Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλιθέρσης Γλαύκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Αλιθέρσης Γλαύκος. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Κυριακή 21 Μαΐου 2017

Οι οραματισμοί του Εωσφόρου και άλλα Ποιήματα* : Ποιητική Συλλογή του Γλαύρκου Αλιθέρση Εκδόθηκε το έτος 1923 (Απόσπασμα))



[…] Μα ολύμπιο* να τραβάς στα γλαυκά* ύψη
ω κυπαρίσσι, ξέρω εσέ μονάχα.
Ελεύτερ’ η ψυχή σου δεν θα σκύψει
στ’ όποιο κατάτρεγμα της μοίρας τάχα; 
Δεν σε βαραίνει πόνος, καμιά τύψη; 
Τη δύναμή σου να μπορούσα να’ χα
ώς την κορφή σου, ω αγέρωχο και στείρο,
ελεύτερο τον ύμνο μου να σύρω!

[…] Δεν είσαι κούφιο δέντρο που ετοιμάζει
καρπούς, για τα σακιά τού νοικοκύρη. 
Δεν είσαι η καλαμιά π’ όλο φωνάζει.
Δεν μοιάζεις τ’ ανοιγμένο παραθύρι
του σπιτιού, που τα μέσα, τ’ αραδιάζει
στο κάθε μάτι. Της νυχτός οι γύροι
καλόβουλοι κρατάν το μυστικό σου, 
κι αμίλητο τραβάς προς τον σκοπό σου.

[…] Ω κυπαρίσσι, πόσο εγώ σου μοιάζω
στη θέληση, στ’ ανάστημα, στη μοίρα!
Στον κορμό σου ακουμπώντας λογαριάζω
το σύμβολο που από σένα πήρα∙ 
και μαζί σου προς το άπειρο γαλάζιο
υψώνεται του στήθους μου η πλημμύρα,
σαν του φωτός το θρίαμβο στη μέρα,
βουβή και σιωπηλή καθώς φοβέρα.



* Εωσφόρος, ο: ο αρχηγός των αγγέλων που εξέπεσαν
από τον Παράδεισο, ο Διάβολος, ο Σατανάς
* ολύμπιος: που χαρακτηρίζεται από επιβλητικότητα και
μεγαλείο (όπως ταιριάζει σε θεό)
* γλαυκός: αστραφτερά γαλάζιος, γαλανός

Πρόλογος / Γλαύκος Αλιθέρσης

Γύρω μου ανύψωσα βουνά και μέσα έχω κλειστεί.
Σπουδάζω μες στη μοναξιά τη γνώρα του εαυτού μου,
και μελετώ τ’ ανήφορα του μυστικού καημού μου.
Άνθρωποι, ξέρω, οι δρόμοι σας για `μένα είναι κλειστοί.

Πάνω απ’ τους κόκκινους γκρεμούς στο διάστημα της μέρας,
βλέπω να γράφουν στο άπειρο, κύκλους αργούς οι αετοί,
κι όταν βραδιάζει ξεκινούν οι λύκοι θαρρετοί,
κι ακούω ουρλιάσματα βραχνά, μηνύματα φοβέρας.

Κι έμαθα εδώ πως ο αετός τ’ αφτέρουγα του τα πουλιά
στον ήλιο αγνάντια το πρωί τα στήνει, να γνωρίσει
τα γνήσια, κι όποιο δεν μπορεί το φως του να αντικρίσει
χωρίς οίκτο γκρεμνίζεται απ’ την ψηλή φωλιά.

[Άσε οι σοφοί να πνίγονται] / Αλιθέρσης Γλαύκος

Άσε οι σοφοί να πνίγονται στα σκοτεινά βιβλία,
και μη θαρρείς ότι η μωρή σοφία τούς ωφελεί.
Τόσα ποτάμια χύνονται στη στείρα κι αιωνία
θάλασσα. ―Πες μου, το νερό το ’καναν πιο πολύ;

Το τραγούδι των στρατών του Μ. Αλεξάνδρου / Αλιθέρσης Γλαύκος


Νύχτα, κυλούνε τα θολά νερά του Γάγγη
και των εχθρών καίνε οι φωτιές αντίκρυ. Ξαγρυπνούμε.
σκεφτόμαστε ποια τάχα βία και ποια ανάγκη
στην άγνωστη Ιντική μας σπρώχνει να διαβούμε.
Οι Γαίτες, Μαίδοι, Τριβαλλοί και γύρου
στη χώρα μας λαοί ξολοθρεφτήκαν
απ' την φωτιά και την αιχμή του μαύρου μας σιδήρου
Μα αυτοί είναι τόσο μακριά... Ποτέ δεν μπήκαν
για να ασεβήσουν στους θεούς μας ή στα σπίτια
μας ν' ατιμάσουν ή να καταστρέψουν
τ' αμπέλια, τα σιτάρια μας, τ' αραποσίτια...
Ω Αλέξανδρε... Διστάζουμε να πάμε εμπρός, μα δείλια
δεν είναι το σαράκι που μας τρώει...

............................................................

- Εκεί βρίσκονται τ' άσπρα μας σπιτάκια
κι οι γωνιές κι οι μορφές οι αγαπημένες,
που βλέπουνε τους βραδυνούς και φωτεινούς ορίζοντες
κι αργά μιλούν για μας συλλογισμένες...
Κι οι γιοί μας, τόσα ακούγοντας, με πλάνο
βλέμμα ρεμβό ξεχνιούνται αφηρημένοι.
Τώρα θάναι έφηβοι ωραίοι, με θλίψη
των μενεξέδων στα μαλλιά στεφανωμένοι...
Γύρισε πίσω... Μη νομίσεις δείλια
πως είναι το σαράκι που μας τρώει,

Και στο λιβάδι των σκιών, τ' όλο ασφοδείλια
οδήγα μας! δε θ' ακουστεί ούτ' ένα μοιρολόϊ
'Οπως νικούν, και να πεθαίνουν ξέρουν οι ηρώοι,
Μα ώ θάλασσα, ώ βουνά νοσταλγημένα
κι ώ φως του ήλιου αβρό κι' ευλογημένο
κι ώ λαχτάρα της γης όπου μ' εγέννα,
μακριά σας να πεθάνω είναι γραμμένο.

Φασούρι / Αλιθέρσης Γλαύκος


Όταν κατάκοπος θα μπαίνεις στο βαθύ ελαιώνα, 
θ’ αναστενάξεις λυτρωμένος από το λιοπύρι∙
θ’ ακούεις πώς κλαίει ερωτικά η περίπαθη* τρυγόνα,
και θα χαρείς στων τζιτζικιών το εύθυμο πανηγύρι.

Η ταπεινή κυρά θα σε δεχτεί με καλοσύνη, 
κι οι αγρότες θα ’ρτουν τον απλό να πουν χαιρετισμό τους,
και θα μιλήσουν για της γης την ευφορία, με ειρήνη 
και τυφλή πίστη στον Θεό, βάνοντας το σταυρό τους.

Κι άμα στη ρίζα μιας πυκνής ελιάς στρωθεί τραπέζι, 
απ’ το πηγάδι κρύο νερό θα σύρει η θυγατέρα, 
κι ένας βοσκός περαστικός θ’ αρχίσει να μας παίζει
με τα κουδούνια των αρνιών που τρέμουν στον αέρα.

Και στρέφοντας το βλέμμα σου στ’ αγροτικό το σπίτι,
(πέρασε η ώρα γρήγορα!) θα το ’βρεις φωτισμένο
απ’ το γλυκύτερο το φως, του ίδιου αποσπερίτη, 
μπρος στο παραθυράκι του ανάερα* ζυγισμένο!

Κι όταν θα φεύγουμε, θα ιδείς, την ώρα που βραδιάζει,
απ’ τη φωλιά της κι η σοφή γλαύκα* να βγαίνει, 
και στ’ ακροδρόμι ασάλευτη, πολλή ώρα να κοιτάζει
το φως που σβει, ρομαντικά συλλογισμένη…



επεξηγήσεις

* περιπαθής: που διακατέχεται από έντονο πάθος
* ανάερα: που στέκεται στον αέρα, δίνοντας την εντύπωση 
του αιθέριου, του άυλου

* γλαύκα, η: κουκουβάγια

Τα σονέτα της Εύας / Αλιθέρσης Γλαύκος


 ΙΧ

Να πλημμυρά μας έτσι η αγάπη η αιώνια:
στην άφθαρτή της φλόγα να εξαγνίζει
κάθε μας κρίμα, και να μας γεμίζει
με την πνοή του Θεού, που στα αγνά χρόνια

τα παιδικά μάς φύλαε. Κι έτσι αιώνια 
το σπίτι μας κακό να μη γνωρίζει, 
κι ολόχαρο να μας καληνωρίζει*
κάθε άνοιξη τα πρώτα χελιδόνια.

Και μέσα στη λευκή του τη γαλήνη,
ν’ ανθίζει η μυστική σου καλοσύνη, 
σα μια λαμπάδα μπρος σ’ ένα Ιερό,

και να ’ρχεσαι κοντά μου φέρνοντάς μου, 
σαν ευλογία το φως σου το ιλαρό, 
να φωτίζει τα βάθη της καρδιάς μου.



* καληνωρίζω: (εδώ) καλωσορίζω

Προορισμός τοπίου / Αλιθέρσης Γλαύκος


Ποια εντύπωση! 
 Ψηλά δέντρα και κλώνοι
χοντροί και το τρικύμισμα των φύλλων.
Ριπές ανέμου παγωμένου∙ μέρες
του χίλια κι εννιακόσια τόσα…Μάρτιος; 
Δεν θυμούμαι ακριβώς… Σκαλίσαμε όμως
σε κορμούς δέντρων ημερομηνίες
κι ονόματα προσώπων.
 – Τι να εγίναν;

Σαν τέτοια κρύα ριπή, σαν τέτοιο δέος 
στη μνήμη, που η φυγή τού χρόνου αφήνει
κενό –και πόσο εμείς λαφριοί κι αερένιοι…

Ω, ευτυχία του βάρους! Ω χρυσέ ήλιε!
Ρίζα της γυμνής πέτρας, που κι η σαύρα
μακάρια ακινητεί… 

 Αγαπώ το χώμα!

Γλαύκος Αλιθέρσης (βιογραφικά στοιχεία )

Ο Γλαύκος Αλιθέρσης (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Μιχάλη Χατζηδημητρίου) γεννήθηκε στη Λεμεσό. Μαθητής ακόμη πήρε μέρος εθελοντικά στους Βαλκανικούς πολέμους, το καλοκαίρι του 1913. . Αμέσως μετά την ολοκλή-ρωση των εγκύκλιων σπουδών του στο Παγκύπριο Γυμνάσιο (1915) από όπου δεν αποφοίτησε, ενώ παράλληλα φοίτησε στη Γυμναστική Ακαδημία, από όπου πήρε δίπλωμα γυμναστή το 1917, και από το 1917 ως το 1919 στην Αμερικανική Ακαδημία της Λάρνακας. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του πέρασε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου εργάστηκε για πολλά χρόνια ως καθηγητής Φυσικής Αγωγής στο Αβερώφειο Γυμνάσιο.
Το 1919 διορίσθηκε καθηγητής σωματικής αγωγής  στο Αβερώφειο Γυμνάσιο της Αλεξάνδρειας. Εκεί έζησε, υπηρετώντας  στα κοινοτικά σχολεία, ώς το 1963, οπότε και επέστρεψε στην Κύπρο. Παντρεύτηκε την Εύα Ζαφειροπούλου, με την οποία απέκτησε δύο κόρες. Στη γενέτειρά του επέστρεψε το 1963, όπου πέρασε την υπόλοιπη ζωή του. Την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία πραγματοποίησε με δημοσιεύσεις στίχων στην εφημερίδα της Λεμεσού "Αλήθεια" και το 1919 πραγματοποίησε την έκδοση της ποιητικής συλλογής "Γαλανά δαχτυλιδάκια". Ήταν μέλος του ποιητικού Συλλόγου των "Δέκα" και συνεργάστηκε με αλεξανδρινά και κυπριακά έντυπα όπως τα "Αυγή", "Κυπριακά Γράμματα", "Πνευματική Κύπρος".  Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο, το διήγημα, τη λογοτεχνική μετάφραση και την κριτική. Αναφέρονται ενδεικτικά οι μελέτες του για τον Καβάφη, το Λιπέρτη, το Νικολαΐδη και το Μιχαηλίδη.

Πηγές:

  1.  Αρχείο Ελλήνων Λογοτεχνών, Ε.ΚΕ.ΒΙ.)
  2. Κείμενα Κυπριακής Λογοτεχνίας 

Έργα του: 

Α΄. ΠΟΙΗΣΗ

1. Γαλανά Δακτυλιδάκια, Κύπρος, 1919.
2. Κρινάκια του Γιαλού, Κύπρος, 1921, Β’ έκδ. 1924.
3. Οι Οραματισμοί του Εωσφόρου και άλλα ποιήματα, Κύπρος, 1923.
4. Απλή Προσφορά, Κύπρος, 1929.
5. Θερισμοί και Οργώματα, Αλεξάνδρεια, 1939.
6. Μυστικός Δείπνος, Αλεξάνδρεια, 1944, Β’ έκδ. Κύπρος, 1956.
7. Μαθηματικά Τετράδεια, Αλεξάνδρεια, 1957.
8. Αρμογή Αιώνων και Στιγμών, Λεμεσός, 1965.


Β. ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

1. Ο Γυμνός Άνθρωπος, Κύπρος, 1924.
2. Αράχνες, Αλεξάνδεια, 1936.


Γ΄. ΤΡΑΓΩΔΙΕΣ

1. Ο Πύργος της Βαβέλ, Κύπρος, 1924.
2.  Αροδαφνούσα, Αλεξάνδεια, 1936.


Δ΄. ΜΕΛΕΤΕΣ-ΚΡΙΤΙΚΕΣ
1. Δ. Θ. Λιπέρτης, Αλεξάνδρεια, 1934.
2. Το πρόβλημα του Καβάφη, Αλεξάνδρεια, 1934.
3. Ιστορία της Νέας Ελληνικής Λογοτεχνίας, Αλεξάνδρεια, 1938.
4. Βασίλης Μιχαηλίδης, Αλεξάνδρεια, 1957.
5. Νίκος Νικολαΐδης, Αλεξάνδρεια, 1958.
6. Σωτήρης Σκίπης, Αλεξάνδρεια, 1960.
7. Μιλτιάδης Μαλακάσης, Αλεξάνδρεια, 1961.
8. Νίκος Σαντορινιός, 1965.


Ε΄. ΜΕΤΑΦΡΑΣΕΙΣ

1. Ρ. Μπρουκ, Άπαντα. Κύπρος, 1925.
2. Αγγική Ανθολογία, Κύπρος, 1925.
3. Μεταφράσεις, Λευκωσία, 1946.


Πηγή: Μεγάλη Κυπριακή Εγκυκλοπαίδεια

Κρινάκια του γιαλού του Γλαύκου Αλιθέρση

Έρωτας δένει τις καρδιές μαςς ταίρια, ως περιστέρια
μα εμέ χειμώνας μέσα μου ο αταίριαστος αλιά!
Κι έρχεσ΄ Εσύ η Τρισεύγενη με τα κρινένια χέρια 
να μου στολίσεις, άνοιξη, τα μαύρα μου μαλιά. 


Κρινάκια του γιαλού, 1921

Ηγησώ / Γλαύκος Αλιθέρσης



Παρθένα, που σε γλίτωσε απ’ του Χάρου
τα χέρια και σ’ ανάστησεν η σμίλη
στην όψη του κατάλευκου μαρμάρου,
να ζεις κάποιον υπέρτατον Απρίλη,

σύψυχα τέτοια τύχη, αλήθεια, χάρου!
Γιατί ο καλός, που σ’ όνειρα σού εμίλει,
κι α δεν ήρθε, στο πείσμα του κουρσάρου
Θανάτου που σε πήρε, του λαού θρύλοι,

τ’ όνομά σου, αθάνατο να μείνει
έκαναν στη ζωή ώσπου ο καλλιτέχνης
σε ανάστησε στα Ηλύσια της Τέχνης.

Και σύμβολο σ’ ατέρμονη γαλήνη
καρτεράς (ω, η αιώνια απαντοχή σου!)
τον εκλεχτό που πόθησε η ψυχή σου.

Ποιητική Συλλογή: Γαλανά δαχτυλιδάχια, 1919

Παρασκευή 19 Φεβρουαρίου 2016

Η βαθύτερη γνώση του Γλαύκου Αλιθέρση



Μου μάθανε τα μάτια σου, κι έχω αγαπήσει 
το φέγγος της αυγής, την πορφυρένια δύση. 

Το ψέλλισμά σου, των πουλιών τα θεία τραγούδια, 
το χαμογέλιο σου ό, τι εκφράζουν τα λουλούδια. 

Τα χέρια σου, πλεμένα στο λαιμό μου γύρου, 
μου φανερώσανε την έννοια του απείρου. 

Και τα τσεβδά λογάκια σου μου μάθαν, φως μου, 
την αρμονία, αγάπη και σοφία του κόσμου. 


Απλή προσφορά, 1929 

Ο ποιητής Γλαύκος Αλιθέρσης και η νέα Αλεξανδρινή Εποχή*

Παναγιώτης Καρματζός *



*Ο Παναγιώτης Καρματζός, από την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, είναι φιλόλογος  και συγγραφέας, με πλούσια δράση στα Γράμματα και στις Τέχνες, τόσο στον Αιγυπτιακό, όσο και στον Ελλαδικό χώρο.


Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2015

Στιγμές / Αλιθέρσης Γλαύκος


(Προς εαυτόν. Ημερολόγιον του εαυτού μου)

Το «Απόλυτο» είν’ ένα μαχαίρι 
που κι απ’ τις δυο μεριές του κόβει. 
Τ’ αγγίζω, και με πιάνουν φόβοι, 
να μη κοπεί το ίδιο μου χέρι!

– Σ’ αρέσουνε στραβοπατήματα;
– Μου αρέσουν!
– Χαμοί και σκοτάδια;
– Ο δρόμος στρωτός έχει ασφάλεια, 
 μα δες! τον περνούνε κοπάδια…

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2015

Μεσημέρι Καλοκαιριού του Γλαύκου Αλιθέρση

Στη μέση ο ήλιος τ΄ ουρανού κι απ΄ τα παράθυρά μου 
ο βένετος γιαλός,
στου ύπνου τ΄ αποκάρωμα ξαπλώνεται μπροστά μου
καθρέφτης απαλός.
Και μέσα στη γλαυκότη του οι γλάροι αραδιασμένοι 
φαντάζουν άσπροι ανθοί.
Κι ένα καίκι στα πανιά, τ΄ αγέρι περιμένει 
στ΄ άγνωστο να χυθεί.....


Γαλανά δακτυλιδάκια, 1919

Πέμπτη 5 Ιουνίου 2014

Μικρή φωτογραφία / Αλιθέρσης Γλαύκος


Πίσω η θολή γραμμή της Ειμαρμένης*.

Στο φόντο τ’ ουρανού κατάρτια - αντένες,
κι άσπρα ταξίδια, των πανιών λαχτάρες,
δίψα των οριζόντων. Τα μαλλιά Σου
τ’ ανέμιζε χρυσός πρωινός αγέρας 
και πέφτανε στο μέτωπο.
                                        Στον άμμο
κάθουμαι κι όρθια στέκεις Εσύ πλάι.
– Ποια σημασία να ’χε η στιγμή εκείνη,
σταθεροποιώντας σε φακό πλανόδιο 
μια στάση μας τυχαία;

Ιδού! που ο Χρόνος
ακινητεί, κι είν’ όλα μαργωμένα*:
τ’ άρμενα*, τα μαλλιά Σου και το κύμα...
Κι εγώ προσηλωμένος χαύνο* βλέμμα, 
διακρίνω στη μορφή της συλλογής Σου
το «ΧΑΙΡΕ» που ματώνει την καρδιά μου…


επεξηγήσεις:

* Ειμαρμένη, η: η Τύχη, η Μοίρα, το Πεπρωμένο
* μαργώνω: παγώνω
* άρμενα, τα: πανιά, ξάρτια του πλοίου
* χαύνος, ο: νωθρός, κοιμισμένος, αποβλακωμένος

Πέμπτη 6 Μαρτίου 2014

Σε μια γυναίκα / Αλιθέρσης Γλαύκος

Από καιρό σε πρόσμενε η ψυχή μου, μ’ αλίμονο! δεν ήρθες με του Απρίλη τα λουλούδια στην όψη σου, καλή μου.


Σε κάποιου φθινοπώρου χλωμό δείλι, σε μένα ξαφνικά σ’ έστειλε η μοίρα, με ανέκφραστο παράπονο στα χείλη.


Μια λέξη από το στόμα σου α δε πήρα, η σιωπή σου πιο υπέροχα μιλούσε, σαν το στερνό το ρόδο, που τα μύρα


τα τελευταία σκορπώντας, φυλλορροούσε βουβό τ’ άσπρα του πέταλα σα χιόνια. Κι η ψυχή σου απαράλλαχτα πονούσε


σαν τα καταδιωγμένα χελιδόνια που φεύγοντας στα ξένα έχουν αφήσει έρημες τις φωλιές τους στα μπαλκόνια…


Μα εύλογητή η ψυχή, που αφού γνωρίσει τον πόνο το βαθύ της ειμαρμένης, μ’ ανώτερη αυτεπίγνωση, σιωπήσει…

Θρήνος / Αλιθέρσης Γλαύκος



Αυτή την ώρα των λυγμών και των κελαηδημάτων
που μας λυγίζει δεητικούς -
αυτή την ώρα τη ρεμβή του δειλινού,
των χωρισμών, δραμάτων και θανάτων,
μη δεν ακούς,
στις πορφυρές, στις ματωμένες δύσες?

Κλαίνε οι ορίζοντες στα βάθη τ' ουρανού
τα μαβιά δέντρα, τα πουλάκια, οι βρύσες,
των πεθαμένων οι ψυχές των ζωντανών η μοίρα,
Κι' ο θρήνος ανεβαίνει σαν πλημμύρα
από τα μύχια της καρδιάς,
με τις αμαρτωλές μας προσευχές
και τα λιγόθυμα τα ξέπνοα μύρα
της μελιχρής και μυστικής βραδυάς

- Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! θέμε, δε θέμε
η μνήμη πως εφιαλτικά μας τυραννά και κλαίμε...
Μαζί με εμάς θρηνούν οι αιώνες
οι πεινασμένοι κι οι μελλοντικοί
Στα νεύρα μας ξυπνούν και ζωντανεύουν
όλοι οι νεκροί,
κι' όλη η μελλούμενη φυλή στις θερμές φλέβες μας
πως στροβιλίζεται γοργή!
Ιερουσαλήμ! Ιερουσαλήμ! στ' αλλόφρονά μας μάτια
ερείπια τα βασιλικά σου τα παλάτια,
και πέφτοντας γονατιστοί στ' άγιο σου χώμα
με δάκρυ το ματώνουμε και το φιλούμε,
σαν της αγάπης, της ιερής αγάπης μας το στόμα.

Οι θρήνοι μας, κηδεύουνε την ίδια την ψυχή μας.
Κι είν, η καρδιά μας σκοτεινή, σα δίχως
νερό πηγάδι
και μες στην άδεια, στείρ, απαντοχή μας
κι ο δικός σου, Ποιητή, θλιβερός στίχος
κούφια αντηχεί κι αντιδονεί σαν να έρχεται απ' τον 'Αδη.

Ω, αυτή την ώρα των λυγμών και των κελαηδημάτων,
των ρεμβασμών κι ονειροπολημάτων
θρηνούν κι οι ορίζοντες στα πορφυρά τους βάθη, για κάτι το ανεπίστρεφτο που εχάθη...
Κι εμείς, Ιερουσαλήμ, θέμε δε θέμε
θυμούμενοι, αχ ! θυμούμενοι, Ιερουσαλήμ,
σκορπούμε στάχτη στα μαλλιά και κλαίμε.