Τρίτη 11 Σεπτεμβρίου 2018

Η ΥΠΟΣΧΕΣΗ / Πανάγου Μαρούλλα


-Αχ! Εσείς θα το ξαναδείτε το παιδάκι μου ,ενώ εγώ;Μέχρι να ξαναγυρίσει θα έχω φύγει πιά” είπε η γιαγιά.
Κι έτρεμε η βραχνή φωνή ,σαν τα δάκρυα κυλούσαν στα σαν τσαλακωμένο χαρτί ογδοντάχρονα μάγουλά της.
Στην στεναχώρια της δεν πρόσεξε κάν τις μακριές κάτασπρες πλεξούδες που συνήθως έδεναν γύρα από το κεφάλι της σαν στεφάνι, τώρα ατημέλητες κρέμμονταν στις καμπουριασμένες της πλάτες.
Φύσηξε δυνατά την μύτη της στο νοτισμένο μαντήλι, ένα κουβαράκι στα γεμάτα αρθρητικά δάκτυλά της.
Τα γαλανά μάτια της θολά,μετο ζόρι διάκρυναν τις φίλες και χωριανές που είχαν γεμίσει το φτωχικό μακρυνάρι μας σπίτι για να μ' αποχαιρετίσουν.
Κούνησαν το κεφάλι τους μελαγχολικά στα λόγια της, σαν οι πιο πολλές γνώριζαν από πρώτο χέρι τον καημό του ζωντανού αποχωρισμού.'
Όλες και κάποιο δικό τους περίμεναν για να γυρίσει μια μέρα ,όλο και το πολυπόθητο γράμμα που θα τους έλεγε ότι οι δικοί τους ήταν καλά .
Πρίν αρκετά χρόνια που εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα (Τότε με την Αγγλική σκλαβιά,η φτώχεια ανάγκασε πάρα πολλούς νέους να ξενητευτούν για μια καλύτερη τήχη ,κί όσο για τις κοπέλες ,όσες δεν είχαν προίκα (όπως εγώ καλή ώρα) αναγκάζονταν κι εκείνες να ξενητευτούν.
Η προίκα ήταν μια καλή αρχή για τα νέα ζευγαρια που τα βοηθούσε στη αρχή του έγγαμου βίου, τσάκκιζε όμως οικονομικά τους γονείς μέχρι να προικίσουν τις κόρες τους .Η κάθε μια έπρεπε να έχει το σπίτι της ,κι επιπλωμένο,αν ήθελε να καλοπαντρευτεί.
Αν ήταν μοναχοκορη καλώς. Αν όμως είχαν δυο -τρείς τότε σχεδόν αδύνατο. Γι αυτό κοπέλες σαν τα κρύα τα νερά να φεύγουν για πάντα.

Μαζεμένες τώρα οι χωριανές ,θείες ,φίλες, πελάτισσές μου,προσπαθούσαν με τα τσιαττιστά* τους τραγούδια της ξενητιάς
να μ'αποχαιρετήσουν,και να ξεχλιάνουν τον δικό τους πόνο,που τα χρόνια τον γιγάντωναν όλο και πιο πολύ.
-Αντε στετέ* μου μην κακομελετάς .Ασφαλώς και θα με ξαναδείς .
Δεν πάω για πάντα ,την αγκάλιασα και τα χέρια μου τύλιξαν τον ρυτιδωμένο λαιμό.Όπως όταν ήμουν μικρούλα προσπαθώντας να την παρηγορήσω κι ας δεν πίστευα η ίδια μου τα λόγια μου.
Ήξερα ότι έφευγα για πολύ πολύ καιρό μα συνέχισα πολύ πειστικά.
-Δεν λένε ότι εκεί στην Αφρική μαζεύουν τα λεφτά με την σακούλα;
Θα πάρω λοιπόν ένα μεγάλο φτυάρι, να τα μαζέψω πιο γλήγορα και μάνι-μάνι να ξαναγυρίσω.
Χαμογέλασα με το χιούμορ μου,πιο πολύ για να εμποδίσω και τα δικά μου δάκρυα, που απειλούσαν να τρέξουν.Μα δεν έπρεπε Για το χατήρι της μάνας που σιωπηλή με κοιτούσε συνεχώς ,λες κι ήθελε να αποτυπώσει την μορφή μου στην μνήμη της.
Μα ο πόνος μιιλούσε τόσο φλύαρα στα πονεμένα της μάτια .Κεινος ο πόνος που μόνο οι μανάδες μπορούν να τον νοιώσουν κι εγώ ακόμα δεν μπορούσα να τον καταλάβω..
Κι η δική μου η μάνα, εκτός από τώρα, είχε καταπιεί πολλές πίκρες και πονους στην βασανισμένη της ζωή.
Πίκρες που την είχαν νικήσει κι είχε υποτακτεί. Πάντα να σκύβει κεφάλι στα κτυπήματα που της πρόσφερναν καθημερινά. Δίχως διαμαρτυρία, λες και πλήρωνε αμαρτίες που δεν είχε πράξει, πεπεισμένη ότι απλά γεννήθηκε άτυχη.
Κάτι που εγώ διαφωνώ .και νομίζω οι ίδιοι μας φτιάχνουμε την τύχη μας ,με τις αποφάσεις που παίρνουμε.
Σωστές ή λάθος αυτές μας καθορίζουν την πορεία.
Μα η μάνα να επιμένει.
“Αν ήμουν τυχερή κόρη μου θα μ'έβαλλε δούλα ο παππούς σου ο μακαρίτης; Από δώδεκα χρονών ,να τραβώ τα πομούσουρα* του καθενού”Κι εφτά χρόνια να δουλεύω για ένα κομμάτι ψωμί;ρωτούσε με δίχως κακία.
-Μα καλά μάμμα ,δεν είχε ούτε να σε ταΐσει; ρωτούσα και δεν καταλάβαινα.
Όσο φτωχοί και να είμαστε τώρα ,ποτέ δεν μείναμε νηστικοί. Μπορεί να μην ήταν κρέας ,υπήρχαν όμως τα οσπρια και τα λαχανικά.Όσο για ντύσιμο, ένα καινούργιο φουστάνι τα Χριστούγεννα κι άλλο ένα την Λαμπρή ,μου έφθανε.
Δεν είχα μάθει στα πολλά κι έτσι γλύτωνα την φασαρία να διαλέξω. Ένα ήταν και μοναδικό. Και συνέχιζε η μάνα μου
-Δεν είχε κόρη μου.Μεγάλη φτώχια τότε και το 1930 μεγάλη ανομβρία .και με εφτά παιδιά που να τα βγάλει πέρα .Ένα στόμα λιγότερο έκανε μεγάλη διαφορά.

Στην συνέχεια μου εξιστορούσε τα πόσα τράβηξε. Να σφουγγαρίζει στα γόνατά της με την πατσιαβούρα ,το με 12 κάμαρες σπίτι της κυράς της.Χειμώνα καιρό που μελάνιαζαν τα δάκτυλά της από το κρύο. Έπειτα το πλύσιμοαπ' τα σκεπάσματα των κρεβατιών τα πλεγμένα με το βελονάκι ,που όταν μούσκευαν γινονταν ασήκωτα για το ασχημάτιστο ακόμα κορμάκι, που λύγιζε κάτω από το βάρος τους .
Στην συνέχεια δούλεψε άλλα εφτά χρόνια ,που της εξοικονόμισαν εφτά ολόκληρες λίρες(μεγάλο ποσό γα κείνο τον καιρό ,που με ένα δεκασέλινο μπορούσες να αγοράσεις ολόκληρο οικόπεδο στην μέση της Λεμεσού.Βέβαια με το πέρασμα του καιρού είχε πατήσει τα εικοσιοκτώ ,λίγο μεγάλη πια για παντρειά .Μα με τα κτηματα που θα έπαιρνε προίκα από τον παππού και τις λίρες που φύλαξε της οικονόμισαν κι ένα μικρότερό της χαμένο, για άνδρα.
Σε καμιά δουλειά δεν στέρειωνε ,γυναικάς όσο δεν έπαιρνε άλλο,που στο τέλος δούλευε εκείνη για να ζούνε.
Επειτα από μόνο πέντε χρόνια γάμου ,της πούλησε ότι είχε και δεν είχε κι αφήνοντάς την έγκυο με μένα εξαφανίστηκε που ποτέ δεν ξανακούσαμε τίποτε για κείνον.
Κι έτσι γεννήθηκα εγώ.Ένα παιδί περίεργο και πανέξυπνο που ήθελε να μαθαίνει τα πάντα.Όλο να ρωτάει “γιατί κείνο και τί είναι τούτο;
Η γιαγιά να με προσέχει όταν η μάνα ξενοδούλευε και δυστυχώς δεν είχε όλεςτις απαντήσεις στα ερωτήματά μου.
-Να την σπουδάσεις θειά.Είναι ιδιοφυία ,τούτο το παιδί,έλεγαν όλοι στην μάνα μου ,όπως κι οι δασκάλοι μου όταν κόντευα να τελειώσω το δημοτικό.
-Αχ! Καλά θα ήταν γυιέ μου ,μα με τί λεφτά; Ηταν η στερεότυπη απάντησή της ,νικημένη για άλλη μια φορά από την φτώχεια.
Εγώ το ήξερα από τότε και προσπαθούσα να το χωνέψω ότι γυμνάσιο δεν θα γνώριζα ,όσο κι αν το' θελα.
Ομως το “γιατί » δεν με άφηνε ήσυχη ,κανοντάς με από τότε υποσεινήδητα ν'αποφασίσω ,ότι μια μέρα θα γινόμουν πλούσια .
Μεγάλωσα σιγά-σιγά κι έκλεισα τα δεκαενιά .Καιρός για παντρειά ,μα ποιος θα διάλεγε εμένα την φτωχούλα όταν άλλες με μετρητά και σπίτια ήταν πολύ καλύτερες νύφες .
Πάρθηκε λοιπόν η απόφαση κι ένας θείος μου, μού έστειλε πρόσκληση για την Αφρική Χωρίς καν να με ρωτήσουν , αν ήθελα να ξενητευτώ. Απλά τότες υπάκουες στους μεγάλους που οι προσταγές ήταν νόμος
-Αχ! Κόρη μου ,μακάρι να καλοτυχηστείς ,να σε ξαναδώ πρίν να πεθάνω. Αυτό μόνο ζητώ ,συνέχισε λίγο παρηγορημένη η γιαγιά ,κι εγώ βάλθηκα να της φτιάχνω τις πλεξούδες; .
-Σου το υπόσχομαι γιαγιά ,θά'ρτω όσο πιο γρήγορα μπορέσω! Θα δείς!
Φίλισα πάλι το σταφιδωμένο της μάγουλο και μας διάκοψε η φωνή μιας θειάς μου.
-Ηρτεν το ταξίν κόρη μου .Βιαστείτε γιατί περιμένει .Ναπάτεστην ώραν σας μεν φύγει το αεροπλάνο.
,-Αντε κόρη στο καλό; καλό ταξίδι .Αρχισαν οι αποχαιρετισμοί κι ακόμα θυμάμαι τα μαντήλια να κουνιούνται πριν στρίψουμε την γωνιά του στενού.

Πέρασαν 25 χρόνια ,μέχρι να καταφέρω να γυρίσω ,κι αυτό λόγω ου η πεθθερά μου ,έπαθε εγκεφαλικό και πρίν συγχωρεθεί ,έπρεπε να γνωρίσει την νύφη
Αν και δεν ήταν εύκολο με τις δουλειές μας ,έπρεπε! Πήραμε λοιπόν ένα παραπάνω υπάλληλο κι ο Θεός βοηθός .
Ίσα που την πρόλαβα. Έγνεψε ότι κατάλαβε ποιά ήμουν όταν η κουνιάδα μου της έδειξε την φωτογραφία με τον άνδρα μου και τα παιδιά που τους είχαμε στείλει πρίν ένα χρόνο.
Μετά την κηδεία πήγα να δώ και το καημένο το σπίτι μας, έρημο πια.
Η γιαγιά όπως το είχε προβλέψει,είχε φύγει πριν από πολλά χρόνια για το αγύριστο ταξίδι κι όσο για την μάνα μου, έμενε από τότε μαζί μας.
Πρόσεχε τα δυο μου παιδιά ,όσο ήταν μικρά και που τώρα σπούδαζαν .Κάτι που με οικανοποιούσε απόλυτα ,όταν η αγάπη μου για τις σπουδές πραγματοποιόταν έστω και με τα παιδιά μου.
Όσο για τα όσα τράβηξε η μανα μου στα νειάτα της, τόσο πιο καλά γεράματα είχε.Κι εκεί που κάποτε ήταν δούλα ,τωρα της είχα την υπηρέτρια να την βοηθά.
Η ξενητιά λοιπόν δεν μου βγήκε σε κακό ,αφού καλοπαντρεύτηκα.
Οι δουλειές του ανδρος μου προόδευαν, που έσπασε επιτέλους ο κύκλος της φτώχειας .
Τα πλούτη δεν με άλλαξαν ως άνθρωπο σαν ποτέ δεν ξέχασα από πού ήρθα.
Μόνο η εμφάνισή μου είχε αλλάξει κι από το αδύνατο κορίτσι του τότε ,τώρα είκοσι κιλά πιο βαρειά και στη θέση των ξανθοκάστανων μαλλιών τώρα γρίζα. Πολλές από τις παλιές μας γειτόνισσεςδεν με γνώρισαν όπως κι εγώ κόντεψα να μην γνωρίσω το φτωχικό μας.
Χορταριασμένη η αυλή,ξεβαμένη η εξώπορτα,και ξεραμένη η κληματαρια. .Το γιασεμί υπήρχε ακόμα αλλά, πού ήταν οι ανθισμένες γλάστρες που κάποτε ήταν το καμάρι της γιαγιάς.
Η παλιά πόρτα έτριξε σαν με παράπονο,όταν την άνοιξα και μέσα μια μυρωδιά από μούχλα,που πιάστηκε η αναπνοή μου .
Ένα ποντίκι με κατατρόμαξε ,όταν τρεχάτο πέρασε ανάμεσα στα πόδια μου ,που βιάστικα να ξαναβγώ .
-Ερήμωσαν όλα κόρη μου από τότε που' φυγε η μάνα σου ,μουρμουρισε μια γειτονισσα,βλέποντας την έκφρασή μου.
-Το βλέπω θειά ,μα θα το φτιάξω πρίν φύγω ,είπα αποφασιστικά και την άλλη μέρα βρήκα τους μαστόρους .

Στον μήνα που έμεινα εκεί ,το σπίτι έγινε αγνώριστο .Χωριστά τα υπνοδωμάτια απ' το σαλόνι, προσθεσα μπάνιο κι αντίθετα με πρώτα που όλο ένα μακρινάρι και με την τουαλέτα έξω στην αυλή.
Μέσα ασφαλώς,άφησα το τζάκι και την ξύλινη δοκό που συγκρατούσε την στέγη εδώ και 300 χρόνια.(Το σπίτι ,ανήκε στον προπροπαππού μου ).
Ετσι για να θυμίζει λίγο τον παλιό καιρό.
Κι απόμεινε τώρα να πραγματοποιήσω την υπόσχεση που είχα δώσει στην γιαγιά ότι θα την ξανάβλεπα.
Έστω και στο νεκροταφείο. Να της ανάψω τουλάχιστον το καντήλι, που σίγουρα η ψυχή της ,θαν ένοιωθε την παρουσία μου.
Όμως εδώ ήταν το εμπόδιο .Θα σας φανεί παιδιάστικο ,μα για μένα ,φοβερό.
Ο φόβος μου για τους πεθαμένους κι όσο σκεφτόμουν ότι θα βρισκόμουν ολομόναχη ανάμεσα σε τόσους τάφους πάγωνα .
Ένας φόβος που μου είχε μείνει από μικρή όταν πέθανε μια γειτόνισσα.Οι αυλές μας χωρίζονταν από τον φραγμό.
Όταν πιο μιοκρή η γιαγλα μου πήγε και την βοηθούσε να μαζέψουν την φακή κι εγώ να ρωτώ.
Θκιά ήνταν μπον να κάμουμεν την φακή;
-Εννα κάμουμεν την σουππούαν τηνχατζιηνυαν κορούα μου να φάμεν .
Από τότε καθημερινά ανέβαινα στον πέτρινο τοίχο και της φώναζα.
«θκειά εμαείρεψες την σούππα να φάμεν;
«Οϊ κόρη μου ακόμα »
και το βιολί να συνεχίζετε μέχρι που μεγάλωσα Χωρίς ποτέ να δοκιμάσω την σουππούαν την χατζιηνούα . Δεν ξέρω αν ήταν τσιγκουνιά ή τι ;Μάλλον,αφού δεν είχε ούτε παιδιά ούτε σκυλιά .
Άσε που ο άνδρας της ένας πρόστυχος άρχισε να ξενοκοιτάζει .Το έκανε κι από πρώτα κρυφά αλλά τελευταίως ολοφάνερα ,όταν άρχισε να κατατρεχει μια μεγαλοκοπέλα κι η ζηλεια της να φτάνει στο κατακόρυφο .και με το δίκιο της
Οι καβγάδες κάθε βράδυ με το ξύλο να τους συνοδεύει μέχρι που απ' τον καημό της αρρωστησε
Πολλοί ελεγαν απ' το πολύ ξηλοφόρτωμα
.Ο προκομένος την έστειλε στον αδελφό της ,δήθεν για θεραπεία, μα απλά να την απομακρύνει για να σπιτώσει την φιλενάδα του .Μα τούτη την φορά έκανε στα σίγουρα την δουλειά του αφού την γκάστρωσε εκ των προτέρων.
Πριν περάσει λοιπόν ένας μήνας, ένα βράδυ που έβρεχε με το τουλούμι,(σωστός κατακλεισμός )την έμπασε στο σπίτι ,
«Για τούτον εν να μας χάσει ο Θεός » άρχισαν οι κακόγλωσσες ,κι εκείνη η καημένη ,δεν τολμούσε να σηκώσει το κεφάλι απ' την ντροπή. Μα κατά βάθος δεν ήταν δικό της το φταίξιμο. Αυτήν βρήκε μπροστά του ο αθεόφοβος ,κι αυτήν ντρόπιασε.
Σε λίγο ήρθαν οι απόκριες και στο σπίτι μας στην νεφκά* κρεμμάστηκε η σούσα ..Όλες οι κοπέλες παντρεμένες ,ελευθερες νέες και γριές, μασκαρευτήκανε την Καθαροδευτέρα για να κόψουν την μύττη της σαρακοστής όπως ήταν το έθιμο.
Η διασκέδαση με τα τραγούδια, το σπιτικό κρασί και τα νηστήσιμα ,έδινε κι έπαιρνε κι όλοι να διασκεδάζουν με τις αθώες μικροχαρές του τότε καιρού.
Πρώτα με τα τραγούδια της σήκωσης.
Καλώς ήρταν οι σήκωσες, να κρεμμαστούν οι σούσες
τζιαι να γεμώσουν τα στενά ούλλον μαυρομματούσες

Η σούσα πάει τζι έρκεται όπως το σιελιδόνι
που ανεβαίνει στα ψηλά τζιαι πάλε χαμηλώνει

Φωνάξαν τότε και την καημένη την κοπέλα (ετοιμόγεννη τώρα) που από την άλλη μεριά του φραγμού παρακολουθούσε το τζιημπούσηι, σαν ντρεπόταν να αντιμετωπίσει τα βλέμματα των άλλων γυναικών ,όμως ουδείς αναμάρτητος.
Την βοήθησαν να καθίση στην μέση κι από κάθε πλευρά μια κοπέλλα να τροκκά την σούσα που πηγαινοερχόταν.Σε λίγο άφησε την ντροπή κατα μέρος κι άρχισε και κείνη το δικό της τραγούδι.Σαν μια απολογία στην μητέρα της για ότι έκανε.
Μην με δέρνεις μάνα με τ'αδράκτιν σου
τζι εν να τον πάρω μάνα για το γινάτι σσου

Μην με δέρνεις μάνα με το καμιτσί
γιατί εις στους τζιαιρούς σου έκαμνες τα τζι εσύ

Σε λίγες μέρες η προδωμενη σύζηγος γύρισε κι ο προκομένοςμ τα μάζεψε και μετακόμισαν σε άλλο ενοικιασμένο σπίτι,σε άλλη γειτονιά.
Τουλάχιστον να μην τον βλέπει κάθε μέρα,μα η κατάστασή της όλο χειροτέρευε..
Ποιός ξέρει; Η στεναχώρια κι η μοναξιά την τσάκκισαν που στο τέλος με το ζορι πήγαινε στην εκκλησία .Πολλές φορες την βοηθούσα ,που στηριζόταν στο παιδικό μπράτσο μου..Ομως στην καρδιά της δεν μπορούσε να υπάρξει συγχώρεση. Η καρδιά της σκληρή σαν πέτρα και μέρα νύχτα να καταριέται την ντροπιασμένη ,να μην χαρεί το μούλικό τηςκαι στην εκκλησία να γυρζει το αναμένο κερί ανάποδα κι ευχόταν όπως έλειωνε το κερι να λοιώσει κι η σκύλλα.
Μόνο τον προκομένο της δεν άκουσα ποτέ να καταραστεί, κι ας ήταν ο φταίκτης στην όλη κατάσταση .
Να του στέλνει μηνύματα για να έρθει να την δεί, κάτι που εκείνος δεν έκανε.
Κι ο Θεός άκουσε τις κατάρες της μα όχι για την άλλη Ότι παρακαλούσε ερχόταν σε κείνη που άρχισε να λοιώνει στο στρώμα Εφτασε σχεδόν στα τελευταια της κι επιτέλους ο προκομμένος την επισκέφθηκε τον συγχώρεσε και σε μια βδομαδα αποχαιρέτισε τα εγκόσμια.
Λίγοι άνθρωποι πήγαν στην κηδεία της, ανάμεσά τους κι η ντροπιασμένη που ένοιωθε πολύ βαρύ το κρίμα της που έγινε αιτία να χωρίσουν .(Ισως έλπιζε να εξιλεωθεί απέναντι στην ψυχή της νεκρής)
Εγώ από κοντά με την δωδεκάχρονη περιέργειά μου να δώ την πεθαμένη .
Την κατέβασαν, κι όταν ξεσκέπασαν το πρόσωπό της, ήταν το πιο ανατριχιαστικό θέαμα που είχα δεί.
Ένας μακρύς λαιμός ,σχεδόν 30 πόντους με ανοικτό στόμα και δόντια να τρίζουν.Σαν να προσπαθουσε να νικήσει τον χάρο μα δεν τα κατάφερε.
Όσο για μένα, είχα εφιάλτες για πάρα πολύ καιρό και νόμιζα ότι τα βράδυα θα 'ρχόταν να με πνίξει.Εκείνη ήταν κι η τελευταια φορά που είδα πεθαμένο άνθρωπο.Ούτε και την πεθερά μου θέλησα να την δω. καλύτερα ναν θυμάμαι τους ανθρώπους όπως ήταν ζωντανοί.
Πως λοιπόν να πάω τώρα στο νεκροταφείο;

Η λύση βρέθηκε στο πρόσωπο της παιδικής μου φίλης της Ελπίδας,που όταν άκουσε ότι γύρισα ήρθε να με δεί.
Αχώριστες τότε στα δεκάξη μας ,με τα μυστικά μας ,τις τρέλλες μας μα με τόσο αντίθετους χαρακτήρες.
Όσο εγώ φοβητσιάρα αλλο τόσο τολμηρή εκείνη .Τίποτε δεν την φόβιζε.Σωστό αγοροκόριτσο κι αλοίμονο αν αγόρι τολμούσε να μας πειράξει Γρήγορα το έβαζε στην θέση του .
Μετά έφυγα ,εκείνη παντρεύτηκε παραχωριού και να 'μαστε τώρα εδώ, να λέμε τα νέα μας η μια στην άλλη.Ώσπου έφθασα και στον φόβο μου για να πάω στο νεκροταφείο .
«Να πάμε μαζί αν θέλεις Εγώ πιο πολύ φοβάμαι τους ζωντανούς Οι πεθαμένοι τιποτε δεν σου κάνουν ,είπε πολύ λογικά και το ίδιο απόγευμα βρεθήκαμε στο νεκροταφείο .
Στα χρόνια που πέρασαν είχε πάρει διαστάσεις , λες και το μισό χωριό είχε μετακομίσει εκεί .Όχι μόνο γέροι μα και πολλά νεαρά παιδιά, που σκοτώθηκαν σε δυστηχήματα με τρακτέρια και αυτοκίνητα.μα που δεν τα γνώριζα .
Ένας κόμπος στάθηκε στον λαιμό μου όσο διάβαζα τα ονόματα και τα λουλούδια που κρατούσα λες και βάρυναν όπως και τα πόδια μου.
«Να εδώ είναι η γιαγιά σου , μου έδειξε τον σταυρό η ελπίδαλίγο πιο πέρα, μα που τον κάλυπταν τα αγριόχορτα.
«Ελα να τα καθαρίσουμε,να δεις και την φωτογραφία καλύτερα..Να
ανάψουμε και το καντηλι.συνέχισε κι αρχισε να ξεριζώνει τα αγριόχορτα.
«Σ' αγαπούσε πολύ η μακαρίτισσα κι όλο μου' λεγε να σου γραφω.
«Το ξέρω ! Γιαυτό ήθελα να ρθώ ,είπα ξεριζώνοντας τα τελευταία χόρτα.Και σαν αντίκρυσα τα ,,χαμογελαστά μάτια της γιαγιάς , όπως την θυμόμουν ,λες κι ο χρόνος έφερε πίσω την ψυχή της κι ότι σίγουρα με έβλεπε τώρα εδώ.....


Τσιαττιστά=μαντινάδες
Στετέ= γιαγιά
Νευκά =το δοκάρι που κρατάει την σκεπή
Σούσα=κούνια

Μαρούλλα Πανάγου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου