Κυριακή 2 Σεπτεμβρίου 2018

Δεύτερος Ακταίων / Αντωνίου Ανδρέας


Ανέτειλε η Πανσέληνος και ξύπνησε ο Μύθος
Εικόνες από μια παλιά κι αθώα εποχή
Σαν βέλη οι ακτίδες της σου μάτωσαν το στήθος
Το αίμα στάζει πάνω σου και πέφτει σαν βροχή
Πόθησες να βγεις ξανά στο δάσος για κυνήγι
Να γίνεις – έστω μια βραδιά – πάλι ένα με τη γη
Σου έγινε η ζωή θηλιά – σε σφίγγει και σε πνίγει
Και γίνεται αγιάτρευτη πληγή που αιμορραγεί
Τρέχεις τρελός κι ελεύθερος μέσα απ’ τα λαγκάδια
Κάτι περίεργο σε κινεί, μια άγνωστη ορμή
Πηδάς μια δω και μια εκεί μαζί με τα ζαρκάδια
Και μοιάζουν πως χορεύουνε τριγύρω σου οι κορμοί
Το κυνηγάς αδιάκοπα, και με βροχή, με χιόνι
Ψάχνεις να βρεις εδώ κι εκεί κάποιες πατημασιές
Κι όσο το κυνηγάς αυτό γυρνά και σε στοιχειώνει
Ξέρεις, σε παρακολουθεί πίσω απ’ τις φυλλωσιές
Το χάνεις απ’ τα μάτια σου μέσα στην καταιγίδα
Η τύχη σε εγκατέλειψε, τ’ Όνειρο σε μισεί
Ο κυνηγός την πάτησε κι έπεσε σε παγίδα
Ήσουνα το θήραμα απ’ την αρχή εσύ
Και πάλι η Πανσέληνος φωτίζει κι ανατέλλει
Ματώνεις στις ακτίδες της, αλλά και πού να πας;
Σαν δεύτερος Ακταίωνας κατάλαβες εντέλει
Πως σε σκοτώνει πάντοτε εκείνο που αγαπάς

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου