόρου

Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.

**

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
                                   
Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’ το ταξίδι αυτό
Γιομάτο γλύκα που πικραίνει,
Πόνο που ανακουφίζει,
Αλμύρα που γλυκαίνει,
Αγάπη που πονάει,
Χαρά που πνίγει,
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών,
Όλη η Ωραιότητα μαζί…
Κι αν δεν ταξιδεύουμε εμείς για το νησί,
εκείνο ταξιδεύει προς εμάς.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’  του πρωινού το ξύπνημα
Της λευτεριάς μας κάλεσμα
Μια και δεν έχουμε φωλιά
Σ’ αυτή τη γη
Παρά στο κύμα φίλημα.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι ανοίγεται ο δρόμος πιο πλατύς
Στ’ αγκάλιασμα της μέρας με το φως
Που φέρνει ο πόνος, η αλμύρα, κι η αγάπη.
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών
Τ’ ωραίο και τ’ αθάνατο
Για μια πατρίδα τόσο δα μικρή
Για ένα καημό που μας λυτρώνει.

Άντρια Γαριβάλδη

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…



                                               
Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’ το ταξίδι αυτό
Γιομάτο γλύκα που πικραίνει,
Πόνο που ανακουφίζει,
Αλμύρα που γλυκαίνει,
Αγάπη που πονάει,
Χαρά που πνίγει,
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών,
Όλη η Ωραιότητα μαζί…
Κι αν δεν ταξιδεύουμε εμείς για το νησί,
εκείνο ταξιδεύει προς εμάς.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι είν’  του πρωινού το ξύπνημα
Της λευτεριάς μας κάλεσμα
Μια και δεν έχουμε φωλιά
Σ’ αυτή τη γη
Παρά στο κύμα φίλημα.

Μας ταξιδεύεις πάλι στο νησί…
Κι ανοίγεται ο δρόμος πιο πλατύς
Στ’ αγκάλιασμα της μέρας με το φως
Που φέρνει ο πόνος, η αλμύρα, κι η αγάπη.
Πέμπτη Παρασκευή των Χαιρετισμών
Τ’ ωραίο και τ’ αθάνατο
Για μια πατρίδα τόσο δα μικρή
Για ένα καημό που μας λυτρώνει.

Άντρια Γαριβάλδη







Καράβι του Βοσπόρου / Άντρια Γαριβάλδη




Σ’ ανατολίτικο σκοπό χορεύοντας στο κύμα
Λικνίζεται το γέρικο σκαρί σου
Στα κόκκινα και τα μαβιά νερά που βάφονται σ το ηλιοβασίλεμα
Μαράζι εσύ νωχελικά θωπεύεις τη σκέψη μας στ’ αντίπερα των δικών μας βουνών
Των δικών μας ακρογιαλιών
Των δικών μας αυλών…
Καράβι  ταξιδιάρικο
Πέρνα κι απ’ την Κερύνεια μας την τόσο μακρινή,  την αδικόβρεχτη
Τράβα και μην κοιτάξεις στην άλλη άκρη του γιαλού
Μην και τυχόν η μνήμη μας ραγίσει
Καράβι ταξιδιάρικο απ’ του Βοσπόρου τα πικρόγευτα  νερά
Έλα και μοίρασε το εμπόρευμα σου στα κοτσύφια του καλοκαιριού
Τα σπλάχνα σου άνοιξε στον κόρφο μας
Το δρόμο ράντισε ροδόσταγμα που φτιάξαμε κείνο το χρόνο τον στεγνό
Να δέσει το γλυκό στης μάνας το γυαλί
Να φέρει το χαμόγελο στα χείλη μας.







Ο θόλος της ελπίδας / Άντρια Γαριβαλδη




Κάποια καμπάνα
από το μακρινό παρελθόν
χτυπάει ακόμα αδύναμα στ’ αυτιά μου.
Η έρημη εκκλησιά
όπου το μισοτελειωμένο κερί
αγνό και μυρωδάτο
βρίσκεται ακόμα
 πλάι στην εικόνα τ’  
Άη Μάμα
με κράζει πίσω με δισταγμό
την καγκελόπορτα να κλείσω
και σιωπηλά σκουπίζοντάς τ’ αχνάρια μου
ξυπνάω για να δω πως όλοι οι φίλοι μου χαθήκαν
κι η ανατολή όλο συγχώρεση
χύνεται αγέρωχη επάνω στον αγέραστο θόλο.





The dome of hope

A church bell
from the distand past
keeps sounding powerlessly
in my ears
The lonely church where the half-burnt candle
pure and fragnant
still stands by St Mamas’ icon
calling me back reluctantly to close the gate
and silently wiping off my own foot steps
as I wake up to see my friends gone
and the forgiving sunrise
streaming with pride over the ageless dome.



Αντάμωμα / Άντρια Γαριβάλδη





Βρεθήκαμε στην άκρη του πάρκου
εκεί που τα χνάρια των πουλιών ψηλάφιζαν το νωπό χώμα
μετά τη βροχή που κόπασε για λίγα λεπτά.

Η ανάσα γρήγορη
 ρυθμικά έπαλλε στο στήθος
συνοδεύοντας τον ψίθυρο που έσβηνε στα παγωμένα χείλη.

Πίσω απ’ της πόλης τα φώτα π΄άναβαν δειλά
στο φίλημα των νεφών που στεφάνωναν τα γκρίζα κτίρια
μου ’γνεψες να γράψω στο μικρό μπλοκάκι
τις τελευταίες κουβέντες που είχαμε πει σαν προσευχή.

Και η βροχή ξανάρχισε το μέτρημα...

Να ’ταν τ’ αντάμωμα τάχα τυχαίο
ή ο σκοπός που όριζε ν’ αφουγκραστούμε τις καρδιές
μια τέτοια κρύα μέρα του χειμώνα
που η φύση οσφριζόταν την επιφάνεια της γυμνών χεριών
σαν χάιδευαν τον ρυτιδιασμένο κορμό του γέρικου πλατανιού;

Η πόλη ολόσωμη φωτίστηκε
και τα πουλιά κρυφτήκανε στις φυλλωσιές·
ανήσυχη άρχισ’ η βροχή ν’ ακολουθάει τις πατημασιές
ώσπου πια χώρισαν οι δρόμοι μας
κι απλώθηκε στους ώμους μας το χιόνι.

Έτσι, χωρίς βιασύνη
ρίξαμε πίσω μια στερνή ματιά
κι εκεί το βήμα χάθηκε...
 μέσα στο άγνωστο.




Είμαι η Κύπρος /Άντρια Γαριβάλδη




Είμαι ο βυθός που αναδήθηκε στην αγκαλιά της Μεσογείου
Η αλμυρόγλυκη θάλασσα κι ο αφρός του κύματος στην Πέτρα του Ρωμιού
Τα καφεμπλέ βοτσαλάκια στην ακρογιαλιά του παχύ άμμου
Το χνούδι της πρασινάδας κατάκορφα στις παρειές του Τροόδους.

Είμαι το φως στον ορίζοντα όταν σκάει η μέρα πίσω απ’ τον Πενταδάκτυλο
Η ανατολή αγέννητη κι αμύθητη πίσω απ’ την παλάμη του Διγενή Ακρίτα
Ο ηλιοκαμένος κάμπος της Μεσαριάς που ψιθυρίζει την προσευχή του εργάτη
Το καράβι της Κερύνειας  που ξεκουράζεται στο θώρακα  του κάστρου.

Είμαι το ηλιοβασίλεμα πέρα απ΄ την αλυκή με τα φλαμίγκο έξω απ’ τη Λάρνακα
Οι φοινικούδες στη χρυσή παραλία που θα βρεις δίπλα στον ανδριάντα του Κίμωνα
Η ζαχαρένια παραλία της Αμμοχώστου με τις ψάθινες  ομπρέλες
Η Σαλαμίνα του Ευαγόρα που νανουρίζεται απ’ τα σιωπηλά αγάλματα.

Είμαι το ταπεινό κυκλάμινο στον κορμό της Καρπασίας
οι χρυσόχρωμες κιτρομηλιές στον κάτω μαχαλά της Λεμεσού
Η αγέραστη μαρμάρινη κολόνα του  Κουρίου
Το άρωμα  του συκόφυλλου στα μυθικά λουτρά της Αφροδίτης.

Είμαι το εκκλησάκι του Αγίου Επιφανίου στην ακτή της Πάφου
Η σκιά του Αγίου Νεοφύτου στην βουνοκορφή
Τα γεράνια στην αυλή του Αγίου Ηρακλειδίου την ώρα του στοχασμού
Τα γήινο χνώτο της πέτρινης  μονής του Αποστόλου Βαρνάβα!

Είμαι ο ακοίμητος φρουρός  του νησιού, ο Απόστολος Ανδρέας
Το παλάτι της Ρήγαινας των πράσινων καιρών
Ο  αθέατος Άγιος Ιλαρίωνας αναπαυόμενος στο άγγισμα των νεφελών
Η ονειρένια ζαφειρένια θέα του Πέλλα Μπαΐς την ώρα της αυγής.

Είμαι ο θόλος της Φανερωμένης στο βάθος της Λευκωσίας
Η Λαϊκή Γειτονιά με τα φιλόξενα καφενεδάκια και τα σκαλιστά μπαλκόνια
Η Λήδρας, η Ονασαγόρου, η πλατεία Ελυθερίας
Το άσβηστο όνειρο στην παλιά πόρτα του Παγκυπρίου Γυμνασίου.

Είμαι το γνώριμο τιτίβισμα του σπουργιτιού έξω απ’ το σπίτι με το κλήμα στην αυλή
Τ’ ατέλειωτο φτερούγισμα της χελιδόνας πάνω απ’ τη  βαθυγάλαζη λίμνη της Αθαλάσσας
Ο σκοπός της φλογέρας του παππού που φυλάει τα περβόλια του χωριού
Το βλέμμα του νέου που ψάχνει για τις ρίζες του στις θαμπές σελίδες του αλφαβηταρίου.

Είμαι ο ανθός της πορτοκαλιάς στην καρποφόρα κοιλάδα της Μόρφου
Το καλοκαιριάτικο καρπουζοπανήγυρο της Ζώδιας
Η γλυκιά σιγή της ζεστής νύχτας στα μποστάνια
Το σημάδι  της σαύρας στην όχθη του στεγνού ποταμού.

Είμαι η Κύπρος για όσους με ξέρουν από παλιά
Και όσους με γνώρισαν μες στις σελίδες του παλιού βιβλίου
Που δόθηκε στα νιάτα απ’ τους ποιητές
Για να μπορούν να ξαναγράψουν την ιστορία απ’ την αρχή.

Είμαι όλ’ αυτά κι άλλα πολλά…
Όσα δεν είπαμε κι  όσα θα πούμε σαν μνημόσυνο
Ιχνηλατώντας τα σημάδια στην τάφρο δίπλα στα τείχη της πόλης
 Είμαι τ’ ατέρμωνο νησί, η Κυπρία μακάρια γη των δοξασμένων ηρώων!

Άντρια Γαριβάλδη

Τρίτη 16 Οκτωβρίου 2018

Κυπρένια: Ποιητική Συλλογή της Άντριας Γαριβάλδη που εκδόθηκε το έτος 2001


Κυπριένια


Κόρη θλιμμένη
με τ' ανέκφραστο χαμόγελο,
κόρη της Αφροδίτης
χαμηλοβλεπούσα,
με τα μακριά πλοκάμια των μαλλιών,
τα γαλανόξανθα,
που δέρνουνε το πέλαγο
και στεφανώνουν τ' ονειρένιο πρόσωπό σου
Αροδαφνούσα.
Κόρη με το σφιχτό παλμό
και τη γλυκιά μορφή τ' αγγέλου,
μοιάζει αβάσταχτος
στο λήθαργο ο πόνος σου,
χλωμή εικόνα Παναγιάς
κερένια.

Κρατήσου
λαβωμένη καλλονή
μην απελπίζεσαι
και τα παιδιά σου
θα γυρίσουν πάλι,

έρχεται ο γιος του ήλιου
να σε βρει
να σου χαρίσει τα κλειδιά
της λευτεριάς,
τα ζαφειρένια...

**
Μέρα κατοχής

Είκοσι Ιούλη , μέρα φοβερή,
άδοξη ώρα που 'γινες χολή,
κλεμμένη εικόνα, σπασμένο γυαλί,
κόσμος ακόμα σκληρός σαν καρφί.
Είκοσι Ιούλη, μέρα τρομερή
μισή ψυχή, μισή φωλιά η γη,
δίχως τον άντρα, χαμένο παιδί,
είκοσι πίκρες θωρείς σκυθρωπή.

Σφίγγεις στα χέρια την τόση ντροπή,
άδεια γωνιά, μισή καρδιά κι αυτή
σε ξένους δρόμους πλανιέσαι σκυφτή,
σέρνεις θυσίες κι αιμορραγείς.

Πέτα τη ματωμένη σου ποδιά,
χρωστάς λίγο αέρα στα πουλιά,
μια φούχτα χώμα στα μικρά παιδιά,
τα χείλη ας φωνάξουν λευτεριά.

**

Αυτοί που έφυγαν
Στους αγνοούμενους της Κύπρου

Έφυγαν, χάθηκαν
άπειροι νιοι
και μεστωμένοι θεριστάδες
που το ντουφέκι έτρεμε
στα πυρωμένα τους χέρια.
Ορφάνεψε ο τόπος μας
από πατέρες και μοναχογιούς.
Βαθιά κοιμόνταν τα νεογέννητα
κείνο το χάραμα του άδοξου Αλωνάρη,
μα των μεγάλων τα παράθυρα της όρασης
σαν από καύσωνα σπαρτά καμένα
μαραθήκανε
απ' το ξενύχτι, περιμένοντας.

'Aστραψε κάποτε η αυγή
στου μαχαιριού την κόψη
κει που μας θέριζαν τα τανκς
κι άπλωσε η μέρα οργισμένη
την απορία ατέλειωτη
στις πονεμένες μορφές τους.

Χάιδεψε τ' άγουρα μάγουλα δειλά
κείνο το ξύπνημα,
κατακαλόκαιρο του '74.

Γεμάτα τα καράβια ήρθαν
στρατιώτες ξένους φορτωμένα,
αρματωμένους για σφαγή.
Γεμάτα πάλι ξανάφυγαν
με δικούς μας, αιχμαλώτους.

Πού να τους πήγαιναν;

Ανήσυχα εμείς την αγωνία τρέφαμε,
μουστακωμένους να τους δούμε να γυρίσουν
περιμέναμε την άνοιξη .
Αργότερα, θαρρούσαμε
πως θ' αντικρίζαμε τον ήλιο μελαψό στα μέτωπά τους.
Κι ύστερα, το φθινόπωρο
η πιο στερνή ελπίδα σπίθιζε τρεμοσβήνοντας
ανάμεσα στ' αστέρια.
Μ' αυτοί αμίλητοι,
από ψηλά φρουρούσανε
τη μοιρασμένη μας πατρίδα!

Σήμερα πάλι ξύπνησε εφιαλτικότερη η ζωή
μπροστά στο ξεβαμμένο παραθύρι μας.
Η παγωμένη ώρα του καιρού
νοσταλγικά ζωντάνεψε τις καδρωμένες φωτογραφίες
μπρος στην οθόνη της κουρασμένης μνήμης.

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα;
Στα καταναγκαστικά έργα του αιώνα τι γυρεύετε;
Ποιες άχαρες στιγμές,
ποιες αμαρτίες σάς κρατούν στο σκοτάδι μόνους;

Κι εσένα Μιχάλη ,
ποιος θα σε χαιρετήσει
τώρα που σε φωνάζουνε Μεχμέτ;
Της μάνας το μήνυμα ποιος θα σου δώσει;
Τι θες να πούμε στο μωρό που μεγαλώνει,
στο πονεμένο παιδί
που τον πατέρα ονειρεύεται
κάθε βραδιά;

Πώς να σας κλάψουμε παιδιά μας;
Τον άδικο χαμό πώς να θρηνήσουμε,
που έσβησε η ζωή στο πέρασμα των χρόνων;
Ποιους τάφους πρέπει να στολίσουμε;
Σε ποιους βωμούς να στείλουμε θυμίαμα;
Ζείτε;
Ή σταυρό πρέπει να στήσουμε τάχα;

Πού βρίσκεστε αδέλφια αγνοούμενα,
στα καταναγκαστικά έργα του Εικοστού αιώνα
τι γυρεύετε;

Εσείς που φύγατε
άπειροι νιοι ...
και μεστωμένοι θεριστάδες,
η πιο ιερή ανάμνηση της πατρίδας,
ζήσατε κάποτε για μας...
και ζείτε!

**
Πόθος

Έτρεξε η μνήμη μακριά
κει που το χώμα πρωτο-
φίλησε και γεύτηκε,
μα ήρθε ο πόνος να τη σταματήσει.
Τραγούδησε τον ήχο στον παλιό ρυθμό...
τόσο γλυκό, τόσο γλυκό είναι τ' όνειρο!

Να 'μενε κει για λίγο, να 'βρισκε δυο γιασεμιά
σαν τα δικά της που μαράθηκαν στα ξένα,
να της κρατούσαν συντροφιά...

Το μονοπάτι γνώριμο, δεν άλλαξε,
αμέτρητες χαρές που το στολίζαν κάποτε,
νιώθει όμως τώρα άγνωστες σκιές
πίσω απ΄ τα δέντρα να παραμονεύουν.

Είναι πολλές οι θύμισες, είναι κραυγές,
παλιές ζωές π' ακόμα αναπνέουν.
Το σπίτι, τα λουλούδια στην αυλή,
φυλακισμένα, άδεια, σιωπηλά,
κουβέντες παιδικές γυρεύουν.
Κράτα τα, κράτα τα βαθιά,
μην τα προδώσεις.

Περπάτησε το μονοπάτι στα μισά
μα ξαφνικά συννέφιασε το βλέμμα
κι ήρθε βροχή και θόλωσ' η ψυχή.

Έπεσε, φίλησε τη γη
και σμίξανε μ' ευλάβεια
τα χέρια με το χώμα.

Σαν έγειρε η μέρα στη στροφή
χάθηκαν όλα, τέλειωσε και τ' όνειρο,
έσβησε ο πόθος κι έμεινε
η πίκρα!

**

Το παλιό σχολειό

Στους παλιούς συμμαθητές
του Β' Γυμνασίου Μόρφου
Ήρθα ξανά
στα σκαλοπάτια σου μπροστά
και μπήκα στο διάδρομο, το βορινό, αλαφροπατώντας,
στις πόρτες φαίνονταν ακόμα χαραγμένα
αποτυπώματα εφηβικών ονείρων,
είδα στους τοίχους τις μισοσβησμένες λέξεις της αγάπης
και μέσ' απ' τα τεράστια παράθυρα να σαλεύουν
φιγούρες των παλιών συμμαθητών.
Είδα τη βρύση που έβρεχε
τα μέτωπά μας τα καυτά τα μεσημέρια
κι άκουσα τη φωνή του τζίτζικα
μες στα φυλλώματα της ακακίας.
Τη γνώριμη αυλή σεργιάνισα με τα ψηλά τα κυπαρίσσια,
και τις κρυφές γωνιές
που ίσκιωναν την τρίφυλλη καρδιά τ' αηδονιού.

Στην αίθουσα καθηγητών
όλοι παρόντες,
ετοίμαζε το λόγο της Πρώτης τ' Απρίλη
ο κύριος Γυμνασιάρχης,
κι ο γέροντας ο κουδουνάς
με τη βαριά του την κουδούνα
έκοβε βόλτες πάνω κάτω.

Ήρθα ξανά
στο χώρο της συγκέντρωσής μας
κι απάγγελνε η μαθήτρια με το γαλάζιο γιακαδάκι
"καρτερούμεν μέραν νύχταν να φυσήσ' ένας αέρας..."
και τα μαλλιά ανεμίζανε στην αύρα.

Απομεσήμερο,
και το κουδούνι χτύπησε για χωρισμό,
έξω απ΄ το κάγκελο αράδα κάθονται τα μαθητούδια
κουβέντα κάνοντας για το παιγνίδι
και για τη μελέτη,
στη στάση του λεωφορείου γνέφοντας
μπροστά στο Δεύτερο Γυμνάσιο Μόρφου ,
κάτ' απ΄ το βλέμμα του Λουκή Ακρίτα .

**

Από τη Μόρφου στη Μελβούρνη

Από τη Μόρφου ήρθε ένα γράμμα,
γραμμένο με μελάνι που μυρίζει ανθό και θάλασσα...
Πόλη μικρή, νύφη παρθένα,
πρωτοβγαλμένη,
στα χέρια βάρβαρων,
παρασυρμένη και ξεβαμμένη.

Οργή σε ζώνει
και σου ξεσκίζει τα νυφικά,
καημός σε ψήνει
σαν πυρετός και ψυχής γροθιά.

Μες στα στενά σου
δεκαεξάχρονοι χάθηκαν φίλοι,
στο κλήμα λιώνει,
σαν το μαράζι σου,
το ζαχαρένιο γλυκό σταφύλι.

Ο δρόμος ίσιος,
περνά μπροστά απ' τον 'Aη-Γιώρκη ,
μικρά κεράκια, σβησμένα αστέρια,
σαν κούφιοι κόκκοι.

Φονιάδες μαύροι
παραμονεύουν κάθε καντούνι
και δραπετεύουν
σαν εφιάλτες μες στη Μελβούρνη.

Καινούργια όνειρα
σ' άλλο μπαλκόνι,
ένας αιώνας κι ένας κυκλώνας
σε περιζώνει.

Ένα περβόλι
και μια ιστορία που ζωγραφίζει
τη φύση όλη
και τη ζωή σου την ξεφυλλίζει.

Μιας άλλης χώρας
μαντήλι άσπρο τώρα κουνάς,
και σεργιανίζεις μες στη Σουάνστον
κι όπως γερνάς...

γράφεις στο δρόμο τα περασμένα
και προσπερνάς-
"συ ξένη πόλη παρηγορήτρα,
δε με κρατάς".