Δευτέρα 14 Μαρτίου 2016

Το χωράφιν


 (Γιος:)

 Που να μέν πω! Ήρτεν πάλε … Τι θέλεις τωρά δαμέ;
Ρε πατέρα, πιον παρέτα, άστην τσάππαν τζιαχαμέ.

Είσαι γέρος, ενενήντα, έφας τα ψουμιά σου πιον!
Στο χωράφιν τι γυρέφκεις τζι’ έχω σε που πανωθκιόν;

 (Πατέρας:)

 Ά(φ)ησ’ με να σου τανίσω, γιε μου, τζιαι μεν παουρίζεις,
τα δεντρά να ξιχορτήσω με την τσάππαν, σαν ποτίζεις.

 (Γιος:)

Ούτε τσάππαν, ούτε φτζιάρι, ούτε τζιαι για χωραττά!
Πιάσε πάνταν τζιαι παρέτα, μέν πάθεις καναν χαττά.

Μιαν ζωήν μέσ’ τα χωράφκια, δεν τα εβαρέθηκες;
Τζ’ ήρτες πάλε να τανίσεις … Ίνταλως το σκέφτηκες;

Σαν τον σσιύλλον ούλλη μέρα μάχουμαι, σκοτώννουμαι,
γέννημαν με δύμμαν ήλιου με την γην τσακκώννουμαι …

… τζιαι βαρκούμαι πριν αρκέψω γιατ’ εν σκόρσον η δουλειά.
Ξέρω: πρέπει να τα κάμω τζι’ έν μ’ αρέσκ’ η ττεμπελιά.

Ούλλη μέρα βασανιούμαι, μ’ άν διαμαρτύρουμαι,
να ’ρτει η ώρα να σκολάσω τζιαι να φύω που δαμέ.

Έσσω μου να πά’ να πνάσω, την γεναίκαν μου να δω,
λλίον για να της συντύχω τζιαι να παίξω με τον γιό.

Πως τζι’ εγιώ πλάσμαν πως είμαι, να το νοιώσω νακκουρί,
στο κρεββάτιν να ξαπλώσω τζιαι να κόψω ’ναν κουρί
[1].

Δεν μπορώ να καταλάβω: Τι του βρίσκεις ρε πατέρα
τούντου χωραφκιού του μαύρου τζιαι βουράς το ούλλη μέρα;

(Πατέρας:)

Για να έρτω στο χωράφι, θα ’καμνα την γην πηγή!
Τα δεντρά εν’ τα παιθκιά μου τζιαι γεναίκα μου η γη.

Μέσα στες αναμεσιές τους άμαν πω να παρπατήσω,
νοιώθω πως μεσ’ τούν’ τον κόσμο σσιίλλιους γρόνους εννα ζήσω.

Τζιαι πως είμαι ενενήντα, ούτε που το σκέφτουμαι,
ούτε τζιαι τραβώ μαράζι, ούτε τζιαι παιδεύκουμαι.

Καρτερώ την ώραν τούτην στο χωράφιν να βρεθώ,
να αρπαξω τούν’ την τσάππαν, στην δουλειάν για να στρωθώ.

Ούλλη μέρα στο χωράφιν, αν εσού ποστέκεσαι,
εγιώ πνάζω, πίστεψέ με, σαν να τζι’ αναστέννεσαι!

Των ανθών η μυρωθκιά τους θκιά σου δύναμιν ψυσιής
τζιαι αν δεν το καταλάβεις, ευλογίαν δεν έσιεις.

Οσην ώραν πά’ στο χώμα στέκεσαι τζιαι παρπατάς,
ήντα ώρα είναι, γιέ μου, μέν σε νοιάζει, μέν ρωτάς.

Κρύψε τζιαι απόλαυσέ το, κάμε το να σου αρέσει!
Το χωράφιν εν γρουσάφιν, πιο πολύτιμον δεν έσιει!

Τζι’ αν την ώραν που γυρίζω μέσ’ τα δέντρα, στο χωράφι,
δώκει τον γυρόν του ο Χάρος τζι’ αντακώσει να με γράφει …

… στο δευτέριν του το μαύρον, πως για μέναν εν η ώρα
που το σιέριν να με πιάσει, να με πά’ στην Κάτω Χώρα, …

… φτάννει πού ’μουν στο χωράφιν, στα δεντρά τζιαι στους βραμούς[2] μου!
Θάνατον τέθκοιον ωραίον, αλλον δεν χωρεί ο νους μου!


Κυριάκος Κατσιαντώνης
24 Νοέμβρη,  2011
(Από τη συλλογή: «Κουβέντες Χωρκάτικες»)




[1] να κόψω ’ναν κουρί  = να πάρω έναν υπνάκο
[2] βραμός  = φραγμός, δόμη

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου