Πέμπτη 16 Αυγούστου 2018

[Αυτ’ η καρδιά που την κτυπάς ] / Μιχαηλίδης Βασίλης

Αυτ’ η καρδιά που την κτυπάς και θες να την ακούσεις,
αυτήν που βλέπεις και θαρρείς είν’ όργανον της Μούσης,
αχ! Πόσα, πόσα βάσανα την έχουνε δερμένη·
πόσα φαρμάκια η τύχη της την έχει ποτισμένη.
Αν ήξευρες τα μέσα της πώς έχουν καταντήσει,
θα ‘λεγες: «Είναι κρίμα πλια τέτοια καρδιά να ζήσει».
Πέρασ’ ο πρωτινός καιρός κι η πρωτινή καρδιά μου,
όπου μεθούσ’ από χαρά κι έψαλλα τ’ άσματά μου.
Βλέπεις πως είμαι ζωντανός κι εσύ θαρρείς για μένα
πως νιώθω γλύκα της ζωής κι εγώ καθώς εσένα;
Θαρρείς του κόσμου την χαρά πως νιώθει κι η ψυχή μου;
Ο κόσμος είναι κόλαση και πίκρα η ζωή μου·
ανάθεμα την τύχη μου· αχ! Τρις ανάθεμά την,
που μ’ έχει πάντα την καρδιά με βάσανα γεμάτην. [...]
Μέσα σε τέτοια τρομερή και μαύρη δυστυχία,
μέσα σε τέτοια κόλαση, σε τέτοια τυραννία [...]
Αχ! Μη ζητείς ν’ ακούσεις πλια της λύρας μου τους ήχους,
δεν είμαι πλια για ποίηση, δεν είμαι πλια για στίχους.
Εκείν’ η πρώτη μου καρδιά που είχα τότ’ εχάθη,
οι πόνοι την εσκότωσαν, την έφαγαν τα πάθη. [...]
Αυτό το μαύρο μέλλον μου είν’ Άδης εμπροστά μου,
τέτοια ζωή να ζήσω πλια δεν με βαστά η καρδιά μου.
Κάλλια για με του μολυβιού μια σφαίρα να με θάψει,
τ’ αστροπελέκι τ’ ουρανού να πέσει να με κάψει.
Να γίνω στάκτη, να χαθώ, να μην υπάρχω πλέον,
γιατ’ εκουράσθηκα να ζω, βαρέθηκα να κλαίω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου