Κυριακή 21 Αυγούστου 2016

ΤΑ ΠΟΥΛΙΑ ΤΟΥ ΕΥΣΤΟΛΙΟΥ ΚΑΙ Ο ΕΓΚΛΕΙΣΤΟΣ: Ποιητική Συλλογή της Πίτσας Γαλάζη / έτος 1997

Τ’ ΑΓΙΑΤΡΕΥΤΟ
Άφριζε ο τόπος οργή και τ’ αγιάτρευτο
Χάνονταν και έλαμπαν τα πουλιά στην ομίχλη
Κομμάτια απ’ το δάπεδο ανέβαιναν
Κομμάτια απ’ τον ουρανό κατέβαιναν
Να αρπάζω ψηφίδες κελαηδισμών
Να αποδίδω ονόματα
Πέρδικα, Φασιανός, σπουργίτι
Αποδημητικά, ωδικά ή άλαλα
Απ’ τις ρωγμές του φόβου
Φαγωμένα από ειπωμένα ή ανείπωτα
Που έρπης σου ‘τρωγαν τα χείλη
Κάπου μακριά η γυναίκα ύφαινε
Αιχμαλωτίζοντας χελιδόνια
Την ώρα πού σπέρνοντας άλας
Την καρτερούσαν να βγει στο μπαλκόνι
Αμνήμονη
Εκείνην που ήξερε πως είχε σωθεί
Το αηδόνι στο στήθος σου
Μ’ όλες τις τρίλιες κι όλα τα ποιήματα
Με των εικόνων τα ρολά
Που η φωνή θεραπαινίδα αρχαία
Μες στα μάτια ξετυλίγει
Βγάζουν οι αμασχάλες σου καπνούς
Απ’ τα κρησφύγετα
Να κυματοβατεί και να ‘ρχεται ο Γρηγόρης
Ζητώντας το παλιό λεωφορείο και τ’ αμπέλι του
Κρασί χύνει το σώμα του αναμμένο
Και πάλι ασώματος έρχεται
Να καταθέσει ελιά το νυμφικό του τρόπαιο
Εκεί που Ευαγγελίστριες
Με διπλωμένα τα φτερά
Χτυπούσαν μες στους ποταμούς
Τα ματωμένα τους ν’ ασπρίσουν οι γυναίκες
Κασσάνδρα βγάζω τους χρησμούς Ευστόλιε
Κι όλα τα Ευ αφρίζουν μες στο αίμα
Τα εύοσμα σαπίζουνε
Στήθος δεν έχω για κανένα
Γερόντιο το νήπιο που είχες στην παλάμη σου
Κι εσύ κολλάς με σάλιο την φωνή μου
Να ανοίξει τους Οίκους της
Να μπει κιβωτός σώμα κατάφορτο
Ν’ αφήσει εικόνες, αγιάσματα
Στόλους πουλιών
Λυγμούς και τρόπαια
Το Ποίημα από μέσα να ευστολίσει
ΑΤΙΤΛΟ
Τον στεναγμό θειάφι χύνοντας
Άστραφτε μες στο μάτι σου η Μαρία
Με τον δαυλό και με τα κίτρα της
Στο εικονοστάσι της Φωνής σου
Παναγία
Και μου ‘παιζε παιγνίδια ξάφνου η μνήμη μου
Σου ‘δινε τα πυκνά μαλλιά της νιότης
Την κορυφή του αετού
Τις σημαιούλες στο τσεπάκι
Σπόρους στην κάτω τσέπη σου
Στην άλλη βόλια και μολύβια
Τρύπια για τα τραγούδια η μια
Η άλλη να επωάζει φτερικούδια
Φυρίκι μύριζε ο λαιμός
Στο στήθος σου το λάδι το καμένο
Και συ να βλέπεις την θηλειά
Να λες είμαι ταμένος
Θέλει φοβέρα ο άνεμος
Για να ‘ρθει με το μέρος σου
Αν δεν αστράψει και βροντήσει δεν ποτίζει
Έλεγες μες στα γιασεμιά
Κι ήσουν σαν λάδι μαλακός
Με τ’ άστρα όταν κουβέντιαζες
Με το Όνειρο οι μέρες σου
Αντήλιο
Άνοιγες τις κηπόθυρες
Άνοιγες τα παλιά κουτιά
Της Αμμοχώστου η πομπάρτα να βροντήσει
Τα χέρια σου φαγώθηκαν
Από μαχαίρια εμβολίου
Να πάμε με την γέρικη καμήλα στο Βαρώσι
Μαντήλι ολομέταξο
Πλουμίδια με το κρόσσι
Με προελάσεις ήχων να κυκλώσουν οι χοροί
Να ‘ρθει το κύμα την ντροπή μας να σηκώσει
Άνοιγες γέρος και παιδί πληγή
Για τον Γρηγόρη που καπνίζει
Και την Λύση
Δίνει η φωνή σου ρεύμα στους καρπούς
Έρχεται η Μαρία και η Ελένη
Κρανία ηχεία με ξυπνούν
Μες στα σεντόνια μου
Πικρά σαβανωμένη
 ΒΑΣΙΛΗΣ-ΓΡΗΓΟΡΗΣ
Στέγνωνα το κάθιδρο ράσο του σε βράχους απάτητους
Κι άτμιζε ο νόστος του Άγιου Τροιζινίου
Θυμιατός σ’ εικονίσματα ένστολα
Να ταράζει την μόνωση αθλοφόρων
Απ’ την ρομφαία του στόματός του
Καπνίζει το σώμα πρωθύστερο Σμύρνη
Χρυσόστομα άσματα και ψαλμοί γρηγορούν
Με το σαντάλι πορφυρό τα υπνωμένα
Και μ’ ανοικτά τα σπάρουχνα
Βάφοντας ράσα φωνής κι ακονίζοντας
Καλά να πιάνουνε τα νύχια αετόπουλου στον ώμο της
Στου ξαφνικού την κόψη ν’ αγρυπνάει
Κυπριανός ξεσπαθωμένη ανάστημα
Σπόρους κι αλάτια να μετράει
Νιόγαμπρος και καλόγερος μα και τραγουδιστής
Ετοίμαζε τα βόλια
Κι εγώ στο τρύπιο ράσο μου
Ετοίμαζα φωνή
Ζυμώνοντας μπαρούτι για κανόνια
Ποιους αγιασμούς λοιπόν μου λες
Που αγιάσαμε στην στέρηση;
Ποια δάκρυα
Που άνομβρος ο τόπος μας στερεύει
Που χρείαν έχει απ’ την φωνήν
Ως και ρανίδα ύδατος
Τις κοίτες να ξανάβρει το ποτάμι
Και θάλασσα ανεξάντλητη του βασιλιά Βασίλη
Που υδραγωγός ονόμαζε το ερχόμενο Γρηγόρη
Ζάλες να ναυλοχεί
Πάτμιος και στον ώμο του το μέλλον μας
Συγκλητικός με τους πυρσούς του
Αιμοκαθάρτης κατοικεί
Στις κρύπτες της φωνής μας
Με Τίγρηδες κι Ευφράτες και Πηνειούς
Αχνίζοντας στο ράσο του Αλαμάνα
Βασίλειος Άγιος των Ελλήνων
Ασίγαστος

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου