Παρασκευή 17 Αυγούστου 2018

Τα τραγούδια της ταπεινής ζωής: Ποιητική Συλλογή του Κώστα Μόντη εκδοθείσα το έτος 1954




ΧΕΙΜΩΝΑΣ

Λοιπόν, έτσι ή κι’ αλλιώτικα
το πέρασες το καλοκαίρι.
Δεν χρειάζεται μεγάλα πράματα
κ’ εσύ κοντά στους άλλους να περάσεις,
μεσ’ στον συνωστισμό του δρόμου,
ένα καλοκαιράκι του Θεού.
Όμως με τον χειμώνα τι θα γίνει
που να τος μάζεψε τα πρώτα σύγνεφά του
και μήνυσε πως έρχεται;
Πολλή χαρά, παιδί μου, χρειάζεσαι
για να περάσεις τον χειμώνα.
Και δεν την έχεις τη χαρά αυτήν εσύ.

ΑΛΓΕΒΡΑ

Λοιπόν, τo λυσες τόσο απλά
το πρόβλημά σου, φίλε μου.
Κι’ όσο που σκέφτομαι πως στο γυμνάσιο
δεν τα κατάφερνες καθόλου στα προβλήματα.
Αλήθεια πως δεν είναι τα σχολεία
μα η κοινωνία που τ’ απονέμει τα βραβεία.
Εγώ ο κουτός, ο πρώτος σας στις άλγεβρες,
ποχα γραμμή πάρει όλα τα αριστεία,
έκανα μια καταγραφή περίεργη
μ’ άγνωστους χίλιους δυο
που μου τα μπέρδεψαν.
Ενώ τι θετικός εσύ!
Ένα άγνωστο κατέγραψες μονάχα,
τον κεντρικό πυρήνα της δικής μου εξίσωσης,
το πρώτο προαπαιτούμενο,
την πέτρα του σκανδάλου.
Κι ήταν το πρόβλημα σου τέτοιο, μάλιστα,
που ούτε χρειαζόταν να το λύσης
ως προς αυτόν τον άγνωστο.


ΕΞΙΣΩΣΗ

Μπορεί κάποια φορά
Να χε μεγάλη διαφορά
μπορεί μια τέτοια εξίσωση να ταν γελοία
την εποχή που σπούδαζες στην Ιταλία
αγάπη και φιλοσοφία
Μα τώρα πια…
Μα τώρα πια…
Ποιος να σου τόλεγεν, αλήθεια, και να πίστευες
πως τα «προσόντα» σου θ’ αχρήστευες
σ’ αυτή τη Λευκωσία τους την ασήμαντη
την ξέβαθη λιμνούλα την ακύμαντη,
πως θάρχονταν μια μέρα που
-όπως είχες σκεφτεί για τον παππού-
για εσένα που καυχόσουνα
να δείξεις και να κάνης
θα ταν πια το ίδιο στα εικοσιέξη σου
να ζεις ή να πεθάνεις.

ΕΙΝ’ ΛΙΓΟ ΝΑ ΠΡΟΣΜΕΝΗΣ ΤΟΥΣ ΒΑΡΒΑΡΟΥΣ

Είν’ λίγο να προσμένεις τους βαρβάρους του Καβάφη
Μ’ όση δραματικότητα κι αν σου το περιγραφή,
γιατί επιτέλους είν’ μια ελπίδα η προσμονή σου
πως έστω κι’ αυτοί οι βάρβαροι θ’ αλλάξουν πια την ζωή σου.

Δραματικό είναι τίποτα να μην προσμένεις,
μ’ άδεια τα χέρια, την καρδιά, να μένεις,
ξένος σ’ ερημικό δρομάκι ξένο
σαν φύλλο του φθινόπωρου απ’ τον άνεμο ριγμένο

και να κοιτάς τριγύρω αφαιρεμένα
αυτά τα τόσα πράγματα τα ξένα,
να μην αναγνωρίζεις τη φωνή σου,
να χει κοπή του κόσμου τους κάθε δεσμός μαζί σου

και το χειρότερον απ’ όλα ακόμα,
να μη βλέπεις τη λύση στο χώμα,
τη λύση που εμπιστεύονται και άρπουν οι απελπισμένοι,
να μην ξέρεις αν δεν σου είναι το ίδιο κ´ οι τάφοι ξένοι.

ΝΕΥΡΟΠΑΘΕΙΑ

Συγχωρέσε με, φίλε μου,
που ενώ είχαμε μαζί,
σαν από κάποια συμφωνία μας μυστική,
κινήσει για τη νευροπάθεια
κ’ είχαμε προχωρήσει κι’ αρκετά
στα σκοτεινά της μονοπάτια θαρρετά,
έδειξα τόσην εγώ αστάθεια
που την αποφύγα και σ’ άφησα μονάχο
να γίνω οικογενειάρχης νουνεχής,
ενώ να εσύ τι συνεπής
έγινες πρώτης τάξεως
νευροπαθής.
Ντράπηκα που σ’ αντίκρυσα
προχτές στον δρόμο
με τον σταυρό της μοίρας της γενιάς μας
στον κοκκαλιάρικο ώμο,
σ´ όλη τη φόρμα σου,
στο πλέριο φτιάξιμό σου.
Είχε το βλέμμα σου που μού ρριξες
μεγάλη δόση, βέβαια, θρίαμβο
μα ωστόσο διάβασα με πόνο στη γωνιά του
κάποιου κρυφού παράπονου τον ίαμβο,
γι’ αυτό σου λέω πως ντράπηκα.
Σε γέλασα, καλέ μου φίλε, και συγχωρέσε με,
αν και, για να με ειλικρινής,
-μην υποθέσης που στο λέω για παρηγόρια-
δεν ξέρω, αλήθεια, κι ορισμένως,
ποιος απ’ τους δυο είν’ ο γελασμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου