Κυριακή 13 Ιανουαρίου 2019

Βασίλης Μιχαηλίδης, Επιλεγμένα ποιήματα, επιμ. Λευτέρης Παπαλεοντίου, Λευκωσία, Μικροφιλολογικά, 2013: Σχόλιο του ποιητή Σωτήρη Π. Βαρνάβα



 ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΗ ΜΙΧΑΗΛΙΔΗ





Βασίλης Μιχαηλίδης, Επιλεγμένα ποιήματα, επιμ. Λευτέρης Παπαλεοντίου,
Λευκωσία, Μικροφιλολογικά, 2013



Σχόλιο του ποιητή 
Σωτήρη Π. Βαρνάβα 

Βασικά κριτήρια για να είναι ένα βιβλίο ελκυστικό είναι η συγκέντρωση σ’ αυτό πρωτότυπων στοιχείων και πληροφοριών που φωτίζουν ολιστικά το πραγματευόμενο θέμα, η σαφήνεια στην έκφραση και η αντικειμενική παρουσίαση γεγονότων και απόψεων, η συνθετική προσέγγιση των διαφόρων πτυχών του θέματος, καθώς και η ικανότητα του συγγραφέα να κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη κατά την ανάγνωση. Το βιβλίο αποκτά ακόμα μεγαλύτερη επιστημονική αξία, αν κατά την ανάγνωσή του προκύπτουν ειδικότερα ενδιαφέροντα για περαιτέρω μελέτη επιμέρους θεμάτων που θίγονται σ’ αυτό. Αν δηλαδή αναδεικνύεται αυτό που ορίζεται ως επιστημονικό κενό για το θέμα (scientific gap) και το οποίο στην πραγματικότητα αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο ή την κινούσα δύναμη (driving force) στην εξέλιξη και πρόοδο της έρευνας.
Όπως διαπιστώνεται στη σύντομη αυτή περιδιάβαση, στα Επιλεγμένα ποιήματα του Βασίλη Μιχαηλίδη, με επιμέλεια του Λευτέρη Παπαλεοντίου, όλα τα πιο πάνω κριτήρια πληρούνται με τον καλύτερο τρόπο. Γι’ αυτό το βιβλίο αυτό συνιστάται ανεπιφύλακτα στο κοινό, σε εκπαιδευτικούς, ερευνητές κ.ά. και σε κάθε Κύπριο που επιθυμεί να γνωρίζει τα ποιητικά, πολιτιστικά, κοινωνικά, πολιτικά πράγματα του τόπου του και τη διαχρονική εξέλιξη της κοινωνικής δομής της πατρίδας του.
Στο βιβλίο δίνονται πολύτιμα στοιχεία που αφορούν τη ζωή του ποιητή, την περιορισμένη σχολική μόρφωση και τη γενικότερη παιδεία του, ενώ εξετάζονται και τα θέματα και οι τεχνικές στα ανθολογημένα ποιήματά του. Ο επιμελητής διερευνά αρκετά σχολαστικά πιθανές επαφές και συνομιλίες του κύπριου ποιητή με την ευρύτερη νεοελληνική ποίηση και ειδικά με εκπροσώπους του αθηναϊκού ρομαντισμού ή ακόμη και της «Γενιάς του 1880», αλλά και με τη δημοτική παράδοση. Ανάμεσα σ’ άλλα, εντοπίζει ενδιαφέρουσες επιρροές και γόνιμες συνομιλίες με τη σατιρική ποίηση του Σουρή ή και με την πατριωτική ή σατιρική ποίηση του Αλ. Σούτσου. Και από τη διερεύνηση αυτή συνάγεται ότι ο Β. Μιχαηλίδης υπήρξε μια ισχυρή ποιητική προσωπικότητα, παρά το γεγονός ότι δημιούργησε σε πολύ αντίξοες περιβαλλοντικές συνθήκες.
Η πληθώρα των βιβλιογραφικών παραπομπών και των αντίστοιχων αναφορών στην εκτεταμένη εισαγωγική μελέτη, είτε πρόκειται για σχολιασμό ποιημάτων του Β.Μ., είτε πρόκειται για πολιτικά, ιστορικά γεγονότα που προκύπτουν μέσα από τα ποιήματά του, σε συνδυασμό με το χωροχρονικό πλαίσιο στο οποίο γράφτηκαν, καθιστούν τον τόμο αυτό πολύτιμη δεξαμενή πληροφοριών κάθε υφής (λογοτεχνικής, γλωσσικής, λαογραφικής, ιστορικής, κοινωνικής, οικονομικής κτλ). Στην προκειμένη περίπτωση ο επιμελητής εξερευνά σε βάθος τη σχέση της ποίησης του Β.Μ. όχι μόνο με το πνευματικό περιβάλλον, αλλά και με οτιδήποτε άλλο ρυθμίζει τη λειτουργία της ποίησης στο δεδομένο χρόνο.
Ας μου επιτραπεί εδώ μια παρεκβατική αναφορά στον σημερινό κυπριακό τύπο και στη σχέση του με την κυπριακή ποίηση, εκφράζοντας μια άποψη - πρόταση, λαμβάνοντας υπόψη και το γεγονός ότι πολλά δημοσιεύματα στον κυπριακό τύπο της εποχής (που αναδημοσιεύονται ολόκληρα ή αποσπασματικά σε Παράρτημα του βιβλίου, σελ. 193-253) αναφέρονται στο πρόσωπο και το έργο του Βασίλη Μιχαηλίδη.
 Ο παραδοσιακός Κύπριος ομιλεί ποιητικά, η ποίηση (και η ποιητάρικη τέχνη) ήταν πάντα μέρος της καθημερινότητάς του. Κι όμως, σήμερα οι εφημερίδες εξοβέλισαν την ποίηση από τα φύλλα τους, αν και δημοσιεύουν σποραδικές κριτικές. Οι σύγχρονοι κύπριοι ποιητές παραμερίζουν το κυπριακό ιδίωμα, άρα και την προφορικότητα της ποίησης, οι κύπριοι λαϊκοί ποιητές εκλείπουν με τη συγκεκαλυμμένη χλεύη σύγχρονων λογίων, πλην εξαιρέσεων (π.χ. Κ. Γ. Γιαγκουλλής). Για όποιον απορεί, παραπέμπω στη συνήθη διάκριση που γίνεται μεταξύ ποιητών και ποιητάρηδων, με απαξιωτική σημασιολογική χρησιμοποίηση του δεύτερου όρου, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για άλλη μορφή ποίησης.
Και όμως, ο μείζων ποιητής της Κύπρου, ο Β.Μ., όχι μόνο αξιοποίησε το προφορικό ιδίωμα της ιδιαίτερης πατρίδας του, όχι μόνο πάντρεψε με τον καλύτερο τρόπο τη λαϊκή, δημώδη παράδοση με τον έντεχνο λόγο, αλλά πέτυχε να αγγίξει τα ευρύτερα στρώματα του κυπριακού πληθυσμού, κατάφερε να συγκινήσει ολόκληρες γενιές με τα κορυφαία ιδιωματικά ποιήματά του, γιατί μπόρεσε να αφουγκραστεί τους εθνικούς καημούς, τα πάθη, τις χαρές και τις λύπες του κυπριακού λαού ή πέτυχε να αποδώσει περισσότερο από κάθε άλλον κύπριο ποιητή την ψυχή της Κύπρου, με τα οράματα και τις διαψεύσεις της, με τα καλά και τα στραβά της.
Η δομή του βιβλίου (η Εισαγωγή, τα ανθολογημένα ποιήματα, ο υπομνηματισμός, οι πολλές κριτικές και μαρτυρίες για το πρόσωπο και το έργο του ποιητή, το επίσης εκτενές Χρονολόγιο αλλά και το Γλωσσάριο) διευκολύνει τον αναγνώστη να έλθει σε επαφή με την ποίηση του Β.Μ. και να σχηματίσει μια ολοκληρωμένη άποψη για την αλληλεπίδρασης που υπήρχε ανάμεσα σ’ αυτήν και στον λαό (αυτό δηλαδή που λείπει σήμερα από τον σύγχρονο κύπριο ποιητή). Ο Β.Μ. αντλεί την ποιητική του δύναμη από τον λαό, ενώ η απήχησή της θεμελιώνεται πολύ καλά στο βιβλίο, με τις πυκνές αναφορές στον τύπο, σε σχόλια πολλών λογίων και συγγραφέων.
Όπως προκύπτει από πολλές μαρτυρίες, ο Β.Μ., γράφοντας ελεύθερα κι αισθαντικά, με ευαίσθητη αλλά και με κοφτερή ματιά, στην ουσία παρεμβαίνει στα πολιτικά και κοινωνικά πράγματα της εποχής του και μας δίνει στοιχεία που αφορούν τη δύσκολη ζωή του κύπριου αγρότη, που έχει να αντιμετωπίσει δυσβάστακτες φορολογίες, τη φτώχεια και την απόγνωση. Αν ανατρέξει κανείς σε αρκετά από τα ανθολογημένα ποιήματα του τόμου, ιδίως στα ιδιωματικά του Β.Μ., δεν είναι δύσκολο να διαπιστώσει ότι αυτά διασώζουν κυπριακές παραδόσεις, ήθη, νοοτροπίες, το προφορικό ιδίωμα αλλά και το ιστορικό, πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο της εποχής του. Μάλιστα, στα περισσότερα από τα ανθολογημένα ποιήματα δεσπόζει η σατιρική στόχευση του ποιητή, που είναι μια σημαντική παράμετρος της ποίησής του, αν και αυτή έμεινε μάλλον στη σκιά της πατριωτικής πτυχής του έργου του.
Επομένως, με το βιβλίο αυτό συμπληρώνεται σιγά σιγά, εκτός των άλλων, και η εικόνα για την κυπριακή ποιητική παράδοση, και ιδίως για την ιδιωματική. Προκύπτει αμέσως το ερώτημα: Ποια η προοπτική και ποιο το αύριο της κυπριακής (ιδιωματικής) ποίησης; Παρ’ ότι δεν ήταν η πρόθεσή μου να θίξω ένα τέτοιο θέμα, αυτό αναφύεται εν τη ρύμη των επιστημονικών προκλήσεων που συνεπάγεται μια τέτοια έκδοση. Γιατί, από τη στιγμή που δεχθούμε τα λεγόμενα του Κώστα Μόντη για τη γλώσσα που πρωτομιλήσαμε: «οι λέξεις βγαίνουν ίσα από μέσα σου… Δεν ξέρω τι ρίζες έχει μέσα μας η γλώσσα που πρωτομιλήσαμε, που δεν μπορούν να αντικατασταθούν με γλώσσα την οποία μάθαμε…», δηλαδή ότι μόνο έτσι μπορείς να πεις κάποια πράγματα, δηλαδή στη γλώσσα που πρωτομίλησες), τότε προκύπτει ένα συμπέρασμα όχι τόσο ευχάριστο για την κυπριακή ποίηση. Γράφοντας σήμερα οι κύπριοι ποιητές μόνο στην καθομιλούμενη ελληνική και καθόλου ή αποσπασματικά στο κυπριακό ιδίωμα, κάτι χάνεται. Δυστυχώς αυτό που χάνεται είναι το πιο σημαντικό, είναι το αυθεντικό, το δυνατό. Και εδώ δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω με την άποψη ότι, αν ο Β.Μ. είχε λόγια μόρφωση και αν ήταν σε θέση να γράψει σε μια άψογη ελληνική της εποχής του, τότε η «9η Ιουλίου», λ.χ., δεν θα ήταν αυτό το ποίημα, αν δεν είχε γραφτεί στο κυπριακό ιδίωμα. Αυτό δεν μπόρεσε να το καταλάβει ο Συκουτρής, όταν χαρακτήριζε τον Β.Μ. «εξευγενισμένο ποιητάρη», ενώ οι χαρακτηρισμοί του για την «9η Ιουλίου» μόνο θυμηδία μπορούν να προκαλέσουν. Μια τέτοια προσέγγιση μπορεί να γίνει αντιληπτή, αν θεωρήσει κανείς ισότιμα τις δύο μορφές γραφής (χωρίς προκαταλήψεις περί πτωχείας και πλούτου ή οποιουδήποτε άλλου είδους διακρίσεις) και επιχειρήσει να διατυπώσει ποιητικά τα μικρά και μεγάλα θέματα της έμπνευσής του και με τους δύο διαφορετικούς τρόπους, δηλαδή τόσο στο τοπικό ιδίωμα όσο και στην «κοινή» νεοελληνική. Ένα συνέδριο με θέμα το χθες και το αύριο της Κυπριακής ποίησης (ιδιωματικής και μη) θα μπορούσε ενδεχομένως να φωτίσει πολύπλευρα το θέμα αυτό.
Μήπως όμως, τελικά, το κλίμα που καλλιέργησε η άποψη του Συκουτρή ή κάποια «Σχολή Συκουτρή» αποτελεί την απάντηση στο ερώτημα γιατί η κυπριακή ποίηση περιορίστηκε κατά την εξέλιξή της μόνο στην καθομιλουμένη ελληνική, αφανίζοντας σχεδόν το κυπριακό ιδίωμα από αυτήν (εκτός εξαιρέσεων); Κατανοητό το επιχείρημα να γίνουμε γνωστοί και έξω από τα κυπριακά σύνορα, όμως το ένα δεν αποκλείει το άλλο. Κι έπειτα, όπως μας το υποδεικνύει και ο Κώστας Μόντης, το κυπριακό ιδίωμα είναι μια ρίζα της πανελλήνιας γλώσσας, μια ρίζα βασική, όπως διευκρινίζει. Άραγε συνειδητοποιούμε ότι η εξαφάνιση του κυπριακού ιδιώματος από την κυπριακή ποίηση ισοδυναμεί με ξερίζωμα της ίδιας της πανελλήνιας γλώσσας;
Επομένως, έχουμε την άποψη ότι το κυπριακό γλωσσικό ιδίωμα έχει να προσφέρει και άλλα στην ποίηση. Όχι βέβαια για να γυρίσουμε στην εποχή του Μιχαηλίδη και του Λιπέρτη, αλλά για να προωθήσουμε τον πολιτισμό μας και να μην αφανιστούμε στον ισοπεδωτικό τεχνολογικό πολιτισμό του διαδικτύου. Επομένως το βιβλίο «Βασίλης Μιχαηλίδης: Επιλεγμένα ποιήματα, Επιμέλεια Λευτέρης Παπαλεοντίου» αποτελεί, εκτός όλων των άλλων και σημαντική πηγή σκέψεων, ιδεών και προβληματισμών προς την κατεύθυνση αυτή· και από αυτή την άποψη ακόμα αξίζει να διαβαστεί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου