Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαλδασερίδης Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Βαλδασερίδης Παύλος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2018

Παύλος Βαλδασερίδης (βιογραφικά στοιχεία)

Ο Παύλος Βαλδασερίδης, γεννήθηκε στη Λάρνακα το 1892  και απεβίωσε το έτος 1972.  Υπήρξε ποιητής, πεζογράφος, μεταφραστής και θεατρικός συγγραφέας.
Οι ρίζες της οικογενείας του φτάνουν μέχρι και την Κεφαλλονιά. 
Σπούδασε Φιλολογία, Θεολογία, Νομικά και Ξένες Γλώσσες στην Αθήνα και το Παρίσι. Ασχολήθηκε με το εμπόριο και έζησε πολλά χρόνια στη Γαλλία. Επέστρεψε στην Κύπρο και πιο συγκεκριμένα στη Λάρνακα, όπου ζούσε η οικογένειά του το 1941. 

Το έργο του γράφτηκε τόσο στα ελληνικά όσο και στα γαλλικά. Όταν έγραφε γαλλικά χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο Paul Baldassera, ενώ στα ελληνικά δημοσιεύματα  χρησιμοποιούσε το ψευδώνυμο "Παύλος Βάλδας".  
Απέδωσε επίσης νεοελληνικά αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και βιβλικά κείμενα. 

Συνεργάσθηκε κατά καιρούς με τα περιοδικά "Πάφος" και "Κυπριακά Γράμματα", καθώς και με διάφορες εφημερίδες. 

Έργα του :

Ποίηση:
  • Η αγάπη της ομορφιάς (1921)
  • Μαγιοβότανα (1938)
  • Ερμής(1947)
  • Κύπρος (1972)
  • Ίδε ο Καλός Ποιμήν
Πεζά:
  • Μια ματιά στη ζωή (1924)
  • Οι αθάνατοι (1943)
Θεατρικά Έργα:
  • Μάριος (1913)
Μεταφράσεις:
  • Πλάτωνος Σοφιστής ή περί όντος λογικός (1948)
  • Ομήρου Ιλιάς (1954)
  • Ιωάννου Αποκάλυψις (1977)
Τιμητικές Διακρίσεις
  • Ιππότης του Τάγματος Γραμμάτων και Τεχνών (Γαλλία)1972

Ομορφιά / Βαλδασερίδης Παύλος


Χιλιάδες χρόνια ένα όνειρο λατρεύω.
Μ’ από τα βάθη, που έρχομαι, της ζωής
κι από τους θησαυρούς της που αναδεύω*,
σχήματα, ηχούς, ιδέες λογής-λογής,

μια ελπίδα, μοναχά, κρατάω στα χέρια
και δάκρυο τη θερμαίνει τρυφερό,
καθώς τα μάτια μου ρωτούν τ’ αστέρια
κι ο νους μου το βαθύ μετράει καιρό.

Τ’ όνειρο που λατρεύω σάρκα ας πάρει,
εκστατικός να ιδώ την ομορφιά,
να προσκυνήσω, τρέμοντας, τη χάρη,
να μπω στη νόηση, τέλος, τη θεϊκιά!


 * αναδεύω: ανακατεύω, ανακινώ

Πλάτρες / Βαλδασερίδης Παύλος


 
Ι

Στη λαγκαδιά παραμιλούν τα δέντρα απ’ τον αγέρα
κι απάνωθε οι γυμνές πλαγιές ακούν συλλογισμένες.
Πιο πέρα η θάλασσα τεφρή*, συννεφοσκεπασμένη
παίρνει απ’ τη δύση, πού και πού, λεκέδες σαν από αίμα.
Και δόξα της παθητικής* τού φθινοπώρου εσπέρας,

στου ταραγμένου ορίζοντα μιαν άκρη καθισμένα,
δυο σύννεφα μενεξελιά, την πλάση φοβερίζουν.


επεξηγήσεις:

* τεφρός: αυτός που έχει το χρώμα της στάχτης

* παθητικός: αυτός που χαρακτηρίζεται από απουσία

ενεργητικότητας, αλλά κρύβει μεγάλη συναισθηματική

φόρτιση  

Προσευχή (απόσπασμα) του Παύλου Βαλδασερίδη

Μένω με τα στρουθιά 
και με τα χελιδόνια 
που να τα κι από κλάδο σε κλαδί πηδούν 
και πέτονται, μυριδάδες στο γλαυκό τον αέρα
και ακροβατούν στις οριζόντιες αχτίδες του ήλιου.
Μένω στη γη με τη χαρά τους που να εξέσπασε
και πέταξε και να ξεχείλισε ως τα σύνορά Σου, 
κρυγή της στιγμής που αγνοεί το αύριο 
και το χθες. 
Μένω με τα λευκά τα πρόβατα
που απ΄ τη βοσκή γυρνάνε στο μαντρί τους
δίχως βία, 
και με τη γάτα που, στιλπνή, αναπαύετεαι στον τοίχο
κοιτώντας ήσυχα, τον κόσμο, ή την ουρά της.
Μένω στη γη με τη χαρά και τη γαλήνη των ανήξερων 
γιατί ξέρω. 




Ποιητική Συλλογή: Μαγιοβότανα ( 1938) 

“Οδός Βαλσαμάκη” / Βαλδασερίδης Παύλος


          Σου πήρανε το δρόμο σου, παππού! Πενήντα χρόνια
          είν’ αρκετή, στον τόπο μας, αθανασία για σε
          και τ’ όνομά σου. Μη κανείς θα ζήσει κιόλας αιώνια;
          Κι ο που τιμήθηκε σα θεός κι εκείνος π’ άγιασε,
          όταν θα ξεψυχήσ’ η γη, σαν το ’παθε η σελήνη,
          ό,τι όνομα κι αν έχουνε, θα ξεχαστούν κι εκείνοι.

          Δε θα θυμώσω, γέροντα. Και πώς, μες στην καρδιά μου,
          που ζουν τα χαμογέλια σου, μπορεί ν’ ανάψει οργή;
          Μα με την ηρεμότατη και σίγουρη μιλιά σου,
          χαϊδεύοντας τη φόρμιγγα που πήρ’ απ’ τον Ερμή,
          μορφή πως ήσουνα, θα ειπώ, με πνεύμα ταιριασμένη
          από τις πιο εκλεκτές που φάνηκαν στην οικουμένη.

          Γιατρός, τον άρρωστο έβλεπες με μάνας τρυφεράδα
          κι αν η Επιστήμη πάσκιζε σαν άγνωρο παιδί,
          της λέξης σου η λεπτή ευωδιά και του ματιού η γλυκάδα,
          στη μητρική, τον άρρωστο, κρατούσανε τη γη.
          Κι αν ήτανε φτωχός κανείς, η πείνα μη σ’ τον πάρει
          φεύγοντας, του άφηνες λεπτά, κάτ’ απ’ το μαξιλάρι.

          Φίλος κι εφαρμοστής, στη ζωή, του ελληνικού του λόγου,
          περπάταγες σκορπίζοντας και γνώση σου και βιος.
          Κι εχθρός μονάχ’ αλύγιστος του μίσους και του ψόγου,
          σε σύμβολα έκλεινες απλά το εσώτερό σου φως.
          “Γεμώννω το τσιμπούκιμ μου καπνόν που το πουντζίμ μου,
          πυρκολοώ τζ’ αφταίννω το, λαμπρόν που το φλαντζίμ μου”.

          Δίστιχο τέτοιο να χαρούν, πολλοί δε θα μπορούσαν.
          Μα ο παπουτσής που σ’ άκουγε σαν το ’λεες κι ο ψαράς
          γροικούσαν κάτι αφάνταστο και σου χαμογελούσαν,
          κομμάτια της παγκοσμικής αγάπης και χαράς.
          Απλός και υπέροχος ανάθρεφες μια κοινωνία
          που με τις πλέον ευγενικές την έβαλ’ η ιστορία.

          Σου πήρανε το δρόμο σου, παππού! Πικρό λιγάκι.
          Μ’ αν ευνοϊκό πετύχει το τραγούδι μου καιρό,
          αυτό θε να ’ναι το δικό σου, ω γέροντα, σοκάκι,
          δικό σου κι απαράγραφτο, σαν τέμενος ιερό.
          Κι εδώ, κάτι περσότερο οι διαβάτες θα γνωρίσουν,
          πώς ελεγόσουν και μαζί, στον τόπο μας, ποιός ήσουν!