Παρασκευή 30 Μαΐου 2014

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΣ ΤΟΥ ΚΟΡΜΙΟΥ


Έπεψεν με ο Πλάστης μου, πας τουν την γην να ζήσω,
να ζυμωθώ με τη ζωήν, τον κόσμον να γνωρίσω,
τζι’άμαν εν νάρτει ώρα μου, να πάω πάλε πίσω.

Τζιαι για να μπόρα προχωρώ, στον κόσμον τζιαι στην φύση,
να κάμνω έργα όμορφα, τζι’ ότι δουλειάν γιουτήσει,
εχάρησεν μου το κορμίν, να με υπηρετήσει.
Να είναι πάντα δίπλα μου, όσον τζιαιρόν θα ζήσω,
να μεν μ’αρνιέται ότι πω, τζιαι ότι του ζητήσω,
τζι’αυτόματα να εκτελά, ότι επιθυμήσω.
Τζι’ εξήντα χρόνια πράγματι, έχω τα μετρημένα,
ότι εζήτουν του κορμιού, υπάκουεν σε μένα,
τζιαι δεν είχα παράπονον, που λλόου του κανένα.
Μ’άσιει τωρά λλίον τζιαιρόν, είμαι σε μίαν θέση,
της τρέλλας της απόγνωσης, κάπου τζιαμέ στην μέση,
γιατί αρνιέται το κορμίν, τωρά να εχτελέσει.
Τζιαι αρωτώ το να μου πει, κάποτε με το ζόρι,
τι έπαθεν τζιαι προχωρά, σαν το παλιόν παμπόρι,
τζιαι μου λαλεί εγέρασεν, για τούτον τζιεν η-μπόρει!
Τζιαι μαραζώννω τζιαι πονώ, άρκεψα σιουπποβάλλω,
στα χρόνια τα επόμενα, με το μυαλόν μου βάλλω,
τι θ’απογίνω το κορμίν, άμα γεράσει τζι’άλλο;
Ποιος μου το λάλεν το κορμίν, έτσι πως εν ν’αλλάξει,
στο καταλιάϊν γέρικον, να πα να την αράξει,
τζι’ότι ζητώ να μου λαλεί, πως δεν μπόρα ταράξει;
Σε λλίον έτσι θα λαλεί, τουν του κορμιού το στόμα,
τζιαι γιω θα σπάζω θα τσακρώ, γιατ’είμαι νέος κόμα,
τζιαι όμως εγκλωβίστηκα, σε γερασμένον σώμα!

Απόσταγμα / Κωνσταντίνου Μάτσιου Κατερίνα


Μια σταλαγματιά,
ίαση τούτο το δειν
ποτέ μην χαθείς

Τετάρτη 28 Μαΐου 2014

Τάσος Μητσόπουλος (ΝΕΚΡΟΛΟΥΛΟΥΔΟ ΨΥΧΗΣ)


Η σμίκρυνση του ήλιου μεσ΄ τα μάτια σου
Του φθινοπώρου Άνοιξη.
Η ζωγραφιά σου γνώση ΕΛΛΗΝΙΚΗ
καρδιά του Απόλλωνα αστέρι
καθώς οπάλινο φωνής
στην ποίηση η μουσική σου.
Αηδόνι θεϊκό η ψυχή
Αγγελινό το αιώνιο φως
κι η γη σε διψασμένη δόξα.
Ο Τάσος μεσ΄ το πέλαγο
στην ευτυχία ο γλάρος.
Συντροφικό καράβι η ζωή
και το χλωρό χορτάρι.
Ένα επί ένα ο άνθρωπος
Εσύ καλέ μου ο Λόγος
Καθώς το βήμα του Χριστού
της Λάρνακας το περιστέρι.



Λάρνακα 23/3/2014
ώρα: 6:45 π.μ





* Τάσος Μητσόπουλος:  Έλληνας Κύπριος νομικός και πολιτικός. Γεννήθηκε Αθήνα στις 30 Μαΐου 1965. Διατέλεσε Υπουργός Αμύνης Υπουργού Συγκοινωνιών και Έργων τη; Κύπρου. Απεβίωσε αιφνίδια την 21η Μαρτίου 2014.

Τρίτη 27 Μαΐου 2014

Υγρός Ιούλιος

Η βροχή ζεστή
Φέρνει το ληστή
Πιο κοντά να μου πίνει το αίμα.

Ο Ιούλιος
Ήταν Δούρειος
Ένα δέμα γεμάτο ψέμα.

Εκατό φιλιά
Δε σε φέρνουν πια.
Έχει αλλάξει το τοπίο...

Και τα σύννεφα
Έτσι στα κρυφά
Το βουλιάξανε πάλι το πλοίο...

Κι όλα γύρω μου
Των ονείρων μου
Και της φαντασίας μου είναι δώρα.

Τραγουδάω μεν
Όμως στο ρεφρέν
Η ζεστή βροχή θα γίνει μπόρα...

Εκατό φιλιά
Δε σε φέρνουν πια.
Έχει αλλάξει το τοπίο...

Και τα σύννεφα
Έτσι στα κρυφά
Το βουλιάξανε πάλι το πλοίο...

Κυριακή 25 Μαΐου 2014

Χαρούμενο

Οι συμμαχίες της νιότης πολεμούν στον κήπο μου
Ο Μάης, ο Μάης, χωρίς χειρόγραφα.
Γεωμετρίες του ανέμου και φτερά αρχαγγέλων
κοντά στους χαρταετούς με τα γαλάζια μάτια
σε φευγαλέους αγώνες εξαντλούνται.
Κι άντικρυ το μπαλκόνι των δεκάξι μου Μαΐων,
τα μάτια σου εσένα, αγάπη των χαμένων παραδείσων,
Θεέ μου, τι ωραία η πλάση σου
κι αυτή η καρδιά που πάντα σε σπουδάζει
στις περιπέτειες ήλιου κυπριακού
και στις πανσέληνες ματιές της Αττικής των άλλων ημερών μας.

Η όμορφη μέρα...


Η όμορφη μέρα θα μπορούσε να διαρκέσει
μες το ημερολόγιο της ψυχής
αν έχεις καθαρό ένδυμα και στην υποδοχή
δυο χέρια αγάπης κι ένα καλωσόρισμα
γεμάτο μέλι.
Εισέρχεται ύστερα ως νυμφίος
μες στην ανάμνηση.
Όταν το θέλει η περίσταση κι η σύμπτωση
ανοίγει τα φτερά της μες στο χώρο σου
γίνεται νέα πρωία
καινούργιος ουρανός για τα πετάγματα
ισάγγελων χαρταετών των είκοσι Μαΐων.

Σάββατο 24 Μαΐου 2014

της πίκρας μου βιολί (μικρό απόσπασμα)


Άπλωσε το χέρι

μες στης μνήμης τ΄ άνθισμα.

Σφύριγμα του χρόνου η απαντοχή.

Τρεμοπαίζουνε οι φθόγγοι

δίχρωμη αρμονία.

Στάλα  στάλα το μαχαίρι 

και  στα πλήκτρα ο σφυγμός.


……………………..


Ψυχή το χώμα λήθαργος

πηγάδι αναμονής.

Του πόνου πόνος σιγαλιά

μικρό σπουργίτι κι άφωνο

στο πελαγίσιο θρόνο

Φευγάτο τρέχει το νερό

σε λίμνη αγριεμένη

Άλογο η σπίθα του τραχιά

καμιόνι αλαφιασμένο

……………..


Αποπλάνηση του ήχου η καρδιά

το εκκρεμές , το γήρας.

Κύκλωπες μελαχρινοί

φεγγάρια ρόδινα της νιότης

καθώς βραχίονας εσύ

της ποίησης φωτοβολίδα.

Σπόροι πέταλα χωράφια

το συνταίριασμα ζωής

και τ΄ αμάραντου πανέρι

σήμα σήμαντρο φωλιάς


…………………………………….


Ξεδιάντροπα το σκούφο του φοράει

γλιστράει το σύνεργο δε φεύγει.

Το σώμα να μ΄ αγγίξει θέλει

την πλάγια μου θωριά

κι΄ έτσι δειλά, απονήρευτα

θεριό που βασιλεύει την καρδιά του

το αίμα μου ρουφάει.


……………………….


Δεν ξύπνησαν ακόμα τριαντάφυλλα

της νύχτας κατακόκκινα πουλιά.

 Μονόχορδη φωνή στο ερημοκλήσι

κι εκείνος σαν βελούδινη χορδή

τραβάει το τόξο στο βιολί του .



……………………….



Χρονόμετρο οι κτύποι της καρδιάς

μέρα του έρωτα το σώμα.

Το γιασεμί, παρήγορο ζουμπούλι

μάτια σπινθήρας η φωτιά

αργό ηφαίστειο Θεού.

Το πράσινο, το κούτσουρο

ζευγάρωμα φυτού.


……………………………


Χιόνι βρεγμένο δάκρυα

φτωχή πολιτική.

Ψηλά ο κέδρος όραση

θρησκευτικό τραγούδι.

Καντήλι ανάβει προσευχή

ο γέρων μοναχός

Καθώς καμπάνα παντοκράτορα

αγίου εικονοστάσι.


…………………….


Όταν οι δείκτες μας κτυπούν

και τα σκυλιά γαυγίζουν,

να θυμάσαι: ο Ιλαρίων ο άγιος

φτιάχνει αυτοσχέδια τραγούδια.


…………


Παραλλαγή  του θρήνου η ζωή

της νύχτας καταφύγιο τροχάδην.

Βόρειος Πόλος παγερός

ψυχρή ματιά ηφαιστείου.

Σταγόνα δάκρυ αγίασμα

κερί της πέτρας λήθη.

Παρασκευή 23 Μαΐου 2014

Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΚΑΤΩΝ

γράφει ο Δημήτριος Γκόγκας
Μπήκα σε κάποιο βιβλιοπωλείο της Λευκωσίας και κατευθύνθηκα στην ράφι με την ποίηση. Ήθελα να αγοράσω ένα βιβλίο ποίησης, όχι κάποιου ποιητή συγκεκριμένα αλλά ως κριτήριο είχα τα χρήματα στο πορτοφόλι μου. Θα μου πείτε ότι αυτό δεν μπορεί να αποτελέσει κριτήριο. Στην παρούσα στιγμή αποτελούσε σίγουρα προυπόθεση, αφού δεν μπορούσα να διαθέσω πάνω από 10 ευρώ.
Ανακατεύοντας τα βιβλία και μη βρίσκοντας κάτι ενδιαφέρον (οι συλλογές μεγάλων ελλήνων και ελληνοκυπρίων ποιητών που υπήρχαν λίγο πολύ είχαν διαβστεί ) το μάτι μου έπεσε σε ένα βιβλίο που δεν ανήκει στην ποίηση, αλλά ο τίτλος του : Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΚΑΤΩΝ μου προκάλεσε το άμεσο ενδιαφέρον. Το έγραψε ο φιλόσοφος και κοινωνιολόγος Καίσαρ Μαυρατσάς που διδάσκει στο Πανεπιστήμιο της Κύπρου.
Το διάβασα ειλικρινά μέσα σε δύο ημέρες και κάθε φορά που σταματούσα θεωρούσα ότι ήταν άστοχη ενέργεια αφού το έπιανα ξανά στα χέρια μου προκειμένου να μάθω τι λέει στην επόμενη σελίδα. Ανάλογο βιβλίο είναι το: Νεοκύπριοι Πλουτοκράτες ή Νεόπλουτοι Αρχοντοχωριάτες του κου Φοίβου Νικολαίδη που όμως τα κεφάλαιά του δεν θα μπορούσαν να αποτελέσουν επιστημονική διατριβή ή μονογραφία. Φυσικά ο κος Νικολαίδης προσεγγίζει με έναν ιδιαίτερο και μοναδικό τρόπο της ήθη και τις συνήθεις των ΚυΠρίων και δημιουργεί ένα ευχάριστο βιβλίο όπου η τραγικότητα συναντά το χιούμορ. Η ματιά του κου Νικολαίδη εμβαθύνει εξαιρετικά στην σύγχρονη Κυπριακή Πραγματικότητα και διακομωδεί τα πάντα. Όπως και πρέπει.
Αντίθετα στο βιβλίο του κου Μαυρατζά: Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΚΑΤΩΝ διακρίνεται εμφανέστατα μια προσέγγιση της Κυπριακής Κοινωνίας χρησιμοποιώντας έννοιες που για πρώτη τουλάχιστον φορά εμφανίζονται στην υπάρχουσα βιβλιογραφία των Κοινωνικών Επιστημών κυρίως για την Κύπρο. Για να κατανοήσει κανείς όμως το βιβλίο και τα αναγραφόμενά του θα πρέπει να ζήσει την Κυπριακή Καθημερινότητα. Να δει με τα μάτια του όλους αυτούς τους γλαφυρούς΄ανθρώπινους τύπους που αποτελούν τον χαρακτηρισμό του ΧΩΡΚΑΤΟΥ. Όχι του Χωριάτη, όχι του Αγρότη ή του βοσκού (των ανθρώπων δηλαδή που ζούνε στο χωριό) αλλά ΤΩΝ ΧΩΡΚΑΤΩΝ των αγροίκων δηλαδή συμπολιτών μας, των ανθρώπων εκείνων που ζούνε ανάμεσά μας και η συμπεριφορά τους όχι μόνο είναι κατακριτέα και δακτυλοδεικτούμενη αλλά μας προκαλεί γέλιο αλλά και εκνευρισμό 
Σε πολλές περιπτώσεις ίσως ο αναγνώστης παρατηρήσει επανάληψη της επιχειρηματολογίας Τούτο όμως δεν κουράζει διόλου το αντίθετο μάλιστα. Εν ολίγοις στο βιβλίο Η ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΩΝ ΧΩΡΚΑΤΩΝ που χωρίζεται ουσιαστικά σε τρία κεφάλαια μπορούμε να δούμε τον κόσμο των Ελληνοκυπρίων τόσο διάφανα, που σε κάποιο κεφάλαιο θα βρεθούμε και μεις μέσα του. Δυστηχώς αυτή η πραγματικότητα κρατά εγκλωβισμένους το σύνολο των κατοίκων του νησιού, που θεωρούν ως κέντρο της γης το νησί αυτό και δεν μπορούν να βγάλουν την ακίδα από το μάτι τους για να δουν μια διαφορετική οπτική της ζωής  και να πούνε τα πράγματα με το όνομά τους.
Συγχαρητήρια στον κο  Καίσαρα Μαυρατσά για την πληρότητα της μονογραφίας του. Ένα βιβλίο που πιστεύω ότι μπορεί να διαβαστεί από τον σύγρονο Κύπριο για να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα πάνω στην ΧΩΡΚΑΤΟΣΥΝΗ που κυριαρχεί στην ζωή του

Πέμπτη 22 Μαΐου 2014

Στην αγαπημένη μου κόρη (απόσπασμα)

Στη δύση της ζωής 
μόνο εσύ κοντά μου 
μοναδική ελπίδα 
μοναδική χαρά μου. 

Σαν έρθει η στερνή ώρα 
τα μάτια μου να κλείσω 
εσέ θα 'χω στη σκέψη 
για ν' αποχαιρετήσω. 

Κύπρος, το δίκιο σου ζητάς (απόσπασμα)

Όμως αδίκως προσπαθείς 
την Κύπρο να τουρκέψεις. 
Η Κύπρος είν' ελληνική 
μια λέξη τόσο μαγική 
θα δεις και θα πιστέψεις. 

Το μαρτυρούν τ' αρχαία της 
τα ήθη, η φωνή της. 
Αν όλ’ αυτά δεν σου αρκούν 
αυτό π' αιώνες μαρτυρούν 
το λέει η ψυχή της. 

Ψυχή, γεμάτη ανθρωπιά, 
τιμή, λεβεντοσύνη. 
Κι όσα θαυμάζουν οι λαοί 
χάρες που δεν έχουν πολλοί 
θα βρεις στη Ρωμιοσύνη. 

Στίχοι για την Κερύνεια

Κερύνεια αδούλωτη, κουράγιο τώρα 
η φουρτούνα πέρασε, η τόση μπόρα. 
Κερύνεια αδούλωτη, μη φοβάσαι 
θ' αγωνιστούμε μα ελεύθερη θα 'σαι. 
 
 
...........................
 
 
Μέσ' τη σκλαβιά είσαι το φως, 
στη σκοτεινιά το άστρο. 
Χαίρε εσύ αδούλωτη, 
της λευτεριάς το κάστρο. 

Εσέναν η αγάπη σου / Μόντης Κώστας

Εσέναν η αγάπη σου εν πλάτανος λυσσιάρης
που χάρος εν τον καταλύει
την μιαν ημέρα κόφκεις τον,
την άλλη νασου τον πολυεί.
Εμέναν η αγάπη μου εν” τζέδρος αππωμένος,
που μιαν φοράν εβλάστησεν
τζ” όσον τζιαι να βάστα
άμα τον κόψεις γέρημος μεινίσκει τζιαι καμένος
τζ” εν ιξαναβλαστά.

ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΑΡΝΕΡΑΣ (1900 - 1986). (βιογραφικά στοιχεία)


Γεννήθηκε στην Ξυλοτύµπου. Δεν πήγε σε κανένα σχολείο. Βοσκός το επάγγελµα. Χαρακτηρίστηκε σαν ένας  από τους κα­λύτερους λαικούς ποιητές της Κύπρου.  Υπηρέτησεστον αγγλικό στρατό το 1917 - 18 .
Ποιητικές του συλλογές:
  • "Που την αρκήν ως την υστερκάν», .
  • " Τα τραούδκια του βοσκού»,
  • "Νερά του Μάρτη»,
  • "Ποιητικά άπαντα».

Τα καλά των δεντρών



                                                                         
Θέλεις να δεις γην όµορφην που 'ναι παδκιάν και λίραν;
Έβκα στους κάµπους, στα βουνά τζιαι στάθου παρατήρα.

Τζι’ όπου τζι  αν δεις τζι έχει δεντρά, να πας να τους
κοντέψεις τζιει, εν η γη η όµορφη να δεις τζιαι να πιστέψεις.


Τζι αν πεθυµήσεις σπαστρικόν αέραν µυρωδάτον,

µεν βκεις να πας εις τον γιαλόν, κάλλιον να πας τζιει κάτω
πον τζειν' το δάσος που θωρείς το νωστοφυτεµένον,

να βρεις αέραν σπαστρικόν και µουσκοµυρισµένον.


Τζ αν έρτει µέρα τζι έβρει σε άρρωστον, για καλόν σου,
µεν πέψεις να φέρουσιν γιατρόν που πανωθκιόν σου.

Τζ εν µπορετόν στα σσιέρκα του να γείρεις να πεθάνεις,
κάλλιον να πας µιαν εβτοµάν µες στα δεντρά να γιάνεις.

Πόσα καλά µας φέρνουσιν και πόσα µας χαρίζουν;

Την πρασινάαν, την δροσιάν, την µυρωδκιάν π' ανθίζουν,

τα ξύλα τους εν πον φελούν οξά 'ν τα πωρικά τους; ποιον εν το παρακατινόν; Οι µούττες, τα κλωνιά τους, που
κόβκουµεν και κάµνουµεν στον νικητήν στεφάνιν;

'ξα 'ν που µας φέρνουν την βροχήν όποθεν τζι αν 'νεφάνει;

Καληώρα του πόσσιει δεντρά στον τόπο φυτεµένα,

ένι γονιός πόσσιει παιδκιά και βγκαίνουν προκοµµένα,

τζιαι βρίσκει τα παρηορκάν, ζει κι 'εν ηζιπελλεύκει*,
 έτσ' εν τζιείνος που 'βαλε δεντρά τζιαι που φυτεύκει.

* ηζιπελλεύκει: ζητιανεύει

Τετάρτη 21 Μαΐου 2014

Διόδια

Τώρα θα δεις τα χρώματα ν’ αλλάζουνε
και τα βουνά να σμίγουν ένα-ένα.
Άγγελοι σα θνητοί θα σ’ αγκαλιάζουνε
εχθροί θα σου μιλούν αγαπημένα.

Τώρα θα πιω νερό απ΄το ποτήρι σου
δικά σου θα'ναι πια όσα δεν έχω.
Θα σπρώξω ουρανό στο παραθύρι σου
κι ό,τι δεν άντεχα θα το αντέχω.

Τώρα θα πιάσω σπίτι στον παράδεισο
τσάμπα οικόπεδο σε παράλια.
Του έρωτα θα βάλω το πουκάμισο
και θα νικήσω δίχως πανοπλία.

Τώρα θα δεις μες στης ψυχής τα υπόγεια
τραπέζι με ψωμί κι αλάτι
τώρα που δεν υπάρχουνε διόδια
που πέφτει σαν ζεστή βροχή η αγάπη.

Κερύνεια

Θ’ ανάψω απόψε ένα κερί
με μουσική λυπητερή Κερύνεια μου.
Να `ρθει το φως και να με βρει
Ν’ ανοίξει η μνήμη την πληγή Κερύνεια μου.

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας πού `χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ύστερα θα `ρθει μια βροχή
σαν ζυγαριά στην αντοχή Κερύνεια μου.
Οι νότες τέρμα θ’ ανεβούν
Με αίμα οι σταγόνες θα μας βρουν Κερύνεια μου

Θα μπω μ’ ένα παλιό βιολί
μεσ’ του σπιτιού μου την αυλή Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.
Να σε χορέψω μια στροφή
σαν άντρας πού `χει τρελαθεί Κερύνεια μου.
Κερύνεια μου.

Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μαχαιρώνει;
Ποιος μας πληγώνει; Ποιος μας πονά;
Ποιος μας ενώνει;

Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος

Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
ούτε μητέρα
τις νύχτες ντύνεται άσχημος
θεριό την ημέρα
Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
μόνο φοβέρα
σφυρίζει, βρίζει σαν άνθρωπος
σαν άγριο τέρας.

Κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν αγαπάς, όταν μαχαιρώνεις τα περασμένα
κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν προσπερνάς, όταν ξεριζώνεις τα κερδισμένα.

Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
ούτε μητέρα
στην άβυσσο μπαίνει παράνομος
και πάει πιο πέρα
Δεν έχει πατρίδα ο άνεμος
ούτε μητέρα
τις νύχτες ντύνεται άσχημος
θεριό την ημέρα.

Κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν αγαπάς, όταν μαχαιρώνεις τα περασμένα
κι όλο προσπερνά και θυμίζει εσένα
όταν προσπερνάς, όταν ξεριζώνεις τα κερδισμένα.

Cyprus

Ψυχές καράβια στον καιρό
τη λησμονιά χρόνια παλεύουν

Ψυχές τα δάκρυα μας κάνουν
πολλές ματιές μας συντροφεύουν

Παρασκευή 16 Μαΐου 2014

[Έντεκα γρόνους ] / Ατσίκκος Γιακουμής

Έντεκα γρόνους ώς τωρά στην προσφυγιάν που ζιούμεν
νυχτοξημερωννούμαστιν τζι’ άγρυπνοι καρτερούμεν
να ξαναπάμεν έσσω μας, τζει κάτω να ταφούμεν.
Βρίσκουσιν τρόπους, κάθονται εις τες συνομιλίες,
μα λύσην ’εν ι-βρίσκουσιν, πιντώννουν τες αιτίες.
Οι ξένοι πάντα μάχουνται για το δικόν τους κκιάρι
τζιαι μας ’δα κάτω να τα βρουν ―πετσίν, τζι’ άλλοι τομάρι.
Όπου αγάπη τζι’ ο Θεός, οι πρωτινοί λαλούσι,
έτσι έχουν μιαν δύναμιν τζιαι τ’ άδικον νικούσι,
τούτ’ εν’ η στράτα η καλή, τζι’ ούλλοι μας να τη[ν] δούμεν,
ατ τ’ ’εν να λείψ’ η προσφυγιά τζιαι να ξαναστραφούμεν
στα σπίθκια μας που καρτερούν, τζι’ ειρήνικά να ζιούμεν.

Έπαρτους σιαιρετίσματα

Στην μνήμην του αξέχαστου συνάερφού μου
Ποιητή
Αείμνηστου Κυριάκου Καρνέρα
Έφυες Γέρο Πλάτανε τζι εσού κατόπιν τ’ άλλου,
θέλω να πω, του φίλου μας του μακαρίτη Παύλου.
Μπορεί να σου ’πεν κάποτε, φαίνεται μιαν ημέρα,
“Έτο πααίννω, τζι έρκεσαι κατόπιν μου, Καρνέρα”.
Συμφωνημένοι να ’σαστον ήτουν να γελαστείτε
που έξι μήνες τζι ύστερα να πάεις να βρεθείτε.
Αν δειτε τους συντρόφους μας τζει κάτω τζει που πάτε,
περνούν νάκκον καλλίτερα κανέναν αρωτάτε.
Τζει κάτω πέρκι ’εν έσιει κλέφτες, όπως ’δα πάνω,
όσα τζι αν έχουν θέλουσιν για να ’χουν παραπάνω.
Ούτε ’εν να γυρίζουσιν τες πόρτες να κτυπούσιν
για Δήμαρχους τζιαι βουλευτές ψήφους για να ζητούσιν.
Αν κάμνουσιν πυρηνικά, πυραύλους τζιαι κανόνια,
’εν να λαλούμεν του Θεού να μας πιντώννει γρόνια.
Αν ’εν την ίδιαν ζωή που ζιουν οι πεθαμμένοι,
να μείνουμεν στον τόπον μας που ’μαστον μαθημένοι.
’Πο τούτα ούλα ’εν έσιει στον Άδην σαν λαλούσιν,
έπαρ’ τους σιαιρετίσματα τζιαι να μας καρτερούσιν.

Στον αείμνηστον Παύλον Λιασίδην

Έφυες με παράπονον της προσφυγιάς θκειέ Παύλο
τζι ’εν θα ’χουμε συνάδερφον όπως εσέναν άλλο.
Σαν να ’σουν ένας τζιύρης μας με τες παραντζελιές σου
τζι έθελα πάντα να πατώ μέσα στες αυλατζιές σου.
Α(ν) δεις που τους συντρόφους μας κανέναν εις τον Άδη
πε τους κανέναν ποίημα ας εν’ τζιαι για σημάδι.
Παλαίσην, για τον Κουρουζιά, τον Γιώρκον Κατσαντώνη,
πε τους το λλιανίσκουμεν ώσπου περνούν οι γρόνοι.
Τζι αν ευρεθούμεν κάποτε στον Άδη τζι εν’ κισμέτι
τζι έσιει λαούτα τζιαι βκιολιά  κάμνεις μας ζιαφέτι.
Έναν κλωνί βασιλιτζιάν στεφάνι σου χαρίζω
τζι ως που ’χω πάνω μου οπνιάν εν να σε μακαρίζω.

«ΟΡΠΙΖΩ» / Λιασίδης Παύλος


«Εν έκοψες ‘ κόμα, γέρο μου, το μούτιν
πρόσφυγας να σβήσεις, κρύφεις πόσσω πάθος;
Εν κάμνω καπούλλιν την ιδέα τούτην,
με λαλώ ποττέ μου όπου γη τζι’ ο τάφος.
Τούντα κόκκαλα μου μετά σιήλια γρόνια,
Τούρτζιε, πιον σαν φύεις, έννα συναχτούσιν,
πάλε να πετήσουν γιόν τα σιηλιόνια
στο νεκροταφείον «Λύση’ να θαφτούσιν»!

[Την αφάντακτην του κόσμου ] / Λιασίδης Παύλος

Την αφάντακτην του κόσμου τζι’ αν μου βάλουν στο πλευρό
εν τη θέλω, ‘ννα φωνάζω μα τον τίμιον σταυρόν.
έμπα νάσιει πλούτη στίβες, τζι’ ομορκιάν για τα φιλιά.
ή μυρίζει πόναν μίλιν τζι’ εν σωστή τρανταφυλλιά,
Εν αξίζει κατ’ εμένα ούτε ήμισον ππαράν
όντας δκιά την μυρωθκιάν της εις τον κάθε μασκαράν.
Εν σ’αλλάσω πέρτικα μου μεν φοάσαι με καμμιάν
εν σου ήβρα τόσα χρόνια που προβάρω, αβανιάν
Ενεσιεις της Αφροδίτης τζιείντα κάλλη τα πολλά
μμά ‘σιεις γνώμην γιον γρουσάφιν τζιαι τιμήν που εν χαλά

[στης Αθηαίνου το χωρκόν] / Λιασίδης Παύλος

Λοιπόν κρωστείτε να σας πω τα όσα εγινήκαν
στης Αθηαίνου το χωρκόν, έτσι καθώς μου είπαν.
Έναν παιδίν Αμβρόσιος του Γιώρκου που μου λέσιν
σήμμερον άφηκεν πολλούς για λλόου του και κλαίσιν.
Πόχασε την νεότην του ο δυστυχής, αδίκως
ωσάν αρνίον έξαφνα που το ξεσχίζει λύκος.
Λέγουν έν' ο Νεόφυτος που το 'φαν την ζωήν του,
που βούραν και κατάτρεσεν πολλά την αδελφήν του.
Και καθημέρα βκάλλασιν για λλόου της λαλούσιν,
ψέματα ότι τον φιλά με χωρίς να τους δούσιν.
Και ξάπλωννεν το λακκιρτίν παντού μες το χωρίον
κι ο αδελφός της π' άκουεν εγίνετουν θηρίον.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2014

[Αν τολμούσες] / Κανάκης Άντης

Αν τολμούσες
Θα σε τυραννάει
η θλιμμένη ματιά
που σου έριξε
το πικρό χαμόγελό της
το θρόισμα του φουστανιού της
η σπάνια ευωδιά
του σώματός της
π’ άφησε στο πέρασμά της,
Και θα καταριέσαι
τον εαυτό σου
γιατί δεν έτρεξες
να την σταματήσεις
να της μιλήσεις.
Αν τολμούσες...

Ισως...

Αποθήκη / Ρούλα Ιωαννίδου-Σταύρου


Έτσι που είναι σκοτεινή
κι όπως σκέπασε η σκόνη τα πράγματα
δεν μπορεί κανείς να δει
τις πληγές στα σώματά τους
τη θλίψη στην επιφάνειά τους.
Ωστόσο, κανείς δε λογάριασε
πως ούτε η σκόνη ούτε το σκοτάδι
μπορούν να κρύψουν
τους αναστεναγμούς τους.
Κι εκείνοι τους άκουσαν.
Τώρα ξέρουν.

Κυριακή 11 Μαΐου 2014

ΜΑΝΑ


Μάνα στην γη σαν βλάστησες
περασες πόνους ,χάρησες
ζωή και δημιούργημα
και της ψυχής λειτούργημα.
Η ύπαρξη άθλος ζωής
μια ηρωίδα στην ψυχή.
στην φτώχεια σου αρχόντισσα
νια είσαι, για γερόντισσα.
Ένα κογχύλι σφύριζε
τους πόνους πέρα γύριζε.
Στο χερομύλι τους καημούς
και στην ανέμη στεναγμούς.
Μες στην παλάμη του καιρού
κάτω απ' τον ίσκιο του κυρού.
Δίπλα πιστή συντρόφισσα
στην φτώχεια σου αρχόντισσα .
Μάνα την γή που πότιζες
μ' ίδρωτα την ενότιζες
ένα παιδί μες στην κοιλιά
και τ'άλλο μες στην αγκαλιά
το τρίτο μέσα στην πτυχή
της φούστας σου να'χει κρυφτεί.
Σκληρός αγώνας μια ζωή
ποτέ δεν ρώτησες “γιατί “
θείο το ´εργο τέλειωσες ,
το σπίτι το θεμέλιωσες .
Το πρόσωπο χαμόγελό
και πάντα δόξαζες Θεό
όλου του κόσμου ευχαριστώ
ποτέ δεν θάναι αρκετό
στο έργο σου το μητρικό .

Αυτός ο κόσμος που αλλάζει

Μεγάλο δέντρο ο στεναγμός, μεγάλη κι η σκιά του
απλώνει ρίζες στην ψυχή, στο σώμα τα κλαδιά του
Μα όπως ανοίγει ένα πουλί φτερούγα στον αέρα
το δέντρο γίνεται γιορτή και φτερουγίζει η μέρα


Πόσες φορές να σου το πω, πόσες να στο μηνύσω;
Να σου το πω ψιθυριστά ή να στο τραγουδήσω;
Θα σου το πω ψιθυριστά, όπως μιλάει το βλέμμα
που κρύβει μες τη σιγαλιά του κόσμου όλο το αίμα


Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει


Χαμένοι μοιάζουμε, λοιπόν, στο γύρο του θανάτου
στην παγωνιά του οριστικού, στον τρόμο του αοράτου
Μα οριστικά θα ‘χεις χαθεί, μονάχα αν το διαλέξεις
όπως διαλέγει η μουσική τα λόγια και τις λέξεις


Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
πως σου μοιάζει, πως σου μοιάζει
Αυτός ο κόσμος που αλλάζει
με τρομάζει, με τρομάζει

Με τόσα ψέματα

Μ’ έντυσαν οι Μοίρες μου
με τραγούδια και μ’ ευχές
και την πόρτα μου άνοιξαν
να φύγω, να `ρθω, να σε βρω.
Κι ήρθαν πέντε ποταμοί
να μου πλύνουν το κορμί
κι ήρθανε και δυο πουλιά
να μου μάθουν το φιλί.



Κάτω στους πέντε ποταμούς,
κάτω στους πέντε δρόμους,
είδα τους φεγγαρόλουστους
τους μικρούς σου ώμους.



Μα τ’ άγγιγμά μου αρνήθηκες,
μαύρη σιωπή εντύθηκες
κι άπλωσα τα χέρια μου
κι έμεινα στην ερημιά.



Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ’ αγαπώ
να το πιστέψεις...!



Πήγα κι ήπια το νερό
απ’ την πηγή της λήθης
που σβήνει τα θυμίσματα
κι όλους τους πόνους σβήνει.



Μα πιο βαθιά μου χάραξε
τη θύμηση στον πόνο
κι έμεινα πάντα να ζητώ
ένα φιλί σου μόνο.



Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ’ αγαπώ
να το πιστέψεις...!



Με τόσα ψέματα που ντύθηκαν
οι λέξεις
πώς να σου πω το σ’ αγαπώ,
Πώς να πιστέψεις!!!

Μαύρη πεταλούδα

Αχ πως μικραίνει η απόσταση κάτω απ’ το φύλλο που πέφτει
Αχ πως ο χρόνος σηκώνεται και φανερώνεται άδειος
Πίσω, πίσω απ’ τη σιωπή πνιγμένο πλοίο νεκρό αντίο στην κουπαστή
Πίσω, πίσω απ’ τη φωνή αδειάζει η σκέψη και ακούει τη λέξη να ηχορραγεί


Μαύρη πεταλούδα παράξενη
μέσα στην ομίχλη διάφανη
Όποιος δε σε βλέπει ξεχνά
Και όποιος δεν θυμάται
μαύρο θάνατο κοιμάται


Αχ πως ηχούν τα βήματα μέσα στο άδειο τοπίο
Αχ πως φυτρώνει στο χώμα γεμάτο χρώματα τραγούδι


Κι όταν το ποίημα ανοίγει μια χαράδρα πίσω απ’ τα κάδρα της γιορτής
Βγαίνει πάνω απ’ τις χαρές πάνω απ’ τις σφαγές μας
πεταλούδα με τη φτερούγα να αιμορραγεί


Μαύρη πεταλούδα...

Ήταν ανάγκη;

Μαλακωδώς εφησυχασθείς επί μακρόν
ο καλλιτέχνης επανεξετάζει την κατάσταση
πριν ξεχαστεί εκ νέου.



Τα γόνατά μου κάνουν χρίτσι χρίτσι.
Μεγαλώνω.
Το χάνω κάθε χρόνο το παιχνίδι
με το χρόνο.



Μετακόμιζα θυμάμαι μ’ ένα αμάξι
Τώρα όλα τα ζητώ για να ’ μαι εντάξει.
όλα δικά μου κι όλα σ’ άλλους τα χρωστώ
και τα πληρώνω.



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.



Ασπρίζουν τα μαλλιά μου κάθε μέρα.
Μεγαλώνω.
Τα ίδια είχε πάθει κι ο μπαμπάς μου σ’ άλλο χρόνο.



Τα παιδιά με λένε κύριο Αλκίνοο.
Με ενοχλεί μα τελευταίως το καταπίνω.
Θα `ρθει σε λίγο η καρδιά και τα νεφρά και να μην πίνω..
Αααααα....



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.




Αυριανό ραμολιμέντο μου συγχώρα
τη σπατάλη
συγχώρα με την ώρα που θα δίνεις
τη σκυτάλη.



Πόσο αφελής θα μοιάζω στα δικά σου μάτια
σαν θα σου κόβουν το τσιγάρο και τ’ αλάτια.
Η αθανασία με ξεγέλασε μου πήρε
το κεφάλι.



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.



Όταν θα λέω
"πώς χάθηκαν όλα στο κάθε μέρα
Κανείς δε ζει να τον θαυμάζω.
Ξένος στον αδυσώπητο χαβά της ανθρωπότητας,
ο Χατζιδάκις μοιάζει στην προϊστορία
κι αντικατάσταση δεν έγινε καμία",
χρόνια μετά τις κηδείες των παλιών,
όταν δε θα μπορώ να γράψω ούτε τ’ όνομά μου, ,
τα τραγουδάκια που άφησα για αργότερα
θα με κοιτούν να φεύγω
και θα γκρινιάζουν
σαν γέροι που δεν έζησαν.
Τότε θα ξέρω πως:



Ήταν ανάγκη; Ήταν ανάγκη να συμβεί και σε μένα;
Όλα μου μοιάζαν παντοτινά, παντοτινά, παντοτινά.



Ο γερο Γλάυκος διάβασε σε έναν τοίχο
ο χρόνος ο πανδαμάτωρ
κι έκλαψε σαν παιδί.
Και ήταν παιδί.

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ


Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω
τραγούδι άγνωστο κι αγέννητη σιωπή
Πίσω απ’ τα μάτια, πίσω απ’ της ζωής το βέλο
κρύβεσαι σαν βροχή που στέγνωσε, το ξέρω
νεροποντή που περιμένω μια ζωή
Γιατί δεν έρχεσαι


Μια καταιγίδα θέλω να `ρθει να ουρλιάξει
όσα δεν είπαμε από φόβο ή ντροπή
στα σωθικά μας και στα μάτια μας να ψάξει
κάθε μας λέξη μυστική να την πετάξει
μέχρι τον ήλιο ν’ ανεβεί και να τον κάψει
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν νυχτώνει
όταν κρατιέμαι σαν χερούλι απ’ το ποτό
απ’ το ποτό της φαντασίας μου που με λιώνει
κάθε γουλιά του καίει σαν πάγος και σαν χιόνι
κι ανατινάζει του μυαλου μου το βυθό
Γιατί δεν έρχεσαι

Μια καταιγίδα θέλω να `ρθει να μας πνίξει
σ’ ένα τραγούδι που δεν έγραψε κανείς
Ο, τι δε γίναμε ποτέ να μην το δείξει
Να `ναι γιορτή, την αγκαλιά της να ανοίξει
στην ανημπόρια της χαμένης μας ζωής
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω


Απ’ της ψυχής μου το ιερό
ως της ζωής μου το μπουρδέλο
χτίσε μια γέφυρα να πάω και να `ρθω
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ, ποτέ όταν σε θέλω
κλείσε τα μάτια μου και έλα να σε δω
Γιατί δεν έρχεσαι
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ
Γιατί δεν έρχεσαι ποτέ όταν σε θέλω

Απόγευμα στο δέντρο

Ο κόσμος ξεμακραίνει
ωραία στιγμή μου ξένη
Βαθαίνουν τα πηγάδια
ζωή μου που `σαι άδεια


Ο κόσμος ξεμακραίνει, είναι βράδυ
ωραία στιγμή μου ξένη, στάσου λίγο
Βαθαίνουν τα πηγάδια, το φεγγάρι
ζωή μου που `σαι άδεια, γέλα λίγο αν μ’ αγαπάς


Ο κόσμος ξεμακραίνει, είναι βράδυ, μη μιλάς
ωραία στιγμή μου ξένη, στάσου λίγο αν μ’ αγαπάς
Βαθαίνουν τα πηγάδια, το φεγγάρι οταν κοιτάς
ζωή μου που `σαι άδεια, γέλα λίγο αν μ’ αγαπάς


Ανθίζουνε τ’ αστέρια, όνειρό μου,
όταν περνάς
δωσ’ μου τα δυο σου χέρια
και τον κόσμο αν μ’ αγαπάς

Σάββατο 10 Μαΐου 2014

Σπορά

Νερό και χώμα παίρνει, λάσπη δροσερή
πλάθει θεούς και τους φυτεύει στην αυλή του
Ποτίζει αγάλματα με αίμα και κρασί
για να πνιγούν
και για ν’ ανθίσουν


Κόβει απ’ τον ώμο ένα κομμάτι μοναξιά
πλάθει άλλη μια να ‘χουν οι μοναξιές παρέα
Μες στη γιορτή και στη φωτιά
όλα μοιραία
κι όλα ανοιχτά


Σπέρνει μια χούφτα χώμα στη σκαμμένη γη
Κομμάτια θρύψαλα ριγμένη η μορφή του
Ποτάμι στρώνει από γυαλί
να κοιταχτούν
οι ουρανοί του

Πατρίδα

Λοιπόν αγρίεψε ο κόσμος σαν καζάνι που βράζει,
σαν το αίμα που στάζει, σαν ιδρώτας θολός.
Πότε πότε γελάμε, πότε κάνουμε χάζι
και στα γέλια μας μοιάζει να γλυκαίνει ο καιρός.
 
Mα όταν κοιτάζω τις νύχτες τις ειδήσεις να τρέχουν
ξέρω ότι δεν έχουν νέα για να μου πουν.
Ήμουν εγώ στη φωτιά κι ήμουν εγώ η φωτιά
είδα το τέλος με τα μάτια ανοιχτά.


Είδα τον πόλεμο φάτσα, τη φυλή και τη ράτσα
προδομένη από μέσα απ’τους πιο πατριώτες
να `χουν τη μάνα μου αιχμάλωτη με το όπλο στο στόμα
τα παιδιά τους στολίζουν σήμερα τη Βουλή.
Κάτω από ένα τραπέζι, το θυμάμαι σαν τώρα,
με μια κούπα σταφύλι στου βομβαρδισμού την ώρα
είδα αλεξίπτωτα χίλια στον ουρανό σαν λεκέδες
μου μιλούσε ο πατέρας μου να μη φοβηθώ.
"Κοίταξε τι ωραία που πέφτουν,
τι ωραία που πέφτουν....".


Είδα γονείς ορφανούς, ο ένας παππούς απ’ τη Σμύρνη
στη Δράμα πρόσφυγας πήγε να βρει βουλγάρικη σφαίρα
κι ο άλλος Κύπριος φυγάς στο μαύρο τότε Λονδίνο
στα 27 του στα δύο τον κόψανε οι Ναζί.
Είδα μισή Λευκωσία, βουλιαγμένη Σερβία
στο Βελιγράδι ένα φάντασμα σ’ άδειο ξενοδοχείο
αμερικάνικες βόμβες και εγώ να κοιμάμαι
αύριο θα τραγουδάνε στης πλατείας τη γιορτή.
Είδα κομμάτια το κρέας μες στα μπάζα μιας πόλης
είδα τα χέρια, τα πόδια, πεταμένα στη γη.
Είδα να τρέχουν στο δρόμο με τα παιδιά τους στον ώμο
κι εγώ τουρίστας με βίντεο και φωτογραφική.


Εδώ στην άσχημη πόλη που απ’ την ανάγκη κρατιέται
ένας λαός ρημαγμένος μετάλλια ντόπα ζητάει
Ολυμπιάδες
κι η χώρα ένα γραφείο τελετών.
Θα σου ζητήσω συγγνώμη που σε μεγάλωσα εδώ.
Τους είχα δει να γελάνε οι μπάτσοι
κι απ’ την Ομόνοια να πετάν’ δακρυγόνα στο πυροσβεστικό
στο παράθυρο εικόνισμα άνθρωποι σαν λαμπάδες
και τα κανάλια αλλού να γυρνούν το φακό.
Και είδα ξεριζωμένους να περνούν τη γραμμή
για μια πόρνη φτηνή ή για καζίνο και πούρα.
Έτσι κι αλλιώς μπερδεμένη η πίστη μας, η καημένη,
ο Σολωμός με Armani και την καρδιά ανοιχτή.


Δε θέλω ο εαυτός μου να `ναι τόπος δικός μου
ξέρω πως όλα αν μου μοιάζαν, θα `ταν αγέννητη η γη
δε με τρομάζει το τέρας ούτε κι ο άγγελός μου
ούτε το τέλος του κόσμου.
Με τρομάζεις εσύ.
Με τρομάζεις, ακόμα, οπαδέ της ομάδας
του κόμματος σκύλε, της οργάνωσης μάγκα
διερμηνέα Του Θεού, ρασοφόρε γκουρού
τσολιαδάκι φτιαγμένο, προσκοπάκι χαμένο
προσεύχεσαι και σκοτώνεις
τραυλίζεις ύμνους οργής
Έχεις πατρίδα το φόβο, γυρεύεις να βρεις γονείς
μισείς τον μέσα σου ξένο.
Κι όχι, δεν καταλαβαίνω
δεν ξέρω πού πατώ και πού πηγαίνω.