Δευτέρα 20 Ιουλίου 2020

Κώστας Μανιζατές : Αρνούμαι


ΤΟΥΤΟΣ  Ο  ΤΟΠΟΣ


Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν τη στιγμή
που στιγματίζει τους αιώνες.
Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν το φανάρι
της ανεμοθύελλας.
Τούτος ο τόπος είναι μικρός σαν το δίκιο του
και οι δυνάστες του
φυλακίζουν τα μνήματα των νεκρών του.

Δυνατοί βοριάδες σαλεύουν το τέλος του ατέλειωτα
και ανοίγουν πάντα οι λίγοι τα στήθια τους στον αγέρα
και οι αιώνες δένουν το φως τους στο στέρνο τους.

Βυζάξαν το πνεύμα του τόπου τους με το μητρικό το γάλα
και αρνούνται να ζούν στα γόνατα τη λευτεριά τους.


Οι άνθρωποί του τόπου
αιώνες σιωπηλοί ταμπουρώνανε το θάνατο
και χτίζαν με υπομονή τη σημαία της περηφάνιας τους.

Μπολιάζαν τους αιώνες με πνεύμα και πηλό,
από γενιές με αίμα τις γενιές τους,
φυτεύοντας τον ιστό τους και ριζώνοντας τους θρύλους
και το δέντρο της ζωντανής συνέχειας.

Πίσω από τον κρυμμένο φόβο τους
αγρυπνούσαν οι άνθρωποι χωρίς συνθήματα
μόνο βουρκώναν με τα χρώματα της σημαίας
και το στήθος τους έκαιε τα χρόνια μαυρισμένο μαγκάλι.

Σάρωναν τη γη τους βοριάδες που τρομάζουν τους ανέμους
και οι λίγοι κράτησαν τη μνήμη στο χρόνο και τη θεμέλιωσαν.



ΤΗΣ ΕΙΣΒΟΛΗΣ

Μας γελούσε η Άνοιξη με το χορό να παίζει
Και εμείς ανοίγαμε τον ουρανό σε ένα φως μεγάλο
Και ξωμακραίναμε άγουροι τη λευτεριά μας
Και ανοίγει ξάφνου μια πόρτα καταντικρύ
Και δρασκέλησε μέσα ο φόνος κραδαίνοντας αίματα






ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ   Ι

Έμειναν πολύ λίγοι μονάχα...
Και μονάχα εγκλωβισμένοι...


ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ   ΙΙ

Και είναι τόσο βέβαιοι για τον εαυτό τους.
Ξέρουν με σιγουριά τι θέλουν.
Τίποτε δεν προσμένουν.
Μονάχα περιμένουν...


ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ  ΙΙΙ

Έμειναν ξαφνικά μονάχοι και παραφυλάμενοι

ζωντανά μνημεία ματωμένων γενεών
με συντροφιά τους μονάχα
το πείσμα των κουρασμένων τους χρόνων
τα σιωπηλά τους δάκρυα
και την ελπίδα των κρυφών τους στεναγμών.

Κλείδωσαν στο χρέος την ψυχή τους
και η αμίλητη ελπίδα
ξεπερνά την απελπισία του φόβου τους.



ΜΗΝ  ΞΕΧΝΑΤΕ  ΤΑ  ΜΝΗΜΑΤΑ

Σκεπάσαν οι εχθροί τα ανοιγμένα μνήματα
με μνημεία και μάρμαρα
να τους καλωσορίσουν.

Και οι πέτρες και τα λιθάρια αναμεσό
πετάξαν φύλλα και γίναν δέντρα
να έχουν σκιά τα μνήματα
να ανασαίνουν οι νεκροί.

Και οι ψυχές κουβεντιάζουν
και ταράζουν τον ύπνο μας
και μας καλούν να μην ξεχνούμε τα μνήματα.


ΑΡΝΟΥΜΑΙ

Η μνήμη ξεμουδιάζει ακόμα στα πόδια σου, Αμμόχωστος.
Είσαι για μένα όλα που έζησα παιδί ερειπωμένα.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
με ένα  «φιλί»
να σε αποχαιρετήσω στα καλντερίμια.
Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να περπατήσω ξένος στη σκλαβωμένη μου πόλη.

Η γη μου που περπάτησα
κρεμά ολοζώντανες τις μνήμες
και η ψυχή μου ανατριχιάζει.
Η γη μου που περπάτησα
κρατά φυλακισμένες τις ζωές
και ξαναμπάζει τις φωνές στην πόλη.
Η γη μου που περπάτησα
λογαριάζει τους αιώνες ακέριους και μας περιμένει.

Μιλάω τις μνήμες μοναχός μου μη μου τις σβήσει ο χρόνος.

Πόλη που με ανάστησες, πατρίδα που αγαπώ,
αρνούμαι
να βρω του Λόγου σου κερί να μανταλώσω το κενό.





ΞΥΠΝΑΤΕ  ΑΔΕΡΦΟΙ  ΚΑΙ  ΞΑΓΡΥΠΝΑΤΕ

Χαμοπετούν τα όρνεα εκεί που ζυγιάζονται και τρων το χασομέρι. 
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Οι Σειρήνες τραγουδούν και πάλι μας κυκλώνουν.
Κεντά η γη τα πόδια μου να με σηκώσουν
μη γελαστούμε και πέσουμε  και γενούμε θρύλος. 
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Γονάτισε η αποκοτιά τα παρακλητικά τα λόγια.
Η φωνή σέρνεται γλυκομίλητη να τρυπώσει στα σπίτια μας
και όταν οι βάρβαροι στέκονται στην πόρτα σταματά ο νους μου.
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.

Στα παλιά καντούνια ψάχνω το λυχνάρι των ανέμων. 
Γυρεύω ελληνικά πατήματα για το καμπαναριό της Ανατολής
να μπολιάσω το δέντρο με τους αιώνες και τα μαλάματα.
Ξυπνάτε αδερφοί και ξαγρυπνάτε.
Μη γελαστούμε και πέσουμε και γενούμε θρύλος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου