Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2020

Ο Αλέξανδρος ( 1 ) / Πούλλος Ανδρέας του Χρίστου




Μου συστήθηκε απλά,
 ως «ο Αλέξανδρος»·
πήγα να ρωτήσω
«ο μέγας;» και μου’κοψε
τη φόρα με μια κίνηση
του χεριού του·
«όχι τέτοια», μου’πε,
«δε περνούν εδώ κάτω!»
Επέμενα στις συστάσεις·
«ο Μακεδών;»
«Πόσο φαίνεσαι
περιορισμένος
στα στενά σου όρια!»
μου’πε, με φανερή
απογοήτευση στην
έκφραση του·
«εδώ δεν υπάρχουν όρια·
οι σκιές μας κινούνται
ελεύθερες, χωρίς να
μπερδεύονται με συνοριακούς
σταθμούς, διαβατήρια
κι άλλα διαχωριστικά
σύμβολα!»
«Εδώ», του’πα, «σε μας,
σ’έχουμε περί
πολλού!
 κι ίσως σου φανεί
ακόμα πιο παράξενο·
τρωγόμαστε για
 τ’όνομα σου!
ποιοι να το φέρουν,
ως αναγνωριστικό
 στο πέτο τους,
να ξεχωρίζουν,
 ως γνήσιοι «Αλεξανδρείς»!
Γέλασε πλατιά για την
αστεία συμπεριφορά μας·
«πόσο φαίνεστε, πως είστε
ακόμα παιδιά!
μόνο που σας λείπει
η αθωότητα των παιδιών»!
«Στην ιστορία έχεις καταλάβει
ξεχωριστή θέση», του είπα,
επαναφέροντας τη συζήτηση
γύρω από τον εαυτό του·
σ’αποκαλούμε «μεγάλο»
κι αποκαλυπτόμαστε
μπροστά σου, αισθανόμενοι
τη μικρότητα μας».
Άνοιξες τους ορίζοντες του
κόσμου· τον έκανες πιο μεγάλο·
 γίναμε κι εμείς  πιο
εξωστρεφείς»…
Χαμογέλασε, αυτή τη φορά
με κατανόηση της ανθρώπινης
μωροφιλοδοξίας·
«και πήρατε τα όρια σας ακόμα
πιο μακριά·
ακούω, πως η γη σάς φαίνεται
πολύ στενή κι ετοιμάζεστε,
να ξανοιχτείτε για κάπου αλλού·
τρέμω από τη σκέψη του
φτερωτού μερμηγκιού!
Εδώ κάτω, μ’όλη τη γύμνια μας,
αισθανόμαστε μια ζέστα μέσα μας
κι όλα, ακόμα και το τίποτα,
μας φαίνεται περιττή πολυτέλεια.
Πάνω, ακούω, πως προσθέτετε
διαρκώς πλουμίδια στο φορτίο σας·
κι αυτό το λέτε «ο πλούτος
και το καύχημα μου!».
Είν’αλήθεια, του’πα, πως ξεφύγαμε
από το μέτρο·
μέτρο είναι η άμετρη
 φιλοδοξία μας, να μη σταματούμε
πουθενά·
αν σταματήσουμε κάπου, αυτό
θα είναι και το τέλος μας!»
«Θυμάμαι», μου’πε, «την πρώτη φορά
που καβάλησα τον Βουκεφάλα·
αισθάνθηκα, σα να μου φύτρωναν
φτερά!
και ξεχύθηκα μαζί του στο κάμπο
και γίναμε οι δυο μας ένα·
μια κινούμενη σφαίρα, που δε
τη σταματούσε τίποτα.
Λαχανιάσαμε, αισθανόμαστε
όμως τον αέρα της απλωσιάς· να
θες να ξανοιχτείς, χωρίς να φοβάσαι
τίποτα· μόνο τον εαυτό σου,
μήπως λιποψυχήσει

και σ’αφήσει στο δρόμο.
Έτσι ξεκίνησα να κατακτήσω
τον κόσμο,
εγώ, ο Αλέξανδρος, ο μέγας
στρατηλάτης!
Θυμάμαι το σύνθημα·
«παραμερίστε τα σύνορα!
κάντε πέρα τα σύνορα!»
και σπρώχναμε κι όλο
μετατοπίζονταν τα σύνορα
και χανόμαστε στα πλήθη
των νέων ανθρώπων,
που προσπαθούσαν να
καταλάβουν, πού το πάμε·
μέχρι που τα σύνορα,
άρχισαν να κλείνουν
ασφυκτικά, να μας περιορίζουν
στα νέα τους όρια, που πια
ήταν τ’αναπόφευκτα νέα μας όρια.
Στάθηκα αναποφάσιστος·
να προχωρήσω ή ν’αρχίσω
την αντίστροφη πορεία;
και τότε, ως από αιφνίδια λάμψη,
φωτίστηκε το μυαλό μου και
συνειδητοποίησα, ό,τι πριν
 μου’ταν αδύνατο να καταλάβω.
 Εκεί είδα τη Μοίρα να’ρχεται
προς το μέρος μου και πιάστηκα
πάνω της, όπως ο πνιγμένος
από την πρώτη σανίδα,
που θα βρεθεί μπροστά του·
κι έτσι πέρασα, αβρόχοις
ποσί,  απέναντι,
 καβάλα στον Βουκεφάλα μου!»
«Μου φαίνεται σαν απόδραση
ή και συγκεκαλυμμένη
φυγομαχία και μάλιστα από
έναν στρατηλάτη, που έμαθε
να τραβά πάντα μπροστά!»,
σχολίασα με κάποια απογοήτευση·
«κι οι μεγάλοι», μου είπε, «κάποτε
ανακόπτονται από τα ίδια τους τα όρια,
που πέφτουν μπροστά τους
σαν αδιαπέραστα παραπετάσματα·
κι εγώ ανακάλυψα τα όρια μου
μόλις πήγα να τα ξεπεράσω!
Τώρα κάθομαι και περιδιαβάζω
την ιστορία σας·
στέκομαι στις μάχες, τους
 απίστευτους σκοτωμούς,
τ’αυλάκι το αίμα, που κάθε
φορά σαν ποτάμι, έπρεπε
να διαπλεύσουμε, για να
 βρεθούμε απέναντι·
κι όλο ανεβαίνει το ερώτημα
στα χείλη μου «προς τι;»
και δε βρίσκω απάντηση·
και πετώ την ιστορία σας
ή και την ιστορία μου
και τρέχω να κρυφτώ ανάμεσα
στις άλλες σκιές, που δε με ξέρουν
κι ούτε τις ξέρω κι αισθανόμαστε
ένα αδιαμόρφωτο τίποτα·
κι αισθανόμαστε
ένα αδιαχώριστο όλο!»…  


Από τη συλλογή  ΄΄Ποιητικό κολάζ ή παραλλαγές πάνω σε ένα θέμα ΄΄  ii

΄Εκδοση  2016  
  

 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου